«Και τώρα, τι τέλειωσε;».
Ο αποχαιρετισμός με τον τρόπο, στον χρόνο και με τους ανθρώπους που επιθυμείς είναι μια σπάνια τύχη. Του Γιώργου Τσαντίκου
Ναι τέλειωσε, με το ‘Blue Moon’, σε μια από τις μακριές σε χρόνο εκδοχές του, με τέσσερις (!) κιθαρίστες επί σκηνής.
Πάντα τα φινάλε των Last Drive είχαν το 90χρονο φέτος ‘Blue Moon’ του Ρίτσαρντ Ρότζερς και του Λόρεντζ Χαρτ.
Αυτή τη φορά όμως, τα φινάλε είναι φινάλε και τα φεγγάρια πιο μπλε από ποτέ.
Οι Last Drive αποφάσισαν να σταματήσουν να υφίστανται ως Last Drive και μετά από 40 περίπου χρόνια ύπαρξης, με ένα κατ’ όνομα μόνο κενό, γιατί ποτέ δεν απουσίαζαν μουσικά. Είπανε να δώσουν 2 live. Tα 2 έγιναν 5, γιατί πολύ απλά, ο κόσμος δεν τους αφήνει κάτω. Αλλά θα είναι 5 και τέλος και αυτό το τελευταίο ‘Blue Moon’ της 22ας Μαρτίου θα βάλει την τελεία και την παύλα.
Αυτή η σειρά συναυλιών ξεκίνησε την περασμένη Παρασκευή, σε ένα κατάμεστο Gagarin που πήγε πάνω-κάτω 2,5 ώρες περίπου.
Και αλήθεια, δεν έχει τόση σημασία ποια κομμάτια παίξανε (ελάχιστα αφήσανε έξω), αλλά πώς τα παίξανε.
Τα παίξανε σαν να ξεκινούσαν τώρα όλα ξανά, αυτοί καμιά 20αριά χρονών και εμείς από κάτω κάπου εκεί και λιγότερο.
Επειδή όλα, μα όλα αυτά είναι λίγο ως πολύ γνωστά, θα προσπαθήσω να περιγράψω πώς κύλησαν παράλληλα οι ζωές χιλιάδων ακροατών, με την πορεία των Last Drive. Όταν είσαι π.χ. 10-15 χρονών στην Αθήνα το 1985, ο κόσμος σου είναι ήδη γεμάτος με πράγματα που τότε είναι πρωτόγνωρα και συνήθως, η συμβουλή που σου δίνουν είναι να τα αποφεύγεις.
Οι Drive όμως και οι πρώτες τους εμφανίσεις είναι ο τρόπος «να είσαι κουλ χωρίς να καπνίζεις». Δηλαδή, η μουσική τους δεν ήταν μια εστέτ δήλωση ότι «έλα ρε, εγώ ακούω πιο ψαγμένα πράματα» σε γυμνασιακά και λυκειακά διαλείμματα, αλλά ήταν μια ρουφήχτρα που σε ξέρναγε σε ένα σύμπαν εκκωφαντικών μελωδιών και συνεπαρτικών ρυθμών.
Δεν θα μπορούσε κανείς άλλωστε να συστήσει με πιο ευσύνοπτο και δημιουργικό τρόπο την ύπαρξη των Tall Boys ή να σου παίξει κάποιος ένα προοίμιο των Dead Moon, πριν αυτοί κατακτήσουν το ελληνικό κοινό με τη μυσταγωγία των live τους.
Δεν θα μπορούσες να ξέρεις με άλλον τρόπο ότι τα «κοκοράκια» δεν ήταν μόνο για τον Έλβις που είχε πεθάνει κάπου εκεί κοντά χρονικά, αλλά συνέχιζαν να βγάζουν μουσική που κοιτούσε στο μέλλον και έφτιαχνε συνειδήσεις.
Θα ήταν δυσκολότερο να διαλέξεις από ποια πλευρά θα είσαι, αν δεν ήξερες ότι αυτοί που παίζανε την τάδε μουσική, συχνά θα τους έβρισκες δίπλα σου όταν κάνανε επιδρομές οι νεοναζί.
Θα είχες λιγότερους λόγους να κατέβεις στο υπόγειο του «Αν» ή να μπεις στο «Ρόδον» όπου σε έπαιρναν οι μεγαλύτεροι και τότε δεν καταλάβαινες τι σημαίνουν οι Wipers, αλλά μετά τη συναυλία είχες αποφασίσει ότι «εγώ παιδιά, αυτά θα ακούω από εδώ και πέρα».
Θα ήταν πιο δύσκολο να ψάχνεις την καλή μουσική, αν δεν υπήρχαν οι πολλές, παράλληλες πορείες των Drive και των ανθρώπων τους. Αν π.χ. το πρώτο των BLML δεν ήταν μια τεράστια δισκάρα, αν οι Earthbound δεν έφτιαχναν την καλύτερη americana εκτός Αμερικής, αν το ‘Heavy Liquid’ δεν ήταν η απόλυτη επιστροφή, αν, αν, αν.
Με λίγα λόγια, ο κόσμος των Last Drive, η «φυλή», ήταν (και είναι) χιλιάδες άνθρωποι που έζησαν παράλληλα τη μουσική καταδρομή και έπαιρναν από αυτή έμπνευση, κουράγιο, πολύ σπάνια ξενέρωμα, αλλά κυρίως μια ώθηση που σε έναν άσχετο, φαντάζει αλλόκοτη. «Σαράντα χρόνια μουσικό saga» θα μπορούσε να υπερβάλλει κανείς. Μια περίοδος με άπειρες κορυφαίες στιγμές, χιλιάδες live που εξελίσσονταν σε πάρτι ή και σε άλλα εμπρηστικά συνήθως πράγματα, με την εντύπωση μερικές φορές ότι «χάθηκαν ευκαιρίες», με το «βάλε το ‘Baby Blue’ αλλά από Drive» σε κλεισίματα μπαρ τις μικρές ώρες και με πολλά σύμφωνα σε προβληματική ομιλία, στο «ωραία μπλούζα» από κοντά και από μακριά, μέσα σε ένα live.
Ε, όλα, όλα όμως, αυτά τα παραπάνω μαζεύονται αυτές τις μέρες στο Gagarin. Και ξεκινάνε με τον πιο σωστό τρόπο, με την ‘Black Limo’ και έχουν πάλι ‘Overloaded’ και τη Σίντι και το ‘Holy War’ και το ‘Gone-gone-gone’, και Tall Boys και Dead Moon και τον Πάνο Κασιάρη και τον Θάνο Αμοργινό στη σκηνή και περνάνε από όλες τις στιγμές που η φυλή τις σήκωσε ψηλά και τις έβαλε κάπου για να φαίνονται από παντού.
Και έφερε και μερικά δάκρυα αλλά κυρίως, πολλά χαμόγελα και πολλά «ευχαριστούμε για όλα».
Και εμείς ευχαριστούμε.