Περί αποτυχίας με αφορμή μια συναυλία που μπορούσε να πάει μόνο χειρότερα
Μέσα στην ακατάσχετη υπερβολή του "τι ζήσαμε', που γρήγορα ξεχνιέται μέχρι την επόμενη 'εμπειρία', παραφωνία η Ελένη Φουντή σε μια ψύχραιμη και στοχαστική αποτίμηση μιας συναυλίας (και όχι μόνο)
Nine million rainy days. Εντάξει, τρεις εβδομάδες πέρασαν στην πραγματικότητα και απελπιστικά άνυδρες, αλλά ποιοι Jesus And Mary Chain τώρα, πρέπει να έχουν μεσολαβήσει τουλάχιστον δέκα γερά τι ζήσαμε, εκ των οποίων μόνο τη σαρωτική πρώτη στην Ελλάδα των Green Day αναγνωρίζω (διατηρώ υποψίες και για τον King Diamond που νίκησε θεούς και δαίμονες και πυρκαγιές και στρεπτόκοκκο, αλλά δεν πήγα) και βρισκόμαστε ήδη στο επώδυνο τι δεν θα ζήσουμε της ακύρωσης του Morrissey στο Release Athens. Ας μη θορυβείται όμως ο (όποιος) αναγνώστης ή αναγνώστρια έδωσε κλικ εδώ. Δεν με ενδιαφέρει τόσο το ίδιο το λάιβ, παρότι με ενδιαφέρει κι αυτό ως αφορμή καθώς με έπιασε στον ύπνο, όσο οι παράπλευρες επαγωγικές σκέψεις περί των προσδοκιών αν όχι απαιτήσεών μας από το εκσυγχρονισμένο συναυλιακό προϊόν και περί της αξίας της απογοήτευσης, παραμελημένης γενικώς διάστασης, η οποία ξαφνικά έχει εξαλειφθεί τελείως από την ατζέντα. Δεν είναι αποδεκτή πια ούτε ως δυνητικότητα.
Το τι σχέση έχουν οι Jesus And Mary Chain με την απογοήτευση δεν θα έπρεπε καν να το συζητάμε αλλά επί αυτού περισσότερα παρακάτω και ξεκινώ κατευθείαν παράπλευρα από τον Nick Hornby. Εργώδεις οι προσπάθειές του να ανατρέψει το θετικό ισοζύγιο των βιβλίων του τελευταία, με επιστέγασμα την παθητική επιθετικότητά του εναντίον του Prince στο επιεικώς προσχηματικό “Dickens And Prince: A Particular Kind Of Genius”. Ένα φτυάρισμα στα ίσια θα ήταν πιο τίμιο. Παραμένει όμως δεινός και σκληρά πειθαρχημένος αναγνώστης όταν χρόνια τώρα μας προτρέπει μέσα από τη στήλη του στο Believer να μην βασανιζόμαστε με βιβλία που δεν τραβάνε. Σου λέει έτσι κι αλλιώς δεν φτάνει μια ζωή ούτε για κλάσμα των αναγνωστικών σου στόχων. Αν κάτι δεν σου κάνει, παράτα το και προχώρα στο επόμενο.
Ναι μεν, αλλά. Σπανίως το τηρώ. Ακόμα και το 2666 υπέστην που παρά την τσαπατσουλιά στη γραφή και τη φτηνή φετιχοποίηση της βίας έχει σκαρφαλώσει στα λογοτεχνικά υψίπεδα και δεν πέφτει με τίποτα. Βέβαια ο Μπολάνιο το έγραφε υπό τη σκιά του θανάτου με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους για τους οικείους του και το άφησε ημιτελές. Λογικό να βγει μέτριο. Αν το είχε επιμεληθεί μπορεί να ήταν ολοκληρωτικά κακό, ποιος ξέρει. Σε κάθε περίπτωση και παρά την ταλαιπωρία ή μάλλον εξαιτίας αυτής, μου έχει μείνει αλησμόνητο όπως βλέπουμε, ενώ όσο περνάνε τα χρόνια (και χειροτερεύουν τα βιβλία του Hornby) μέσα μου κερδίζει έδαφος η εξ αντιδιαστολής άποψη του Mark Haddon στο συλλογικό “Stop What You’re Doing And Read This” (που δεν αποφεύγει τον διδακτισμό κι αυτό, όπως δείχνει ο τίτλος), ότι διαμορφώνει κανείς λογοτεχνικό κριτήριο όχι μόνο με αγαπημένα βιβλία αλλά και με εκείνα που μισεί, τα οποία συνεπώς έχουν αξία επί προσωπικού, ακριβώς όπως το να μισείς τους Spurs είναι ζωτικό στοιχείο του οπαδού της Arsenal (ακούει ο Hornby;) Κάπου εκεί το χάνει και ο Haddon γιατί χαρακτηρίζει μισογυνικό παραλήρημα το “The Girl With The Dragon Tattoo”, αλλά ας μείνουμε λίγο στη συλλογιστική που έχει βάση και πιάνει και τα μουσικά.
John Zorn: Πολυσχιδής και πολυγραφότατος. Δεν θυμάμαι καμία από τις πρόσφατες σόλο δουλειές του ομολογώ, γιατί παρά τις θαυμάσιες συνεργασίες του, είτε με τα “Bagatelles” είτε με την επιστροφή των Painkiller, μόνος του πλέον δεν μπορεί ή δεν θέλει. Εκτός από το “The Garden Of Earthly Delights” (ο Bosch τον μάρανε) των απάλευτων νευρικών σόλο που μου προκάλεσε ευθείς συνειρμούς προς μία συγκινητική προσπάθεια των Στρουμφ να παίξουν prog και κρίση γέλιου. Το αποστρέφομαι ύποπτα σε σημείο που έχει γίνει κομμάτι του εαυτού μου, όμοια με το “Second Coming” των Stone Roses που δεν μου είχε φανεί τόσο χάλια, αλλά η ανάμνηση της πρώτης αμήχανης ακρόασης μάλλον με έχει στενοχωρήσει στα αλήθεια. Αν μη τι άλλο, με βάση όσα προοιώνιζε - συνεκτιμώντας και το ντεμπούτο - για τις μετέπειτα πορείες του Squire και του Brown, που αποδείχθηκαν εκ διαμέτρου αντίθετες προς τις προσδοκίες του βρετανικού Τύπου που είχε ποντάρει στον Squire, η Δευτέρα Παρουσία ήταν έγκυρος τίτλος. Από την άλλη, αμήχανοι είχαμε ακούσει όλοι και το “Munki” των Jesus And Mary Chain που σήμερα το θεωρώ περίπου τον καλύτερο δίσκο τους.
(...ιιιιιιιιιι τι είπε η ιερόσυλη, όχι το “Psychocandy”;)
Είτε με το στοιχείο της ανατροπής είτε όχι πάντως, χρησιμοποίησα αυτά τα παραδείγματα - αναγκαστικά επί προσωπικού εκτός αν προτιμούσε κανείς άλλη μία αναφορά στο μη μπάσο του “And Justice For All” και το συνοδό παβλοφικό μένος - για να φτάσω στη συνειδητοποίηση ότι η απογοήτευση είναι χρήσιμο αντίβαρο στον ενθουσιασμό και δεν το εννοώ με κάποια παρηγορητική κλισέ λογική νικημένου που δίνει αξία στον νικητή, αλλά επειδή η διάψευση της προσδοκίας χτίζει κριτήριο εκεί που υφέρπει ο κίνδυνος να ξεμείνουμε μόνο με το συναίσθημα. Δεν θα ήμασταν οι ίδιοι χωρίς τoυς προσωπικούς μας κήπους επίγειων “απολαύσεων” που ηδονιζόμαστε να μας συγχύζουν και που αν μη τι άλλο δείχνουν ότι όμοια με τα αναγνωστικά, το μουσικό κριτήριο δεν είναι μασίφ αλαλαγμοί ευφορίας, αλλά αποτέλεσμα πιο σύνθετης και ενδιαφέρουσας διαδρομής. Ακόμα και το τρίπτυχο του Bosch δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς το πάνελ με τα βασανιστήρια στην κόλαση.
Για τις δε συναυλίες που είναι από τα πλέον απρόβλεπτα και προσωπικά βιώματα ενός μουσικόφιλου η χρησιμότητα της περιστασιακής απογοήτευσης κανονικά παρέλκει να αναφερθεί, αλλά αυτό σήμερα μοιάζει ανήκουστο στην εποχή του εξευγενισμένου gig-going, όπου κάθε λάιβ οφείλει να εκλαμβάνεται ως ολοκληρωμένο πακέτο ικανοποίησης από τον ήχο, τη διάρκεια, το σέτλιστ και την προσήνεια του συγκροτήματος (αν έχουν βγάλει και φωτογραφία σε taverna πιο πριν ακόμα καλύτερα) και εντός διημέρου να έχει καταγραφεί ως το σπουδαιότερο της χρονιάς μέχρι να γίνει overwrite από το επόμενο. Γι’ αυτό κιόλας ξεκίνησα παράπλευρα. Πώς να στοιχειοθετηθεί το επιχείρημα χωρίς παραλληλισμούς όταν δεχόμαστε κατά ριπάς επίθεση από τι ζήσαμε και από επευφημίες για το μεγαλύτερο συγκρότημα των καιρών μας της ημέρας;
Φυσικά το ντελίριο ιαχών συνδέεται και με την επιθετική αύξηση των τιμών των εισιτηρίων, τις κλιμακωτές χρεώσεις, τις enhanced (με το αζημίωτο) εμπειρίες κλπ. Ο θεατής πληρώνει, ενδεχομένως όχι μόνο εισιτήριο αλλά και πακέτο διακοπών, βγάζει vip, βγάζει zone A κλπ. Ξοδεύεται. Δεν τον ενδιαφέρουν όλα αυτά. Θέλει, απαιτεί θα λέγαμε, να δει τοπ απόδοση και να φοράει το μπλουζάκι από το μερτς με καμάρι, πράγμα που το συγκρότημα γνωρίζει και προσπαθεί να ανταποκριθεί αναλόγως.
Συγγνώμη, αλλά αυτά δεν έχουν νόημα όταν ανακυκλώνονται εν είδει εργολαβίας, χωρίς τη συγκυριακή εξαίρεση που επικυρώνει την αξία τους και καθησυχάζει ότι το ροκ εξακολουθεί να έχει αταξίες, δυσκολίες και ανθρώπινες αδυναμίες με έμφαση στο “ανθρώπινες”. Και ενώ το πρόβλημα της υπερ-καπιταλιστικοποίησης των συναυλιών ούτε λύνεται χωρίς συλλογική δράση που προϋποθέτει και την κινητοποίηση των ίδιων των καλλιτεχνών (που επί του παρόντος, πλην εξαιρέσεων, ποσώς νοιάζονται) ούτε είναι αντικείμενο του παρόντος κειμένου, δεν νομίζω ότι βλάπτουν μερικές υπενθυμίσεις πού και πού της αίσθησης του μέτρου. Δεν είμαστε αλγόριθμοι κατανάλωσης χόμπι ούτε η μουσική οφείλει να είναι ασφαλής ψυχαγωγία. Η μουσική έτσι κι αλλιώς δεν οφείλει τίποτα ή αν οφείλει κάτι, αυτό είναι η μη ασφάλεια αν μη τι άλλο, σε εφαρμογή της κατά Oscar Wilde αρχής ότι μια ιδέα που δεν είναι επικίνδυνη δεν αξίζει να λέγεται ιδέα.
Δεν λέω να αρχίσουμε ξαφνικά να κυνηγάμε την ετεροντροπή, το ακριβώς αντίθετο, αλλά κάποιες συναυλίες θα είναι εκ των πραγμάτων χάλια, θα απορροφήσουμε το κάζο, θα επιζήσουμε και δεν θα ζητάμε επί πίνακι το κεφάλι κανενός. Παραδέχομαι βέβαια ότι κι εγώ είχα τέτοια θέματα αποδοχής παλιότερα. Έχω εξοργιστεί με τους Sisters Of Mercy που δεν είδα / δεν άκουσα / σαν να μην ήταν εκεί / δουξουδουά (λες και θα είχαν οι Sisters ήχο Kreator), με την οριστική δραπέτευση του Mark E. Smith από τη σκηνή στο μισάωρο (λες και θα μας έπιανε από τους ώμους σαν τον Μιχάλη Χατζηγιάννη να τραγουδάμε παρέα το “Psykick Dancehall”), με την κατάρρευση της Cat Power κ.ο.κ. Η λίστα των απογοητεύσεων είναι μακρά.
Τι να κάνουμε όμως, στον πυρήνα του ροκ υπήρχε πάντα μια σχεδόν ρομαντική συναίνεση στο χάος και η όψιμη προσπάθεια εκρίζωσής του από τον φυσικό του χώρο, δηλαδή τη σκηνή, μου φαίνεται πλέον τρομακτική, οπότε καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Χρειάζεται να πέφτει καμιά καρέκλα, καμιά γιούχα (οκ, τα μπέικον από τα σάντουιτς του κοινού στους My Chemical Romance σε ένα παλιό Reading που θυμάμαι ίσως ήταν υπερβολή, όχι ότι το συγκρότημα δεν τα άξιζε βέβαια, ασχέτως απόδοσης) και να καίγεται και κανένας ενισχυτής πού και πού. Κάποια από αυτά τα στραπάτσα θα παρεισφρήσουν τελικά στην καρδιά μας μαζί με τις συναυλίες της ζωής μας, το 2666, τους αγαπημένους μας δίσκους και τα Στρουμφάκια του John Zorn για να επιφέρουν ισορροπία και να ανακόψουν λίγο τις αλλεπάλληλες στέψεις στην κούρσα των ασυναγώνιστων gigs.
Ανεπανάληπτοι οι Fontaines DC μας είπαν, ανεπανάληπτοι και οι Green Day, ανεπανάληπτος θα είμαι εγώ για σένα θες δεν θες, αυτό τουλάχιστον γράφεται και ποστάρεται όχι ιδιαίτερα ανεπανάληπτα. Όμως οι Ιρλανδοί, παρά την καθαρή τοποθέτηση στο θέμα της Γάζας (ωραία προσθήκη το use your voice) και μολονότι βαθμιαία βελτιούμενοι μέχρι το φινάλε, ήταν μουδιασμένοι και ανέτοιμοι για headliners. Αντίθετα οι Green Day, με την εμπειρία σαράντα χρόνων στη σκηνή και συνεπή αντικαθεστωτική (και όχι αντιαμερικανική) θέση τουλάχιστον από την εισβολή του Μπους στο Ιράκ και έκτοτε, ήρθαν αποφασισμένοι να μην αφήσουν τίποτα όρθιο και όντως σάρωσαν τα πάντα, το έγραψα και πριν. Δεν χρειάζεται να αποθεώνονται όλα, δεν γίνεται άλλωστε πιστευτή τέτοια ρέντα στις συναυλίες που πάμε και πάμε σε πολλές.
Υπό αυτή την έννοια, έχοντας κατακτήσει (προσπαθώ έστω) το στάδιο της συγκατάθεσης στο περιστασιακό πατατράκ, έφυγα με παράξενα συναισθήματα από την άκρως επαγγελματική πρώτη φετινή αθηναϊκή συναυλία των Jesus And Mary Chain για τα σαραντάχρονα της κοινής και μη πορείας τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που τους βλέπω, αλλά σίγουρα δεν περίμενα κάτι περισσότερο από μία μέτρια κανονικοποιημένη εμφάνισή τους. Θα έβγαιναν (και τα δύο αδέρφια - να τα λέμε αυτά διότι κάποτε δεν ήταν αυτονόητα), θα τα έλεγαν, θα έφευγαν, άντε να έπεφτε και κανένα thank you Athens από τον Jim και θα έφευγα κι εγώ με ένα not terrible not great να πλανάται πάνω από την Απάθεια. Όπως έγινε φέτος στους Inspiral Carpets, οι οποίοι μια χαρά τα πήγαν, αλλά περισσότερο θυμάμαι “τη γενιά μου” στο κοινό, σκόρπιες συζητήσεις για ταξίδια στο Manchester το 1992 και την κούραση της εβδομάδας στο γραφείο, τον τύπο που μου είπε με νόημα “ωραία μπλούζα” (Manic Street Preachers η δική μου, κατά σύμπτωση η κλασική λευκή Automatic η δική του - έχουμε ένα μίνι inception εδώ) κλπ, παρά τους ίδιους τους Inspiral Carpets. Γι’ αυτό δεν ήθελα να πάω στους Jesus And Mary Chain, γι’ αυτό δεν πήγα και στους House Of Love. Δεν χρειαζόμουν άλλη μία υπενθύμιση περί μέσης ηλικίας και καλούτσικης συναυλιακής απόδοσης.
Τι καλούτσικη συναυλιακή απόδοση και κανονικοποιημένη εμφάνιση τα φρικιά από τη Σκωτία με τα μπάχαλα στο North London Polytechnic; Λίγο να (μη) λογικευτούμε. Ακόμα και το 1998 στην περιβόητη που έγινε διαβόητη “τελευταία συναυλία” τους στη Θεσσαλονίκη, παρότι βέβαια η φάση δεν έληξε στο εικοσάλεπτο όπως γινόταν παλιά, τρομάξαμε να καταλάβουμε ποιον από το Reid-έικο βλέπαμε και αν ήρθαν μαζί και τα σόγια (εντάξει, η αδερφή τους). Υποτίθεται πως το συγκρότημα διαλύθηκε μετά από εκείνο το λάιβ, αλλά μάλλον είχε διαλυθεί από πριν. Και ακριβώς εξ αυτής της κουλαμάρας της 8ης Νοεμβρίου 1998 μου έχουν μείνει και οι Jesus And Mary Chain (πολύ φοβάμαι ότι αντιπαθώ το - αταίριαστο για χούλιγκανς του επιπέδου τους - ακρωνύμιο JAMC οπότε θα ξεμείνω για πάντα με τον σιδηρόδρομο) αλησμόνητοι μαζί με τους Sisters Of Mercy κλπ. Όταν αποφάσισα ότι τελικά δεν μου πήγαινε το χέρι να μη βγάλω εισιτήριο για το Gazarte, ευχόμουν τουλάχιστον να μην είναι αδιάφοροι ή καλούτσικοι και ας φεύγαμε μουδιασμένοι πάλι, ας ψάχναμε και το οικογενειακό τους δέντρο.
Παρά την αναπόφευκτη νιάτα που περνούν, που δε θα ξαναρθούν σύνθεση του κοινού, στη συναυλία των Jesus And Mary Chain παραδόξως δεν ανταλλάξαμε παρηγορητικά χαμόγελα συγκατάβασης όπως στους Inspiral Carpets. Ίσως και επειδή αποφάσισα να πιάσω “κάγκελο” (κάγκελο στο Gazarte... μήπως ήρθε η ώρα και για ένα I wouldn’t sell my soul but I’d handle it σιγά σιγά;), οπότε γλίτωσα τα μισά οπαλάκια και βλέμματα συμπάθειας της μεσαίας γραμμής (για τη γαλαρία ελπίζω ότι έχουμε λίγο ακόμα). Δεν ήταν τραγωδία, δεν βουτήξαμε σε ωκεανούς λασπωμένων κακοκουρδισμένων riffs προσπαθώντας να πιαστούμε από μια κανονική νότα. Καλά μέχρι εδώ αλλά ευτυχώς δεν ήταν ούτε ένα αδιάφορο συμπαθητικούτσικο λάιβ οπότε αποφύγαμε τα χειρότερα. Περιέργως πώς, οι Jesus And Mary Chain έδωσαν στο Gazarte συναυλιάρα με σίγμα κεφαλαίο, δηλαδή κυριολεκτικά το τελευταίο πράγμα που περίμενα από αυτούς. Κάπου διάβασα ένα αποθεωτικό review με το οποίο δεν θα διαφωνήσω, όμως γράφτηκε μεταξύ άλλων και ότι δικαίωσαν τη φήμη και το παρελθόν τους. Αυτό αν μη τι άλλο σίγουρα δεν συνέβη, εκτός αν μιλάμε για το κοντινό παρελθόν που εμφανιζόντουσαν με τη Scarlett Johansson στο Coachella. Αμφιβάλλω ωστόσο.
Από τις πρώτες νότες κοιτούσα γύρω μου καχύποπτα. Τι σωστή ευκρινής βαβούρα με τόσο - όσο (πρέπει) θολούρα είναι αυτή; Δεν θα γκρινιάξουμε καθόλου για τον ήχο απόψε; Μήπως είναι ηθοποιοί οι κύριοι; Ο William ευθεία μπροστά μου στα δυο μέτρα έχει μεγαλώσει, δεν θύμιζε τον αλήτη με τη μαλλούρα (η οποία βέβαια παραμένει αναλλοίωτη) που κάποτε έκοψε την καλημέρα στον έτερο αλήτη και αδερφό του (και έτσι εγένετο το unepic fail της “τελευταίας συναυλίας” στην Αποθήκη του Μύλου). Εξέπεμπε ωστόσο ένα “εγώ που με βλέπεις έχω ζήσει έναν μεγάλο έρωτα με τη Hope Sandoval”, πιθανώς και επειδή όλα πήγαν τόσο σοκαριστικά καλά και γι’ αυτόν εκείνο το βράδυ. Ο Jim δεχόταν τα χειροκροτήματα του κοινού με ευχαρίστηση και thank you και προς το τέλος έφτασε έως σημείου να μας ζητήσει συγγνώμη που δεν ξέρει καθόλου ελληνικά. Τι έκανε λέει; Καμιά δυο φορές στην αρχή του σετ σταμάτησαν για τις απαραίτητες μίνιμουμ συνεννοήσεις και έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται παρορμητικά “αυτό ήταν, τώρα θα τα βροντήξει κάποιος και θα φύγει ή θα πλακωθούν”.
Όχι απλά δεν συνέβη, αλλά πολύ νωρίς το πήρα απόφαση ότι οι Jesus And Mary Chain θα έδιναν την καλύτερη μέχρι τώρα συναυλία τους στην Ελλάδα και θα έσωζαν επιτέλους το τσαλαπατημένο indie rock τουλάχιστον για ένα βράδυ, πράγμα που επιβεβαιώθηκε και το επόμενο βράδυ με την δεύτερη εμφάνισή τους. Έφυγα πράγματι μπερδεμένη, σαν να μην ήμουν όντως εκεί, αλλά τελικά χαρούμενη. Τι ήθελα εν τέλει; Μια βραδιά που θα θυμάμαι, απλώς δεν μπορούσα να φανταστώ ότι οι Jesus And Mary Chain ήξεραν κι άλλο τρόπο να μου την προσφέρουν εκτός από την καταστροφή μέσα σε έναν κακώς εννοούμενο ηλεκτρικό βόμβο. Έμειναν όλες αυτές οι σκέψεις, έστω κι αν πήρε τρεις εβδομάδες να οργανωθούν, και ένα απορημένο τι ζήσαμε μαζί με την απορία αν όντως το ζήσαμε εν είδει αυτοτρολαρίσματος. Θα μπορούσε να πάει μόνο χειρότερα. Never Understand η φάση. Δεν το ‘παιξαν, να και η γκρίνια.



