The Frank and Walters + The Water Striders
Θα μπορούσαν να είχαν γίνει μεγαλύτεροι από τους.... ίδιους όπως είναι σήμερα. "Τουλάχιστον μένουν τα τραγούδια". Του Μάνου Μπούρα
Γιατί αυτή η μπάντα δεν είναι παγκόσμια γνωστή;
Αυτή η απορία τριγύριζε στο μυαλό μου κάθε λεπτό που έβλεπα τους Ιρλανδούς The Frank and Walters επάνω στη σκηνή του Death Disco κι απολάμβανα την εξαίσια ποπ γραφή τους. Και δεν είναι η πρώτη φορά που με έχει απασχολήσει. Το ίδιο είχα σκεφτεί όταν τους είχα δει στο Αν Club προ ετών (το 2010 όπως υπενθύμισε από το μικρόφωνο ο τραγουδιστής τους, γλυτώνοντάς μας από το ψάξιμο στο Google), και ξανά κάθε φορά που έπαιρνα τα μεταγενέστερα άλμπουμ τους και διαπίστωνα ότι το ταλέντο τους δεν έδειχνε σημεία κόπωσης αλλά η αναγνώριση δεν ερχόταν ποτέ να τους συναντήσει… Ακόμη και οι συμπατριώτες τους Ash φαίνεται να τα κατάφεραν καλύτερα, αν και (τώρα που το σκέφτομαι), όχι και πάρα πολύ καλύτερα. Τουλάχιστον και οι δύο υφίστανται μετά από 3 δεκαετίες, κυκλοφορούν νέους δίσκους μία στις τόσες και μπορούν να βγαίνουν για περιοδείες και να παίζουν ακόμη τη μουσική τους. Κάτι είναι κι αυτό!
Πάντως, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το γκρουπ έμοιαζε να είναι κοντά στο να σπάσει το φράγμα της indie κοινότητας και να προσεγγίσει ένα ευρύτερο ακροατήριο. Είχαν φτάσει μέχρι και στο εξώφυλλο της μουσικής εφημερίδας ΝΜΕ, αν θυμάμαι καλά, βρίσκονταν παντού και όλα έδειχναν ότι ο μοναδικός δρόμος γι’ αυτούς είναι προς τα επάνω. Τι έγινε όμως και δε συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο; Να φταίει ότι τα τραγούδια τους διαποτίζονται από μία αναπόφευκτη βρετανίλα που τους απαγόρευσε να αφορούν μεγαλύτερο εύρος ακροατών (ούτε καν στη φόρμα της britpop δεν ταίριαζαν απόλυτα); Μήπως η ανάλαφρη ατμόσφαιρα και αίσθηση των συνθέσεών τους να έδινε την εντύπωση ότι δεν παίρνουν στα σοβαρά αυτό που κάνουν; Να επρόκειτο για κακούς χειρισμούς του μάνατζέρ τους, με ρώτησε η συνοδός μου; Πάρα πολύ πιθανό (κι εδώ θυμήθηκα πως κάποτε είχα γίνει μάρτυρας ενός καυγά, όταν είχα πάει να πάρω συνέντευξη από μια μπάντα με τον μάνατζέρ της, το επόμενο πρωί της συναυλίας τους στο μικροσκοπικό αθηναϊκό Mad Club. Των Audioweb πιο συγκεκριμένα, όπου ο τραγουδιστής τους τον ρωτούσε με έντονα τσαντισμένο ύφος τι είχε πάει λάθος, κι από support στους U2 σε συναυλίες σε στάδια στη Βρετανία, είχαν καταλήξει ελάχιστους μήνες αργότερα να παίζουν σε κλαμπ στην Αθήνα μπροστά σε 200 ή και λιγότερα άτομα. Δε θυμάμαι πώς είχε αιτιολογήσει την κατάσταση ο μάνατζερ, αυτό που ξέρω πάντως είναι ότι το γκρουπ έπαψε μετά από λίγο καιρό να υπάρχει, δεν έβγαλαν ποτέ άλλο άλμπουμ και δε μάθαμε επίσης ποτέ τι άλλο έκαναν στη ζωή τους. Ήταν λες και ο μάνατζερ τελικά τους κατάπιε για να μην ακούει πια τις φωνές τους κι άλλη μια ροκ εν ρολ ιστορία που θα μπορούσε να καταλήξει ένδοξη δεν ευοδώθηκε ποτέ).
Τουλάχιστον μένουν τα τραγούδια, τέσσερα κουρασμένα παλικάρια που γυρίζουν τις σκηνές του πλανήτη όπου δέχονται να τους φιλοξενήσουν και να τα παίξουν, κι άλλα 200 ξέρω γω αντίστοιχα κουρασμένα παλικάρια που βρίσκονται εκεί μπροστά ανυπόμονα να τα ακούσουν και να ξαναζήσουν όλοι μαζί παλιές ευτυχισμένες στιγμές από την (μετ)εφηβεία τους. Κι αυτό ακριβώς συνέβη εκείνο το Σαββατόβραδο, όπου δε μπορώ να σας περιγράψω πόσο φανταστικά περάσαμε. Καλά εντάξει, θα σας πω. Οι Frank and Walters είχαν έρθει για να παίξουν ολόκληρο το ντεμπούτο τους άλμπουμ ‘Trains, Boats And Planes’ για να γιορτάσουν τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του, που μεταξύ μας είναι μια δικαιολογία για να βγουν να παίξουν ξανά λάιβ κι εγώ είμαι απόλυτα εντάξει μ’ αυτό, δεν κρίνω. Κάθε άλλο, αυτός είναι ο δίσκος τους που αγαπήσαμε περισσότερο, κι από τους επόμενους πάντα βρίσκαμε ωραία κομμάτια να συμπαθήσουμε, μα εκεί στο πρώτο ήταν μαζεμένα τα «καλά» τους. Τα έπαιξαν όλα, μέχρι ενός, και με απίστευτη όρεξη, το χιούμορ ξεχείλιζε από τη μουσική τους μα κι από το στήσιμό τους επάνω στο σανίδι, πολύ καλοί μουσικοί και οι τέσσερίς τους – είχαν ξεκινήσει σαν τρίο, αν θυμάστε – ιδίως ο ντράμερ που ήταν απόλαυση να τον βλέπεις. Έτσι, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια εκ μέρους τους, κέρδισαν το ακροατήριό τους που δεν ήθελε και πολλά με τέτοια τραγούδια. ‘Fashion Crisis Hits New York’, ‘After All’, ‘This Is Not A Song’, ‘Walter’s Trip’, και οι σχετικά λιγοστοί (μα όχι λίγοι) θεατές χοροπηδούσαν σαν παιδαρέλια σε πάρτι της ομάδας Pure! Το κλίμα ευφορίας κράτησε κοντά μιάμιση ώρα, με ένα encore που στα τρία του κομμάτια περιλάμβανε μια διασκευή στο ‘The Model’ των Kraftwerk. Κάπως έτσι, όμορφα και γλυκά, έληξε η βραδιά αφήνοντάς μας με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη. Το μόνο που έλειπε πια από τα χείλη αυτά ήταν κάτι φαγώσιμο, για να πληρωθεί απόλυτα και τέλεια το καυτό εκείνο Σαββατόβραδο.
Δυστυχώς, δεν έχω τίποτα να πω για το εγχώριο σαπόρτ σχήμα των Water Striders που πρόλαβα στο τελευταίο μόνο κομμάτι τους και μου φάνηκε συμπαθητικό μέσα στον τυπικό ποπ χαρακτήρα του. Είδα όμως ότι έχουν ήδη κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους άλμπουμ ‘My Name Is EXPECTATION’, κι επιφυλάσσομαι να τους ακούσω διεξοδικότερα.