Live στη Θεσσαλονίκη
H Μαριάννα Βασιλείου στην first της (και πιθανώς last) συναυλία των πάλαι ποτέ Γότθων. Το always από τον παλιό τους οριακό δίσκο μένει για τα τραγούδια...
Φαντάζομαι ότι η goth φάση είναι κάτι που το περνάει κάθε έφηβη με τόνους eyeliner στα μάτια, η οποία διαβάζει μετ’ επιτάσεως τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ, είναι ερωτευμένη με τον Brandon Lee ως Έρικ Ντρέιβεν στο «Κοράκι» του Άλεξ Πρόγιας και ακούει μανιωδώς Clan of Xymox, Bauhaus και Sisters of Mercy. Στους Sisters of Mercy είχα ειδικά μια αδυναμία επιπλέον, καθώς το “Marian” ήταν το πρώτο τραγούδι που ανακάλυψα ότι είχε τίτλο το όνομά μου. Ω της εφηβείας, ω.
Τα χρόνια πέρασαν, οι Sisters of Mercy έχουν μόνο τον Doktor Avalanche και τον Andrew Eldritch, το δε χαρακτηριστικό μαλλί του Eldritch έχει με τη σειρά του δώσει τη θέση του στο απόλυτο κενό, εγώ βρήκα κι άλλα τραγούδια που να έχουν το όνομά μου στον τίτλο τους (σιγά το δύσκολο θα μου πει κανείς, το όνομά σου είναι ο συνδυασμός των πιο συνηθισμένων γυναικείων ονομάτων στον δυτικό κόσμο). Οι Sisters of Mercy παραμένουν ωστόσο ένα από τα αρχετυπικά ονόματα –και μουσικά και οπτικά– της goth κουλτούρας, όσο και αν προσπάθησε ο Eldritch να αποστασιοποιηθεί από αυτήν. Κηρύσσοντας λοιπόν την έναρξη της συναυλιακής σεζόν 2019-2020, πολύ μεγάλος αριθμός –αν η συναυλία δεν έγινε sold out, σίγουρα κόντεψε– νεαρών τε και μεγαλυτέρων μαυροντυμένων από την κορυφή ως τα νύχια έδωσε το παρόν στο live των Sisters of Mercy, και για αισθητικούς και για ιστορικούς σίγουρα λόγους.
Τούτων λεχθέντων, το μαύρο φανελάκι με τις λευκές ρίγες που φορούσα εκείνο το βράδυ πιθανώς και να θεωρήθηκε χαρούμενο και πολύ φωτεινό για τη συναυλία των Sisters of Mercy από τους παρευρισκόμενους, μέχρι που εμφανίστηκε ο Andrew Eldritch στη σκηνή με φλούο μαύρο γυαλί (πραγματικά αμφιβάλλω αν υπάρχει κάπου μια φωτογραφία όπου να φαίνονται τα μάτια του) και κίτρινο νέον φανελάκι κάτω από το μαύρο (φυσικά…) πουκάμισό του. Χαρακτηριστικό του υποδόριου χιούμορ που κρύβεται μέσα στη μουσική του, αν μη τι άλλο. Μιλάμε για συγκρότημα που έχει διασκευάσει το “Gimme! Gimme! Gimme!” των ABBA, για όνομα του Θεού δηλαδή.
Πολλά προηχογραφημένα μέρη, καθόλου ξηρός πάγος όλως παραδόξως, η σπηλαιώδης, εντοσθιακή φωνή του Eldritch εκεί που ήταν πάντα και ο ίδιος παγερός και αποστασιοποιημένος από τα πάντα, ένας κιθαρίστας φτυστός ο Eldritch στα νιάτα του, ακόμα και στο μαλλί (ο κούκλος Ben Christo είναι ποζεράς χωρίς να καταντάει γελοίος –και όπως όλοι ξέρουμε, αυτή η γραμμή είναι λεπτότερη από κλωστή– και φλερτάρει με τα κορίτσια στην πρώτη σειρά όσο πρέπει), ένας ακόμα κιθαρίστας, ο Dylan Smith, εξίσου ωραίος και όσο πρέπει ποζεράς, ο Doktor Avalanche σταθερά στη θέση του, απλά με τη μορφή ενός Mac τώρα, αν διέκρινα σωστά.
Πολλοί γνωστοί και φίλοι δήλωσαν ότι δεν θα έρχονταν στη συναυλία, γιατί ζωντανά οι Sisters Of Mercy «δεν λένε και πολλά». Προφανώς και δεν αναμένω από μια τόσο αινιγματική προσωπικότητα όπως ο Eldritch να βγάλει τα σώψυχά του επί σκηνής – η αποστασιοποίηση άλλωστε αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της τραγουδοποιίας του. Ακόμα και σπαρακτικά σε επίπεδο στιχουργίας κομμάτια όπως το “More” (“I need all the love that I can't get”) αποδίδονται παγερά, χωρίς αυτό να έχει καμία επίπτωση στη συναισθηματική αξία της συναυλίας. Ειδικά όταν το σετ περιλαμβάνει και ακυκλοφόρητα κομμάτια και τα σημαντικότερα τραγούδια τους, και μάλιστα δεν διστάζει να παίξει με αυτά: από το θρυλικό “Lucretia, My Reflection” λείπει η χαρακτηριστική εισαγωγή και στο συνονόματό μου “Marian” είναι τόσο αλλαγμένη, σε σημείο που πρέπει να ακούσω τους πρώτους στίχους για να καταλάβω τα κομμάτια και από το “Temple of Love” τα οριακά φωνητικά της Ofra Haza δεν ακούγονται ούτε καν προηχογραφημένα – ίσως για λόγους δικαιωμάτων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακούγοντας κομμάτια όπως το “First and Last and Always” ή το “Dominion/Mother Russia” και ξεσηκώνεσαι και συνειδητοποιείς για ποιο λόγο οι Sisters of Mercy είναι τόσο καθοριστικοί για το post punk/darkwave κίνημα γενικά – όχι μόνο για τη gothic κοινότητα.
Εν κατακλείδι, τα αισθήματα δεν είναι ανάμεικτα, αλλά ξεκάθαρα. Οι Sisters of Mercy δεν είναι συναυλιακό συγκρότημα, αλλά δισκογραφικό. Και η όποια συγκίνηση προκύπτει από τις ζωντανές εμφανίσεις τους δεν πηγάζει από την σκηνική τους παρουσία ή από το πάθος τους επί σκηνής, αλλά από τα σπουδαία και σημαντικότατα τραγούδια που έχουν δημιουργήσει. Και αυτό αρκεί για να τους δει κανείς ζωντανά έστω μία φορά στη ζωή του. Για δεύτερη ή τρίτη φορά, το συζητάμε.
Υ.Γ. Και κάτι τελευταίο: κατανοώ την ανάγκη του καπνιστή να ανάψει τσιγάρο και τις αυξημένες θερμοκρασίες – αποκαλόκαιρο είναι ακόμα άλλωστε. Το να ανάβουν όμως τα φώτα σε έναν συναυλιακό χώρο και να υπάρχει γύρω σου ομίχλη από τον καπνό (κυριολεκτώ – πραγματικά περπάτησα μέσα σε ένα γκρίζο σύννεφο για βγω έξω από το Fix) μάλλον δείχνει ότι ο εξαερισμός χρειάζεται σέρβις. Ευελπιστώ δηλαδή να λειτούργησε, αν κρίνω από την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε και τις λιποθυμίες που σημειώθηκαν στο χώρο.
Όλη η συναυλία εδώ, για όποιον-α ενδιαφέρεται.