Release Athens Festival 2023: Siouxsie, Echo & The Bunnymen, Interpol, Ladytron, Viagra Boys, In Trance 95, The Haunted Youth
Η ηχώ ακόμη αντιλαλεί, τα ξωτικά ακόμη τραγουδούν, οι Μάνος Μπούρας, Ελένη Φουντή, Άρης Καραμπεάζης και Αντώνης Ξαγάς ακόμη γράφουν
Ο Μάνος Μπούρας γράφει:
Ας γράψουμε δύο λόγια για τα όσα είδαμε εκείνη τη συναυλιακή ημέρα, χωρίς να πούμε ότι υπηρετήσαμε πιστά και με δημοσιογραφικό καθήκον τη βραδιά. Εξ ου και δεν είδαμε ούτε ένα λεπτό από τις εμφανίσεις των In Trance 95, The Haunted Youth και Ladytron, είτε λόγω της ώρας προσέλευσης, είτε λόγω της φετινής καινοτομίας οι εμφανίσεις των ονομάτων να γίνουν σε δύο διαφορετικούς χώρους. Οικείοι και οι δύο αυτοί χώροι, αποκτάει και το αληθινό νόημα του φεστιβάλ πια η διοργάνωση, εφόσον θα πρέπει να επιλέξεις σε κάποιες στιγμές τι ακριβώς θα δεις ανάμεσα σε δύο ονόματα που εμφανίζονται ταυτόχρονα ή με λίγα λεπτά διαφορά. Αυτό έφερε αναμενόμενα γκρίνια, δικαιολογημένα κάποιες φορές, αφού δεν ήταν πια και τόσα πολλά τα γκρουπ που θα εμφανίζονταν ώστε να χρειάζεται να χάσεις τα μισά περίπου. Εκτός πια κι αν είσαι σε καλή φυσική κατάσταση και μπορείς να κάνεις τα δεκάλεπτα περπατήματος ανάμεσα στις δύο σκηνές, για να μπορείς να καυχηθείς ότι τα είδες όλα έστω και για λίγο.
Αυτά έχουν όμως τα φεστιβάλ, όλοι μας σχεδόν έχουμε παρευρεθεί σε κάποιο από όσα γίνονται στο εξωτερικό, οπότε το βασικό είναι να κάνεις τις επιλογές σου για το τι αξίζει ή θέλεις περισσότερο να δεις και προχωράς βάσει σχεδίου. Κάνουμε λοιπόν ξεκίνημα με τους Viagra Boys, και οι λόγοι είναι πολλοί. Κυριότερος ότι τους είχαμε δει ξανά στην προηγούμενη εμφάνισή τους στην Αθήνα και ήταν εκρηκτικοί, από τα συναρπαστικότερα πράγματα ανάμεσα στις φρέσκες μπάντες που μπορεί να δει κανείς, γι’ αυτό και βρεθήκαμε εκεί μπροστά τους. Το ίδιο έγινε και τώρα, η ενέργειά τους ήταν ξανά στα ύψη, η μπάντα θέριζε παικτικά και μέσα σε όλα αυτά, η απολαυστική σκηνική παρουσία του τραγουδιστή τους Sebastian Murphy. To πιο cool ρεμάλι που κυκλοφορεί στην αγορά αυτή τη στιγμή, ερμηνεύει με πάθος μα ταυτόχρονα και χωρίς να δείχνει να τον νοιάζει ιδιαίτερα αν θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, δείχνει σαν η συναυλία να είναι μία καλή ευκαιρία για εκείνον να πιει τζάμπα μπύρες, ενίοτε να λούζεται μ’ αυτές όταν νοιώσει την ανάγκη. Βέβαια, η μπάντα από πίσω του δίνει πόνο, μπολιάζοντας ένα πανκ ροκ με ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, motorik ρυθμούς και free jazz ξεσπάσματα από τον σαξοφωνίστα, φτάνοντας ουκ ολίγες φορές σε κορυφώσεις που μετατρέπονται σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού από το κοινό. Περίφημο ξεκίνημα για μια βραδιά που προμηνυόταν εξαιρετική.
Μείναμε να δούμε ένα μέρος του σετ των Interpol για την ιστορία, επειδή έχουμε αγαπήσει ιδιαίτερα το γκρουπ στο παρελθόν κι εξακολουθούμε να το παρακολουθούμε ακόμα σε κάθε νέο του βήμα, παρότι δεν είναι πλέον στην ίδια φόρμα με παλιότερα – κι αν και δεν καταθέτουν σήμερα κακές δουλειές, ταυτόχρονα ούτε δηλώνονται οι νέες τους κινήσεις σαν αξιόλογα βήματα που κερδίζουν πόντους σε δημοσιεύματα και κριτικές. Το ξεκίνημα τους ήταν εμφανώς μουδιασμένο, με το ‘Toni’ από το νέο τους άλμπουμ να δείχνει ένα γκρουπ που ούτε λίγο ούτε πολύ, σερνόταν. Με το επόμενο ‘Obstacle 1’ τα πράγματα ήταν εμφανώς καλύτερα και γίνονταν ολοένα περισσότερο δεμένα, αποκαλύπτοντας το συγκρότημα του οποίου ξέρουμε τη δυναμική εδώ και 20 περίπου χρόνια, τόσο στον μουσικό τομέα όσο και επάνω στη σκηνή. Συνέχισαν ακριβώς έτσι, όπως μας επιβεβαίωσαν αξιόπιστες πηγές, κερδίζοντας τον κόσμο που αγνόησε ό,τι άλλο συνέβαινε στο φεστιβάλ κι έμεινε καρφωμένο μπροστά τους να δει ολόκληρο το σετ. Έπαιξαν 18 κομμάτια, τα πιο πολλά από τα οποία είναι highlights της καριέρας τους, και υπενθύμισαν ότι εξακολουθούν να είναι μία υπολογίσιμη ροκ δύναμη για όσους έχουν ακόμα τη διάθεση να αφουγκραστούν τη μουσική τους.
Όσο όμως και να ήθελα να ακούσω περισσότερη ώρα τους Interpol, το γεγονός ότι οι Echo & The Bunnymen θα ξεκινούσαν στη σκηνή της Πλατείας Νερού δε μου άφηνε πολλά περιθώρια, έπρεπε να βρίσκομαι εκεί μπροστά τους πάση θυσία. Η μπάντα του Mac και του Will είναι τα τελευταία χρόνια μια μηχανή που γυρίζει εκεί έξω και βγάζει χρήματα για τα προς το ζην, ενίοτε βγάζει και κανένα δίσκο που όμως δεν προσθέτει τίποτα στην υπάρχουσα δισκογραφία τους. Γενικά πρόκειται για μια παρέα από κουρασμένα παλικάρια που γλεντάνε το παρελθόν τους, κατά δύναμιν πάντα, και προσφέρει νοσταλγία που χαρίζει ευφορία στους φανατικούς τους οπαδούς – και όχι μόνο βέβαια. Έχοντας τους στο φεστιβάλ, πολλοί είχαν την τύχη να ακούσουν επιτέλους το καλύτερο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ σε ζωντανή εκτέλεση κι αρκετοί ακόμη να ακούσουν ξανά το ρεπερτόριό τους παιγμένο επαρκώς και με οριακή όρεξη. Ο Ian McCulloch ήταν αυτός που είναι πάντα, λίγο μανούρης, λίγο διεκπεραιωτικός, λίγο «θα κάνω ότι μπορώ να πιάσω τη φωνητική μου απόδοση του παρελθόντος» με αρκετή επιτυχία, όχι ότι δεν έχασε κάποιες κορυφές που ξέρουμε από τα τραγούδια του. Στο ‘Never Stop’ για παράδειγμα ή στο ‘The Cutter’ που έκλεισε θριαμβευτικά τη βραδιά, δεν οδήγησε τη φωνή του όσο ψηλά υπαγορεύει η στουντιακή εκτέλεση, αλλά σιγά κιόλας, δεν είμαστε εδώ να μοιράσουμε καταδίκες. Το δεδομένο είναι ότι μέσα σε ένα ημίφωτο σκηνικό, ατμοσφαιρικό και τόσο-όσο λειτουργικό, το γκρουπ έκανε μια σφαιρική περιήγηση στη δισκογραφία τους με καλοδιαλεγμένο υλικό που άρεσε σε όλους. Προσωπική ένσταση ότι θα μπορούσαν να παραλείψουν το ‘Bedbugs & Bullyhoo’ ή το ‘Flowers’ και να πουν στη θέση τους το ‘The Puppet’ ή το ‘With A Hip’, όχι για κανέναν άλλο λόγο μα επειδή μου αρέσουν περισσότερο. Κατά τη διάρκεια του ‘Nothing Lasts Forever’ επίσης, αξίζει να σημειώσουμε, παρέμβαλαν το ‘Walk On The Wild Side’ σαν φόρο τιμής, όπως συνηθίζουν να κάνουν σε όλη τους την καριέρα με διάφορα κομμάτια. Πάρα πολύ καλοί και χάρηκα που για μία ακόμη φορά ξανασυναντηθήκαμε. Και στα 90 τους να έρθουν, θα είμαι εκεί μπροστά τους, έστω και με πι!
Για τη συνέχεια, είχαμε το όνομα που έσκασε στο φετινό συναυλιακό τοπίο σαν πυροτέχνημα, από το πουθενά και κατά πώς φαίνεται, επίσης σαν πυροτέχνημα κάπου εκεί θα καταλήξει. Της ήρθε ξαφνικά της Siouxsie να βγει στο δρόμο και μπράβο της, να εξαργυρώσει το μύθο της και να αμειφθεί τα δέοντα. Δεκτό και θεμιτό, και θα είμαστε εκεί στο ραντεβού της! Τώρα αν θα ήταν σε θέση να ερμηνεύσει όπως τους αρμόζει τα τραγούδια της, είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Κι όπως αποδείχθηκε τελικά, από τις πρώτες της συναυλίες μετά την επιστροφή της μέχρι τη δική μας που μας ενδιαφέρει, δεν ήταν και στην καλύτερή της φόρμα. Σε γενικές γραμμές, στεκόταν καλά μα όχι σε όλα τα κομμάτια που τραγουδούσε, στο ‘Spellbound’ σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αποτυπώσει το μεγαλείο του δικού της παρελθόντος. Αν έμενε κανείς σε αυτό, ή την έκρινε για τη γερασμένη της εμφάνιση (λες και θα έπρεπε να μείνει σπίτι για πάντα από εδώ και στο εξής, προκειμένου να μην θιχθούν τα αισθητικά στάνταρ όποιων έχουν πρόβλημα με τέτοιου είδους ζητήματα), τότε μάλλον δεν θα όφειλε να βρίσκεται καν εκεί. Θεωρώ ότι τη Siouxsie την έβλεπες εν έτει 2023 σαν μία τελευταία ευκαιρία να ζήσεις ξανά κάποιες μουσικές περιπέτειες της εφηβείας και μετεφηβείας σου, όπως και να δοθεί παράλληλα η ευκαιρία σε κάποιες νεότερες γενιές να τη δουν, εφόσον την ανακάλυψαν πολύ αργότερα από τα χρόνια της βασιλείας της, λόγω ηλικίας. Τώρα, αν είσαι από εκείνους που απαιτείς υψηλές αποδόσεις από τη μεριά του καλλιτέχνη, τα τραγούδια να ερμηνεύονται αυστηρά από τα μέλη του γκρουπ που τα έγραψαν, οι όροι «νοσταλγία» και «αναψηλάφηση» να απουσιάζουν από την εξίσωση, τότε μάλλον βρισκόσουν σε λάθος μέρος εκείνη τη βραδιά…
Έτσι λοιπόν, η Siouxsie ανέβηκε στη σκηνή έχοντας κερδίσει τον αγώνα από τα αποδυτήρια, κι αν κάποιοι έφυγαν χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί, το πρόβλημα ήταν μάλλον δικό τους και όχι του headlining ονόματος. Στην τελική, εκείνη είναι που πήγε την επόμενη γελώντας μέχρι την τράπεζα! Όποιος επομένως βρισκόταν εκεί για να ακούσει πέντε (που λέει ο λόγος) αγαπημένα τραγούδια και να περάσει καλά, πήρε ακριβώς αυτό κι έφυγε ευχαριστημένος για να πάει να πιει κι ένα ποτό. Αν ήσουν εκεί για να διυλίσεις τον κώνωπα, είχες μπόλικο υλικό και πιθανώς και πρόθυμα αυτιά να σε ακούσουν. Εγώ έμεινα να ακούσω αγαπημένη μουσική και να περάσω καλά για μιάμιση ώρα. Κι αυτό ακριβώς έκανα, με μία Siouxsie σε μεγάλα κέφια, με πολύ καλή μπάντα πίσω της, και 17 κομμάτια από τις ημέρες της με τους Banshees κατά κύριο λόγο, αλλά και από το σόλο άλμπουμ της, δύο ψιλοαναμενόμενες διασκευές (στα ‘Dear Prudence’ και ‘The Passenger’), μέχρι κι ένα κομμάτι από τις ημέρες της με τον πρώην άντρα της, τον Budgie, στους Creatures είπε. Όταν επομένως έγινε το ξεκίνημα με το ‘Night Shift’, ο κανόνας είχε τεθεί εξ αρχής για τα όσα θα ακολουθούσαν, και δε θυμάμαι να έγινε κάποια αισθητή παρέκκλιση. Κάθε άλλο, με την ώρα εντυπωσιακά visuals προστέθηκαν στο φόντο και πραγματικά δεν ήξερες που να κοιτάξεις, τις γιγαντοοθόνες, τη μπάντα, ή την αεικίνητη Siouxsie που έδειχνε να το διασκεδάζει και με το παραπάνω. Έκανε ότι μπορούσε για να σταθεί στο ύψος της φωνητικά, δεν το κατάφερνε πάντα, αλλά είπαμε, καλοκαιράκι έχουμε, οι προσδοκίες ίσως να είναι και λίγο χαμηλότερα από συνήθως, εδώ που τα λέμε.
Παρατήρησα στιγμές αμηχανίας στο κοινό σε κομμάτια που δεν γνωρίζει ιδιαίτερα ή και καθόλου, όσα δεν ήταν των Banshees με άλλα λόγια, λογική αντίδραση που υποψιάζομαι συμβαίνει οπουδήποτε εμφανίζεται εσχάτως, αλλά αρκούσε να επιστρέψει στο ρεπερτόριο της θρυλικής μπάντας της για να ανέβει το θερμόμετρο ξανά, που λέει και το κλισέ. Από το ξεκίνημα του ‘Night Shift’ μέχρι το κλείσιμο του ‘Spellbound’, υπήρξαν ελάχιστα σκαμπανεβάσματα και κυρίως κορυφές, που ποικίλουν ανάλογα τα γούστα και τα βιώματα, με προσωπικά αγαπημένα το ‘Kiss Them For Me’, το ‘Happy House’ και το ‘Israel’ (με τον ανατριχιαστικό ήχο της κιθάρας που καθορίζει κατ’ εμέ το post punk ιδίωμα). Όχι ότι τα υπόλοιπα υστερούσαν ασφαλώς. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο τέλος, χαιρετηθήκαμε για τελευταία φορά ίσως, με αναμνήσεις καλά φυλαγμένες στην καρδιά μας και στο μυαλό μας. Αντίο λοιπόν Siouxsie, ήσουν, είσαι και θα είσαι για πάντα Θεά!
Η Ελένη Φουντή γράφει:
Siouxsie sends you spinning, you have no choice
Μύλος Θεσσαλονίκη, 1999: Περιμέναμε έξω από το κλαμπ και έβρεχε καταρρακτωδώς. Εγώ καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που το αποφάσισα να πάω, άναβα το ένα gauloises πίσω από το άλλο (σωτήριο το ότι κάπνιζα τότε) και κάθε τρεις και λίγο μουρμούριζα “αν δεν ανοίξουν οι πόρτες σε δέκα λεπτά έφυγα, είμαι και μιας ηλικίας πια· δεν είμαι δεκαοχτώ να περιμένω όρθια μέσα στο αγιάζι κανέναν και καμία Σούζι". Έτσι είναι αυτά. Διάτρητα φτερά αυτοπεποίθησης που δίνει η συνειδητοποιημένη νεότητα, όταν η πρώτη φάση της είναι πίσω, αλλά το ισοζύγιό της με την εμπειρία δεν έχει ισορροπήσει ακόμα. Νομίζεις ότι επειδή περνάς τα φοιτητικά σου χρόνια (και) στο τζαζ μπαρ, το κλαμπ και την αποθήκη του Μύλου έχεις οριοθετήσει με ασφάλεια πια τις προσδοκίες σου. Αλλά φευ, ο δρόμος έχει πολλή ιστορία μπροστά.
Φερ’ ειπείν, στη φάση αυτή δεν έχεις εμπεδώσει ακόμα ότι οσάκις σε τρέχουν τρέχεις στον επόμενο γκοθά/πανκιό σε συναυλία, παίρνεις πακέτο και ένα τεράστιο ρίσκο πανωλεθριάμβου. Αυτό το ξέρουν και οι πέτρες, κάποιοι, δε, το έχουν αναγάγει και σε ευκταία κατάσταση, μαγεία της φάσης και τα συναφή γιατί ο καθένας πορεύεται με ό,τι έχει και σωστά, αλλά εγώ περιμένω να αποδίδουν όλοι στη σκηνή και δεν με νοιάζει να θεωρηθώ uncool γι’ αυτό. Ανοίγω παρένθεση - τώρα μεταξύ μας, κάτι τελειωμένα λαϊβάκια που ζήσαμε στα 90s σε Zero, X κλπ και κοροϊδευόμασταν ότι σώζαμε το ροκενρόλ ήταν μούρλια, ας τα εξαιρέσουμε ως ειδικό subgenre και άλλωστε δεν μπορούν να εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία οι Bauhaus στο Release πέρυσι (ευτυχώς αυτή την καραμπόλα την απέφυγα). Καθόλου δεν με νοιάζει λοιπόν, ωστόσο το 1999 είχα ακόμα άγνοια κινδύνου επί του θέματος (πχ δεν είχα δει ακόμα live τους Fall) και ίσως δεν συνειδητοποιούσα πόσο ξεχωριστή είναι η περίπτωση Siouxsie Sioux σε αυτό το ντισκούρ. Εξ ου και απειλούσα να φύγω, ασχέτως αν το ένστικτο της μουσικής μου αυτοσυντήρησης με κρατούσε βιδωμένη έξω από το κλαμπ να γίνομαι λούτσα, έστω βρίζοντας.
Ξεχωριστή ως performer, για την αντίληψή της στη σύνθεση και για τα λάιβ της. Ποτέ το post-punk (για το punk πιο πριν δεν το συζητάμε) δεν απαίτησε ιδιαίτερες φωνητικές ικανότητες, όμως η Siouxsie τις είχε. Θα μπορούσε να επιπλεύσει ανάμεσα στη μετριότητα και μόνο με το γεωμετρικό smokey μακιγιάζ της, αλλά έχει και φωνάρα. Ice Queen με σπάνια έκταση, φωνή με κότσια, τσαμπουκά και οπερετικές προεκτάσεις μαζί, χροιά πουλιού και ψυχρού μετάλλου.
Αλλά και μια συνθέτρια με τρομερά προχωρημένη και ανατρεπτική αντίληψη για τα δεδομένα του περιχαρακωμένου post-punk, το οποίο έσυρε μέχρι το goth και τόλμησε να μολύνει με avant/neo-pop, tribal στοιχεία, μέχρι και exotica (τι ωραίο το “Miss The Girl” των Creatures). Πολύ απλά, για τη Σούζι δεν ήταν αυτοσκοπός η επιθετικότητα και η μαυρίλα, διαφορετικά ίσως να μην είχε βγει ποτέ το “A Kiss In The Dreamhouse” (για να μην μιλήσω για τη συνέχεια). Μαζί με τους Banshees δημιούργησαν ένα καλλιτεχνικό ρεύμα με πρώτη ύλη μια πλατφόρμα διαμαρτυρίας μανουριασμένων εφήβων κι αυτό είναι εξίσου πολύτιμο και αμφιλεγόμενο και εν τέλει μια νοοτροπία που βγάζει η ίδια ως performer στη σκηνή. Δεν πας στα λάιβ της τρέμοντας τυχόν στραπάτσο καθ’ οδόν επειδή post-punk είσαι. Όχι ότι δεν είχε κι αυτή κατά καιρούς τα flops της, τα είχε, αλλά εκ του αποτελέσματος. Η συμφωνία με το κοινό είναι άλλη, γι’ αυτό είναι σπουδαίο να έχεις δει τη Σούζι στη σκηνή στα πολύ καλά της.
Και για να μην μακρηγορώ περισσότερο για τα παλιά, το 1999 που την είδα εγώ ήταν στα πολύ καλά της. Περιμέναμε στη βροχή δύο ή δυόμισι ώρες μέχρι να διορθωθεί το επάρατο πρόβλημα του ήχου, αλλά διορθώθηκε και αποζημιωθήκαμε στο έπακρο. Η βασίλισσα του σκότους, της περιόδου των Creatures τότε, έδωσε συναυλιάρα. Γυρνώντας σπίτι χωρίς πνευμονία και ακριβώς την κατάλληλη ώρα ώστε να έχει βγάλει ο Μάκης ο μπουγατσάς τις πρώτες μπουγάτσες με κρέμα (Αθηνέζοι, ώρα να περάσετε διαφωτισμό σε κάποια ζητήματα ορολογίας, δεν νομίζετε;), σιγοτραγουδούσα following the footsteps of a rag doll dance we are entranced speeeeeellbound και σκεφτόμουν ότι άξιζε όλη η βροχή και ο μίνι τσακωμός με την κολλητή περιμένοντας (γιατί πώς αλλιώς να περάσει η ώρα;) κι ας μην ακούσαμε τίποτα από Banshees - μα τίποτα, δεν έπαιξε ούτε ένα “Happy House” για ξεκάρφωμα (δεν σου ζητήσαμε το “Switch” και ουρανούς με τα άστρα Σούζι) - και ότι αν ποτέ είχα ξανά την ευκαιρία να τη δω, θα έτρεχα. Ίσως έβαζα και eyeliner.
Περνώντας στα καινούρια, η ευκαιρία παρουσιάστηκε 24 χρόνια μετά (το Rockwave ενδιάμεσα δεν βόλεψε) αλλά ας είναι. Εν μέσω κλίματος μιας άνευ προηγουμένου καφενειακής μπουρδολογίας στο facebook περί τη σκοπιμότητα των συναυλιών, φεστιβάλ κλπ από διάφορους βασανισμένους αυτοχρισθέντες ινστρούχτορες στο πρότυπο old man yells at cloud και με συγκρότηση σκέψης που θα ζήλευε και ο μακαρίτης ο Αλέφαντος, η Siouxsie επέστρεφε μετά από 15 χρόνια (εξαιρώντας το ‘Yoko Ono's Meltdown’ του 2013), κάνοντας όλους αυτούς να μοιάζουν με Μικρά Αγόρια. Γιατί αυτό λογικά θα ήταν το τελευταίο χτύπημα, το τελευταίο χτύπημα, το τελευταίο χτύπημα, το οριστικό χτύπημα, κυριολεκτικά η τελευταία ευκαιρία να κλείσει ο κύκλος, ως προς το πώς το ένιωσα εγώ τουλάχιστον 24 χρόνια μετά.
Στην αποτίμηση της ίδιας της συναυλίας δεν θα επεκταθώ και πολύ. Με ενδιέφερε περισσότερο η ίδια η Siouxsie ως sui generis περίπτωση καλλιτέχνιδας στην κατηγορία της και ότι κάποια πράγματα είναι προσωπικά για τους ανθρώπους (ενδεχομένως περισσότερο από όσο θέλουν να το εκφράσουν). Χάρηκα που ξαναείδα τους Ladytron μετά από αρκετά χρόνια και τους βρήκα και πάλι σε μεγάλη φόρμα. Τα μπάσα ίσως ήταν λίγο ανεβασμένα, αλλά η Helen Marnie και η Mira Aroyo έσπασαν τον πάγο με το χαμόγελό τους. Ξανά Λίβερπουλ και Echo & The Bunnymen, ένα συγκρότημα με το οποίο δεν δέθηκα ποτέ ιδιαίτερα αλλά σέβομαι απεριόριστα και πάντα ήθελα να ακούσω σε συναυλία. Δεν τους λες φεστιβαλικούς, αλλά ήταν καταπληκτικοί και ο McCulloch ακούγεται σαν να μην έχει επιβαρυνθεί μέσα στα χρόνια. Αλλά στο “The Killing Moon” ήθελα περισσότερο έρεβος, να γίνουν μερικοί από το κοινό λυκάνθρωποι ει δυνατόν. Δεν έγιναν. Ήθελα να δω τους In Trance 95, δεν τα κατάφερα, ενώ δεν με ενδιέφερε να πάω στη σκηνή του Νιάρχος και εκεί τα κατάφερα τέλεια και δεν πήγα.
Η Siouxsie με το γαλάζιο φόρεμα, που ήταν φόρμα και που επί μισή ώρα πέρασα για λευκό, ήταν πραγματικά σαν βασίλισσα του πάγου. Με το φλεγματικό, ειρωνικό, ποτέ δήθεν χιούμορ της “γεια σας, πέρασε πολύς καιρός για να γυρίσω, but that’s everyone; it’s not just you”, άνετη (κάποια στιγμή εμφανίστηκε και ένα φλυτζάνι τσάι), γλυκιά και σκληρή όπου έκρινε, ήταν η ίδια η ιστορία μπροστά στα μάτια μας. Η φωνή της δεν κυριαρχεί πια, δεν σε καθίζει στο σκαμνί (ναι δεν είναι 30 και 40 χρονών, για δες κάτι πράγματα) και σε κανα δυό σημεία, στο “Cities In Dust” π.χ., δεν ήμουν σίγουρη αν ζοριζόταν ή βαριόταν. Από την άλλη πλευρά, τραγουδούσε με αφοπλιστική αυτοπεποίθηση, ήταν υπέροχη με την κιθάρα στο “Sin In My Heart”, μοίρασε “Juju” στο λαό (μαζί με “Mantaray” βέβαια, αλλά κατά μία έννοια καλά κάνει και στηρίζει και το νέο της υλικό), μοίρασε γενικώς best of και δεν θα μπω στη διαδικασία γιατί πχ το “Land’s End” και όχι το “Cascade”, γιατί τα χόρεψα και τα τραγούδησα όλα. Μοίρασε φιλάκια, κάποια μπινελίκια για τον καπνό που την ενοχλούσε, ήταν κούκλα, ήταν τεράστια, ήταν θεότητα.
Η Siouxsie δεν πρόσεξε τη φωνή της μέσα στα χρόνια. Την ξόδεψε, την χάρηκε, την τσαλαπάτησε, δική της είναι ό,τι ήθελε την έκανε τέλος πάντων. Και πάλι όμως η φωνή αντέχει και παρά τις ρωγμές μεταδίδει ακόμα αυτή την αίσθηση του μετέωρου ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερβατικό από την πρώτη νότα. Η Σούζι μας θύμισε ότι είναι μόνη της ένα κομμάτι του post-punk και εγώ ό,τι έψαχνα το βρήκα. Μόνο eyeliner δεν έβαλα αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα (και εξάλλου πού θα τα βάζαμε;)
Ο Άρης Καραμπεάζης γράφει:
Nothing ever lasts forever
Δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει πλήρως θεωρώ, αλλά τελικά εκεί στα δυσδιάκριτα όρια του ανεξάρτητου ροκ, στα σύνορα με το post punk, το indie και τις κοινοπολιτείες του alternative, αυτό που τελικά ισχύει είναι η «ενός ανδρός αρχή».
Εν προκειμένω η αφορμή για να το εμπεδώσουμε εκ νέου υπήρξε πάντως μία γυναίκα. Όχι μία τυχαία γυναίκα, ασφαλώς. Η Siouxsie, με όλους τους κατά καιρούς επιθετικούς χαρακτηρισμούς που την συνοδεύουν, θρυλείται σε περισσότερες από τουλάχιστον δέκα έγκριτες new wave/rock βιογραφίες ότι είχε κάτσε σήκω/σήκω κάτσε έναν ολάκερο Robert Smith, και μάλιστα τον υπέβαλλε και σε ένα είδος ιδιόμορφου rock ‘n’ roll bulling κάποτε. Είναι συνεπώς δυνατόν να την διαγράψουμε έτσι με τη μία επειδή σε μια εμφάνιση της στα 65 της έτυχε να μην έχει φωνή/κουράγιο/αντοχές;
Ασφαλώς και δεν είναι. Όσο και αν πρέπει κάθε τόσο να διαγράφουμε rock ‘n’ roll ήρωες, απλώς και μόνο για να δημιουργούμε χώρο για καινούργιους. Καθώς όμως καινούργιοι δεν εμφανίζονται στην πιάτσα τόσο συχνά πλέον (και κυρίως τόσο έντονα), τότε καλά θα κάνουμε να περιχαρακώνουμε τους υπάρχοντες με τα ελαττώματα του γήρατος, κοινά για όλους μας άλλωστε.
Είναι δεδομένο ότι όλα αυτά είναι κάποια από τα τελευταία πάρε -δώσε μας μαζί τους, και ότι δεν θα μας ξαναενοχλήσουν. Και δεν χάθηκε και ο κόσμος και να το κάνουν δηλαδή. Η Siouxsie ας πούμε, μας είχε αφήσει στην ησυχία μας για μια δεκαετία τουλάχιστον, και παρότι δεν είδα να λείπει σε πολλές και σε πολλούς όλα αυτά τα χρόνια, εν τούτοις και μόνο η αύρα της ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει έστω και στιγμιαία το σύνδρομο στέρησης, το οποίο ορθά διακρίνει τον ροκ οπαδό από τον ροκ περαστικό.
Αποχαιρετώντας τους πιστούς της με το ‘Passenger’, το τραγούδι δηλαδή εκείνο που είναι ικανό να σώσει την οποιαδήποτε παρ’ ολίγον χαμένη rock’n’ roll παρτίδα, με τρόπο που σε κάνει να πιστεύεις ψευδώς ότι τίποτε δεν έχει χαθεί ακόμη, η Siouxsie άφησε κάποιους με ακόμη περισσότερες ενοχές για το ότι αποκαλούσαν την Tina Turner γιαγιά του ροκ από τα 40 της, και κάποιους άλλους λίγο περισσότερο έντρομους για το ότι βρίσκονται ήδη τόσο μακριά από τα 40, ώστε τα θεωρούν μια ανησυχητικά ύστερη φάση της νεότητας.
Λίγο νωρίτερα, δεν είχε εν τέλει καταφέρει να ανταποκριθεί στο ελάχιστο σε ένα δικό της τραγούδι το οποίο, επάνω στην αιώνια αλληγορία της Πομπηίας περιγράφει αριστοτεχνικά την επίδραση που ασκούν στη ζωή των ανθρώπων τα κάθε είδους συντρίμμια του παρελθόντος. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα νιώσω τέτοια απογοήτευση ακούγοντας το ‘Cities In Dust’, αλλά ως γνωστόν όλα μπορούν να συμβούν και να μη συμβούν.
Καλώς ή κακώς η Siouxsie του 2023 το τραγουδάει σαν να είναι η ίδια θαμμένη κάτω από αυτά τα συντρίμμια και σαν να ακούει την φωνή της να προσπαθεί να βγει από αυτά, αλλά να μην το καταφέρνει, σαν την αίσθηση δηλαδή που είχε όταν επισκέφτηκε τα συντρίμμια της αρχαίας θαμμένης πόλης και εμπνεύστηκε ένα από τα δέκα σπουδαιότερα τραγούδια του post punk/new wave.
Επανέρχεται το γνωστό ερώτημα. Έχουν σημασία όλα αυτά για ένα τέτοιου μεγέθους icon όπως η Siouxsie Sioux ή τελικά (όπως υποστηρίζεται έντονα ως άποψη, όχι παντελώς αδικαιολόγητα θεωρώ) απλώς θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι που έστω και για λίγη ώρα βρέθηκε απλώς να αναπνέει στα 15-20-50-300 μέτρα από τον καθένα από εμάς (ανάλογα με τη θέση μας στην αρένα δηλαδή);
Και έχουν και δεν έχουν σημασία, όπως είχαμε πει και πέρσι με τον Iggy Pop. Η Siouxsie ασφαλώς και πρέπει να μπορεί να τραγουδάει, ως τραγουδίστρια που είναι, όπως ορθά είδα να σχολιάζεται κάπου. Στοιχειώδες κύριε Bob Dylan μου, αλλά δεν μπορεί κάθε φορά που κάποια/κάποιος δεν μπορεί πλέον να τραγουδήσει, να είσαι εσύ το άλλοθι.
Ο Iggy Pop πέρσι ήταν σε εμφανώς όχι καλή φυσική κατάσταση (ερείπιο, για να μην το πούμε ευγενικά) και με αυτό τον τρόπο κατάφερε/υποχρεώθηκε να δημιουργήσει μια διαφορετική rock ‘n’ roll συνθήκη, ίσως την πλέον αταίριαστη με τον αιχμηρό και επικίνδυνο χαρακτήρα, που όχι μόνο πρέσβευε πάντοτε, αλλά και που εν πολλοίς ο ίδιος γέννησε και παρέδωσε στην ροκ μυθολογία. Συνεπώς, είτε του ταιριάζει, είτε όχι, η rock ‘n’ roll συμπάθεια, είναι προαπαιτούμενο του rock ‘n’ roll σεβασμού, το οποίο επικαλούνται και επικαλούμαστε όλοι, όσοι - άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο - αισθανόμαστε την ανάγκη να δικαιολογήσουμε την απουσία κινδύνου από το σήμερα των rock’ n’ roll ηρώων μας.
Σε αντίθεση με τον Iggy του 2022, η Siouxsie του 2023, δείχνει τουλάχιστον να είναι σε καλή φυσική και σωματική κατάσταση. Η αύρα της, που λέγαμε, είναι ούτως ή άλλως τεράστια, ένα νεύμα της αρκεί για να παρασύρει το κοινό της εκεί που ακριβώς θέλουν αμφότεροι, και η μπάντα που την συνοδεύει είναι υπεράνω κάθε υποψίας. Γενικώς όλα ήταν στη θέση που θα μπορούσαν να είναι. Δεν είμαστε στο 1981 να περιμένουμε να πεταχτεί από κάπου ο Budgie με το μαχαίρι στα δόντια, παρότι κάτι μου λέει ότι η παρουσία του στο 2023, έστω και χωρίς μαχαίρια, θα είχε να αλλάξει πολλά πράγματα στο ρυθμό αυτής της συναυλίας.
Μιας συναυλίας δηλαδή, που το κύριο πρόβλημα της ήταν το ότι κύλησε σε ένα υποφερτό μεν, κάθε άλλο παρά συναρπαστικό δε, slow motion, και ενώ το replay ήταν ούτως ή άλλως δεδομένο από τα πριν.
Τα δέκα χρόνια απουσίας από τις σκηνές δεν είναι άμοιρα ευθυνών γι’ αυτό. Δεν είναι ακριβώς ότι η Siouxsie το «έχει χάσει» δηλαδή… Θα λέγαμε ότι παραδόξως για έναν καλλιτέχνη σε αυτή την ηλικία, «δεν το έχει ξαναβρεί ακόμη» (κάθε παραλληλισμός με περιπτώσεις τύπου Μπίσεσβαρ, δεν θα γίνει αποδεκτός, φτάνει πια με την ποδοσφαιροποίηση της μουσικής). Ποιος ξέρει… του παραχρόνου μπορεί να μας επιστρέψει και να μας κάνει να παραμιλάμε (λέμε τώρα)
Και είναι ακόμη πιο παράδοξο το ότι όλα αυτά (δεν) συνέβησαν, ενώ το setlist ήταν πολύ κοντά στο ιδανικό, παρά τις επιμέρους προσθήκες/αφαιρέσεις που θα έκανε ο καθένας από εμάς, όπως σε κάθε συναφή περίσταση. Τα τραγούδια ήταν εκεί, ατόφια και άφθαρτα, και ήρθαν το ένα μετά το άλλο. Και η αλήθεια είναι ότι εν πολλοίς, μόνα τους ‘σήκωσαν’ τη συναυλία, εκεί που δεν μπόρεσε να την πάει η ίδια η δημιουργός/ ερμηνεύτρια τους.
Την είχα δει κάπου στα 90s στις Συκιές, στη συνέχεια στο Μύλο με τους Creatures… νομίζω και σε ένα Rockwave, αυτό δεν το θυμάμαι καλά. Το live που μου έχει μείνει περισσότερο ήταν αυτό του Μύλου, καθώς η ίδια έμοιαζε απελευθερωμένη από τον μύθο των Banshees και έδινε επιθετικό σώου, δείχνοντας και όντας ασταμάτητη.
Το προχθεσινό μου φάνηκε σαν ένας πρώτης τάξεως αποχαιρετισμός προς την ίδια. Συγκινητικός, προσεγμένος σε κάθε λεπτομέρεια, πολυκαιρισμένος, αλλά όχι φθαρμένος, αλλά πάντως αποχαιρετισμός. Συνηθισμένα πράγματα, έχουμε μπει από πολλών ετών μπει στην μουσική εποχή των αποχαιρετισμών, αναμένοντας αυτήν των παγετώνων, που διαρκώς αναβάλλεται μεν, αλλά που η φερόμενη ως Ice Queen την έφερε ένα- δυο βήματα πιο κοντά.
Ποια η θέση του Ian McCulloch και των Echo And The Bunnymen απέναντι σε όλα αυτά; Το προφανές. Απλοποιούν τα πράγματα μέχρι εκεί που δεν πάει και θριαμβεύουν κατά το σύνηθες.
Παρατάσσονται στο σκοτάδι, με τρόπο που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει την ηλικία τους και το βάρος που φέρουν στις πλάτες τους (ή και αλλού), και κυρίως, τα κάνουν όλα αυτά με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο, σε αντίθεση με τους Jesus And Mary Chain, που αρνούνται να παύσουν να μας υπενθυμίζουν ότι για αυτούς ως κοινό είμαστε μία αγγαρεία από την οποία ποτέ δεν μπορούν να ξεφύγουν.
Η σπουδαιότερη ροκ μπάντα που βγήκε ποτέ από το Λίβερπουλ (αυτοί τα λένε, όχι εμείς) στάθηκε στην σκηνή του Release όχι σαν να μην υπάρχει αύριο, αλλά σαν να μην υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο προχθές, το χθες και το σήμερα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος τα αποκαλούμενα nostalgia acts να έχουν μία θέση και πέραν της νοσταλγίας στο όποιο σήμερα. Και με την υπενθύμιση προς όλους ότι το μουσικό/ηχητικό σήμερα, κάθε άλλο προσδιορίζεται από την ηλικία αυτών που φέρονται να το πρεσβεύουν.
Απόδοση χωρίς ζενίθ και χωρίς ναδίρ, σταθερά στοχευμένοι στο να παραδώσουν στην pop μουσική την σκοτεινή ιδιοφυή υπόσταση που της υποσχέθηκαν από τότε που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, μακριά πλέον από το άγχος της κατάκτησης του κόσμου, αλλά με κάποιο τρόπο θρονιασμένοι στην κορυφή που οι ίδιοι επεφύλαξαν για τον εαυτό τους.
Έχουμε δει τους Echo σε διάφορες περιστάσεις και συνθήκες. Θυμάμαι πριν χρόνια που τους εμφάνισαν σχεδόν τελευταία στιγμή, κάτω από μια πρόχειρη τέντα, και ενώ από έξω μαίνονταν καύσωνες. Λίγοι είχαν ασχοληθεί τότε να βρεθούν μπροστά στη σκηνή μέχρι να ξεκινήσουν, αργότερα κάτι έγινε. Η τυραννία της νοσταλγίας δεν είχε ξεκινήσει ακόμη. Τώρα που ξεκίνησε, οι Echo & the Bunnymen την προσπερνάνε με την άνεση αυτών των οποίων τα μέτρια τραγούδια, όχι απλώς κέρδισαν την μάχη με το χρόνο, αλλά κατάφεραν να εξελιχθούν και αυτά σε αριστουργήματα (‘Lips Like Sugar’).
Εννοείται ότι θα προτιμούσα να τους έβλεπα και πάλι σε ένα κλειστό club, και ότι μια αχανής φεστιβαλική σκηνή, παρότι δεν αφαιρεί επί της ουσίας, εν τούτοις περιορίζει σε κάτι τόσο τον μύθο, όσο και την ουσιαστική τους υπόσταση. Και αυτό έχει να κάνει και με τα χρονικά περιθώρια. Εκείνη η εμφάνιση στο Principal προ πολλών ετών, που από ένα σημείο και μετά είχαμε όλοι την αίσθηση ότι δεν θα τελειώσει ποτέ, το απέδειξε θριαμβευτικά. Φεστιβαλικά μιλώντας πάντως, είκοσι χρόνια σχεδόν μετά το Primavera του 2005, οι Echo του Release 2023 είναι ένα πολύ καλύτερο live act.
Και αυτό από μόνο του είναι επίτευγμα στα όρια του εξωφρενικού, για δύο τύπους (και την παρέα τους) που αρνούνται να κάνουν πολλά-πολλά επί σκηνής για να ευχαριστήσουν το κοινό τους, εκτός από τα δύο βασικά πράγματα που ξέρουν να κάνουν καλύτερα από τους περισσότερους.
Και κάπου εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως η ευκαιρία που έχουμε να βλέπουμε ακόμη τον Will Sergeant να παίζει τέτοια κιθάρα… είναι από τα πράγματα που μάλλον πλημμελώς έχει εκτιμήσει ο καθένας από εμάς στην ροκ αποτίμηση της ζωής του. Προσωπικά τουλάχιστον κάθε φορά μένω το ίδιο άφωνος, και πιάνω εαυτόν να μην παρακολουθεί για αρκετή ώρα, το στατικό μεγαλείο του Τεράστιου Ian, το οποίο πάντοτε με μαγνητίζει με την ίδια ένταση.
Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι, ότι οι Cure έχουν υπερβεί τα όρια του μύθου και παίζουν σε άλλες στρατόσφαιρες, αναρωτιέται κανείς τι θα είχε περισσότερο αξία. Να βρεθούν κάπου κοντά τους η Siouxsie και οι Echo ή να επιστρέψουν έστω και για λίγο οι ίδιοι στο σημείο εκείνο που το κοινό έχει ακόμη το δικαίωμα να αμφισβητεί τους ήρωες του. Που είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο ροκ των σταδίων και στο ανθρώπινο ροκ, ακόμη και όταν το τελευταίο καταφέρνει ακόμη και στάδια να γεμίζει. Ανεξαρτήτως δε μεγεθών, ευτυχώς για όλους μας, και οι τρεις προαναφερθέντες παραμένουν πάντοτε στα όρια του ανθρώπινου ροκ. Έστω και αν κανείς δεν τολμάει πλέον να αμφισβητήσει τους Cure. Ή μήπως όχι;
Ο Αντώνης Ξαγάς γράφει:
Αχχχχ καλοκαίρι. Μας περιμένουν οι χαρές της συναυλίας. Της… καθαρής συναυλίας. Και των καλών των σωστών ριβιού μιας συναυλίας (μεμοραμπίλια… γλάρου για εμάς τις μπούμερς η εισαγωγή).
Είναι σημείο των καιρών μας ότι η μουσική οδεύει προς την αποκατάσταση της ως ένα κοινοτικό φαινόμενο, μια αφορμή σύναξης του χωριού, της φυλής, όπως υπήρξε άλλωστε για αιώνες ανθρώπινης πορείας (και τούτο να συμβαίνει παράλληλα με την λαίλαπα της ναρκισσιστικής εγωπάθειας; Οξύμωρο; Όχι και τόσο, αν σκεφτεί κανείς ότι τα όποια κοινά ακούσματα δεν αποτελούν εχέγγυο ανθρώπινης ποιότητας και συνεννόησης, περισσότερο από π.χ. κοινές γαστρονομικές προτιμήσεις, «ααα σου αρέσουν κι εσένα τα γεμιστά χωρίς κιμά;»).
Η δισκογραφία από τη μεριά της έχει πάρει οριστικά την κάτω βόλτα (πλην συλλεκτών, φετιχιστών και εμπόρων), με τα αλγοριθμικά πίτουρα του Σποτιφάι δεν τρέφεται κανείς, ωστόσο οι συναυλίες ανθούν και βασιλεύουν. Είναι που τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, όπως λέει ο λαός, οπότε δεν χωράνε και δίσκους (ακόμη και βινυλίου 120 gr), οπότε ίσως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η γενικότερη στροφή από την συσσώρευση αντικειμένων στην συσσώρευση εμπειριών και αναμνήσεων -που θα γίνουν μετά ωραία αξιαγάπητα «ήμουν κι εγώ εκεί» στόριζ σε κάποιο κοινωνικό μύδι (μια τάση που έχει φτάσει μέχρι και τους λαϊκούς γάμους και τα δώρα τους, παλιά μάζευες ίδια ηλεκτρικά μαχαίρια και μίξερ, τώρα υποφέρεις ώρες… μασάζ και καλλωπισμού).
Μια πω νεωτερική καταναλωτική συνθήκη η οποία προφανώς δεν φέρει τίποτις το καινοτόμο πόσο μάλλον το εναλλακτικό (ίσως και το αντίθετο, θα έλεγα, αλλά ας μην το αναλύσουμε τώρα αυτό). Επίσης τα σάβανα δεν έχουν χώρο ούτε για εμπειρίες κι αναμνήσεις, αλλά ας μην μπούμε ούτε σε αυτή την ατραπό σκέψης.
Μια συνθήκη η οποία ωστόσο μπορεί να βιωθεί έως και ως αγχωτική: «εσύ θα λείπεις;», τίθεται επιτακτικά το ζήτημα. Τόσο που θέλω να φωνάξω αυθόρμητα, ναι ρε, θα λείπω (κι αυτή η ανάγκη να εξηγήσεις γιατί δεν θα πας, γιατί δεν θα κάνεις κάτι, ένα αντίστροφο στην ουσία FOMO -Fear of Missing Out, για όσους δεν κατέχουν την newspeak; «ώχου και δεν με νοιάζει» που έλεγε ο Σταυρίδης στην παλιά ταινία).
Σκέφτομαι επιπλέον πως η συναυλιακή συνθήκη δεν είναι ένας τόπος ευνοϊκός για τον/ην καλλιτέχνη. Και ούτε χώρος μιας συνολικής αισθητικής αποτίμησης. Ποτέ δεν ήταν… Γιατί η συναυλιακή, «ζωντανή» επάρκεια απαιτεί άλλα προσόντα. Μια θεατρική ικανότητα κυρίως. Το ταλέντο του «διασκεδαστή». Της αμεσότητας. Πέρα από ένα σωρό άλλες σταθμίσιμες ή αστάθμητες παραμέτρους, δυνατές και αδύνατες αναποδιές. Σκέφτομαι τη δημιουργό που είναι ντροπαλή, που είναι αγοραφοβικιά, που μπορεί να έχει μια κακή μέρα, μια ατυχία, για τον οποιονδήποτε, έως και τον πλέον πεζό λόγο.
Οπότε, υπό το πρίσμα αυτό, η αισθητική κρίση μιας συναυλίας πέραν της ιδίας per se, ως γεγονότος και συγκυρίας, έχει μονάχα τοπική χρονικά αξία (ίσως και ιστορική για τον ερευνητή του μέλλοντος), και κατά συνέπεια (και κατά κανόνα, ας μην ήμαστε απόλυτοι) δεν είναι καν μεταβιβάσιμη στην αξία του δημιουργού και του έργου του. Θα αλλάξει π.χ. η άποψή μου ότι το «Brazilia» είναι από τα σπουδαιότερα ελληνικά ελέκτρο κομμάτια, το γεγονός ότι η ομιχλώδης συνθετική του ατμοσφαιρικότητα διαλύθηκε υπό τις ακτίνες ενός αδυσώπητου ήλιου σε μια αχανή σκηνή, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των δύο In Trance 95; Δεν είναι κι όλες οι σκηνές για όλες και όλους, κάτι που μπορεί να ισχύει από μεμονωμένους μουσικούς μέχρι και ολόκληρα είδη (τα έχει εξηγήσει πολύ ωραία αυτά ο David Byrne στο «How music works»).
Στην πραγματικότητα, μπορεί κι εδώ να βρει εφαρμογή το ρητό ‘it takes two to tango’, κατά συνέπεια τη συναυλία τη δίνει με ένα σημαντικό ποσοστό συμβολής… το ίδιο το κοινό. Το οποίο προσέρχεται με τις δικές του αποσκευές, αναμνήσεις, προκαταλήψεις, εμπάθειες, προσδοκίες, ακόμη και ιδεολογίες, και την απόλυτα προσωπική, ερμητική κι επίσης μη-μεταβιβάσιμη μνήμη. Αν έχεις προαποφασίσει τι θες να δεις και που θα τοποθετήσεις τον πήχη, συνήθως περνάς καλά (που είναι κι ένα βασικό ζητούμενο, αν όχι το βασικότερο). Ακόμη κι αν σε πιάσει αναστοχαστική διάθεση, ακόμη κι αν μπλεχτείς (αναπόφευκτα;) σε παιχνίδια του νου ανάμεσα στο Τώρα και στο Παρελθόν, στον τρόπο που το Τώρα μετατρέπεται σε μνήμη και νέο παρελθόν, σε έναν αέναα αναπαραγόμενο κύκλο (ή ακριβέστερα, σπείρα;). Το πρόβλημα ανακύπτει εάν η όποια εξιδανίκευση και η αποθέωση έρθει σε μετωπική σύγκρουση με μια πιο τετριμμένη και πιο αντιηρωική και πιο «πραγματική» πραγματικότητα (sic).
Γενικά δεν έχω πολλά να προσθέσω ή να αφαιρέσω απ’ όσα έγραψαν παραπάνω οι συναδέλφισσες/οι. Να σημειώσω μόνο ότι δεν μπήκα στον πειρασμό των διλημματικών επιλογών που υπέβαλε η διοργάνωση, αν θα τρέχω δηλαδή ανάμεσα στην Πλατεία Νερού και στο Πετρελαιοφόρο Ίδρυμα. Ας χαθεί και κάτι, δεν πειράζει. Εν τέλει, νέα παιδιά είναι και οι Interpol (εντάξει, όχι και τόσο πια…) και οι Viagra Boys, καλά να ‘μαστε κι εμείς, σε κάμποσα χρονάκια μπορεί να τους ξαναδούμε σε κα’να Ηρώδειο με ορχήστρα ή σε κάποιο ίδρυμα άλλου μεγάλου εθνικού ευεργέτη.
Παρακολουθώντας λοιπόν στη σειρά επί σκηνής, τις Ladytron πρώτα (που μια χαρά στάθηκαν, απόλαυσα ειδικά τα κομμάτια με την βουλγάρικη ερμηνεία της Μίρα να δίνει έναν ευπρόσδεκτο τόνο εξωτισμού, αν και από τα πλέον πρόσφατα εξ αυτών απουσιάζει η σπίθα της ευφάνταστης έμπνευσης - σκέφτομαι και αυτοκριτικά ότι ποτέ δεν εξελίχθηκαν σε ένα πραγματικά σπουδαίο σχήμα), μετά ακούγοντας (μιας που δεν τους είδαμε και καθόλου) τους Echo & the Bunnymen και τέλος την Siouxsie… αναρωτιόμουν. Τι περιμένουμε τελικά από τον όποιο μουσικό επί σκηνής; Ένα ανεστραμμένο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, που θα μένει πάντα αγέραστο (μέχρι να γίνει… RIP) όσο εμείς χανόμαστε στις φθορές των ετών και μιας διαρκώς επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας; Μια αρυτίδωτη «αειθαλή» παρουσία κι ερμηνεία; Μια πιστή εκτέλεση των αγαπημένων μας ασμάτων; Αν ναι, γιατί μας χαλάνε τότε-και –τόσο- τα playback; Αν επιζητούμε τελειότητα και πιστότητα υπάρχουν και τα ηλεκτρονικά. Πάμε όλες μαζί στα απομεινάρια των Kraftwerk. Αφήστε τα ρομπότ να έρθουν κοντά μας. Μήπως να ξεπεράσουμε και το ξεπερασμένο(;) ταμπού «ο καλλιτέχνης είναι παρόν»; Λέμε τώρα…
Η Siouxsie λοιπόν είναι και σήμερα η Siouxsie. Είναι εδώ μπροστά μας, ‘γυμνή’ και αφοπλιστική, με τις ατέλειες και τις φθορές και τις ρυτίδες της, με τα λάθη και τις «αποτυχίες» της, με το τσαγανό της, χάρις στο οποίο στάθηκε και κυριάρχησε στον γεμάτο τεστοστερόνη χώρο του πανκ (ποστ και μη). Με ενοχλούν άραγε τα φάλτσα της, η φωνή που δεν μπορεί να σταθεί στις απαιτήσεις πολλών τραγουδιών; Ουδείς άσφαλτ(σ)ος και άσφαλτος που είχε πει κάποτε (και πολύ ορθά, αν και λοιδορήθηκε γι’ αυτό) η λαίδη Άντζελα. Άλλωστε, μεταξύ μας, σσσσς, ανέκαθεν φάλτσαρε η Siouxsie, κι από τα ακμαία της χρόνια ακόμη (όσοι είχαν δει και το DVD «Seven Year Itch» από το 2002, ήταν προϊδεασμένοι). Κι όσες μας συγκίνησε (και μας συγκινεί) η μουσική της (ή ακριβέστερα «τους», οι Banshees υπήρξαν συλλογικό εγχείρημα, η παρουσία καθοριστικών τύπων σαν τους δύο Γιάννηδες, του McKay και του μέγα John McGeoch, στις κιθάρες οφείλει να μην υποτιμάται), δεν ήταν για την όποια τελειότητα της παραγωγής (κατά το εσχάτως χύδην αναπαραγόμενο), η συναισθηματική δύναμη τραγουδιών όπως το «Night shift» και το «Arabian knights» (αμφότερα ένα συμπύκνωμα ορισμού τι εστί -ή τι ήτο- ποστ πανκ) είναι ανεξάρτητη από loud στουντιακά τερτίπια και εργαλεία autotune χειραγώγησης. Ήδη λοιπόν με αυτά τα δύο κομμάτια της αρχής με είχε καλύψει απόλυτα, είναι και που η πιο ύστερη περίοδος της/τους (αυτή που χονδρικά καλύπτεται από την «Twice upon a time» συλλογή), με λίγες χτυπητές εξαιρέσεις, δεν έφερε τις συγκινήσεις και το ενδιαφέρον της πρώτης. Κατά έναν τρόπο την είχα ήδη προϋπαντήσει αλλά και αποχαιρετήσει ταυτόχρονα. Όλα αυτά τα λάιβ και τούτης της συναυλιακής σαιζόν μου μοιάζουν και μικροί αποχαιρετισμοί. Κι ας μην ξέρεις ποτέ αν τούτη θα είναι η τελευταία φορά, ο χρόνος που περνάει γέρνει το ζύγι των πιθανοτήτων. Αμφότερων πλευρών.
(Kάποια στιγμή μακριά πίσω μας προς τον θαλασσινό ορίζοντα άρχισαν να σκάνε κάτι πυροτεχνήματα. Θα ήταν μια ονειρική συναστρία αν έπαιζε εκείνη τη στιγμή το «Fireworks». Όπως κι αν το ‘λεγε… Δεν όμως…)
(Οι φωτογραφίες είναι της Ελένης Φουντή και της διοργανώτριας)