There’s always something happening, and it’s usually quiet loud
Μέχρι ψηλά στον αγγλικό βορρά (και χωρίς διαβατήριο ακόμη) έφτασε ο Άρης Καραμπεάζης για να δει ένα από τα ...βρετανικότερα όλων των βρετανικών συγκρότημα.
Εν έτει 2018, και μάλιστα προς το τέλος αυτού, κανείς δεν κάνει ολόκληρο ταξίδι στην Αγγλία για να δει τους Madness. Ειδικά αν είναι από την Ελλάδα και είχε δώσει το παρόν σε εκείνη την μάλλον «στεναχωρημένη» εμφάνιση τους στο Ejekt Festival του 2007, που πλέον την θυμόμαστε περισσότερο επειδή είδαμε τους μισούς Beastie Boys και όχι τους καθόλου Underworld. Εν πάση περιπτώσει όμως το τι κάνει και τι δεν κάνει ο καθένας είναι αυστηρά προσωπική του υπόθεση, άντε και ενός-δυο δικών του ανθρώπων.
Το ζήτημα είναι ότι παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις και ειρωνείες, οι Madness του 2018 καταφέρνουν και είναι ένα σχεδόν συναρπαστικό live act, και δικαιώνουν (ασφαλώς) τον Δημήτρη Κάζη, που σε ανύποπτο χρόνο τους τοποθέτησε στην (α)συνέχεια μιας αλυσίδας που εμπεριέχει τόσο τους XTC, όσο και τους Blur. Θα πρόσθετα και τους Sleafords Mods πλέον, καθώς σε όλη τη διάρκεια του live μόνο αυτοί μου έρχονταν στο μυαλό ως εκφραστές της όποιας σημερινής βρετανικής καθημερινότητας, που ασφαλώς πλέον δεν μπορεί να είναι όσο βρετανική θέλει (και δεν θέλει να είναι όσο βρετανική μπορεί ενίοτε).
Το κλειδί (ίσως) στην μάλλον χαώδη διαφορά ανάμεσα στην σκόρπια μπάντα που είχαμε δει και ακούσει το 2007 κάτω από τον ούτως ή άλλως ακατάλληλο για τέτοιες καταστάσεις αθηναϊκό ήλιο και την απολύτως συνειδητή και σφιχτή μετουσίωση τους στα τέλη του 2018, σε ένα Newcastle που φροντίζει να σκοτεινιάζει λίγο πριν από τις 5, είναι μεταξύ άλλων και το άλμπουμ ‘The Liberty Of Norton Folgate’, που παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα καλύτερα-χαμένα άλμπουμ των 00s.
Kαι που είχε βρει τους Madness (που στο ενδιάμεσο είχαν περάσει από τα 75.000 άτομα του Finsbury Park στο ...μιούζικαλ του ‘House Of Fun’) να συνειδητοποιούν και οι ίδιοι επιτέλους την αξία τους ως πολιτισμικό μέγεθος της post 70s Βρετανίας ισάξιο με αυτό των Clash, για παράδειγμα, με τη θέση των μύθων, των εξεγέρσεων και των θανάτων να την έχουν στην περίπτωση τους τα ακόρεστα καταναλωμένα hits, η reality tv και η μανία με τις χριστουγεννιάτικες περιοδείες. Μετά από 20 χρόνια όλα είναι όχι απλώς καλά, αλλά και σχεδόν ίδια, όπως πάνω-κάτω έλεγε και ένας γνωστός μας, άλλωστε.
Πόσα τραγούδια είχαν από αυτό τον δίσκο στο setlist τους το Σάββατο το βράδυ (και σε αυτήν την χριστουγεννιάτικη περιοδεία της ...ευτυχίας γενικά); Μόλις ένα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Το πνεύμα ήταν εκεί. Και το πνεύμα αυτό θέλει τους Madness να είναι πριν ακόμη το ξέρουν ένα concept συγκρότημα, χωρίς ευτυχώς στις περισσότερες των περιπτώσεων να έχουν την ανάγκη του concept άλμπουμ. Το ποιο είναι το concept στην περίπτωση τους είναι λίγο πολύ γνωστό, αλλά ευτυχώς όχι σαφώς προσδιορισμένο, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε βαρεθεί εδώ και δεκαετίες.
Οι σχεδόν δύο ώρες που διαρκεί το καλά μελετημένο (πλέον) show των Madness, στη διάρκεια του οποίου δεν εμφανίζονται ως μία upgraded wedding band, αλλά συγκρατούν, χωρίς να περιορίζουν, τα πάθη και τις αδυναμίες τους σε μία σκηνοθετική, αλλά όχι σκηνοθετημένη σε βαθμό που να ενοχλεί, άποψη περί του ποιοι ήταν, που πήγαν και κυρίως πώς πήγαν εκεί που δεν πήγαν αρκετοί ομότεχνοι τους που απολαμβάνουν σπουδαιότερου status σε τομείς περισσότερους, αλλά όχι απαραίτητα σπουδαιότερους, της pop μουσικής. Όχι και τόσο απλά πράγματα, αλλά στις μέρες μας η pop μουσική εξαναγκάζεται να είναι πολυδαίδαλη για να αποδείξει το μονοσήμαντο της ύπαρξης της. Οι Madness σε όλη αυτή την πορεία κατάφεραν και ανακάλυψαν ότι το μέλλον τoυς ήταν κάπου καλά θαμμένο στις παραγνωρισμένες στιγμές του παρελθόντος τους, και κάπως έτσι κατάφεραν και έφτασαν μέχρι εδώ.
Είσοδος με το ‘One Step Beyond’ και έξοδος με το ‘Madness’, τα δύο τεράστια δικά τους-μη δικά τους τραγούδια, από τις περιπτώσεις που κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια που αρχίζει και που τελειώνει η διασκευή, αλλά κυρίως και το επιπλέον δικαίωμα που γεννάται από αυτήν. Το οριστικό τέλος και σχεδόν με-αλλά-και χωρίς ανάσα μετά το δεύτερο εκ των ανωτέρω, έρχεται με το ‘Night Boat To Cairo’, ογκώδες και επιβλητικό και αυτό, με τα πνευστά να τραντάζουν την εντυπωσιακά επαγγελματική αρένα του Newcastle και τον Suggs να μην αφήνει καμία αμφιβολία πλέον σε όσους – έστω και για πρώτη φορά την αμέσως προηγούμενη ώρα- έμαθαν και συνειδητοποίησαν ότι είναι ένας τεράστιος performer.
Δεν είμαι σίγουρος αν είναι τόσο καλό το ότι οι πάντες αποχωρούν με το χαμόγελο στα χείλη, ενώ από τα μεγάφωνα ακούγεται, ως ύστατη εμμονή στην αλήθεια των κλισέ, το ‘Always Look On The Bright Side Of Life’ (ευτυχώς όχι στην εκτέλεση με τον Καφετζόπουλο, βέβαια). Φήμες υπάρχουν για κόσμο που αποχωρεί από συναυλίες του Bruce Springsteen (την επόμενη μέρα από αυτή που ξεκίνησε η συναυλία ασφαλώς), έχοντας πλέον την πεποίθηση ότι οι εργάτες είναι επιτέλους σωστά μαυρισμένοι από τα σολάριουμ και με καταθέσεις στην τράπεζα, οπότε δεν είναι να πιστεύουμε στις ψευδαισθήσεις της pop μουσικής.
Σε όλη την προηγούμενη διάρκεια ανάμεσα στα παραπάνω ακροτελεύτια της συναυλίας τραγούδια, παρακολουθούμε από την κερκίδα που βρίσκεται ακριβώς στην άλλη άκρη από την σκηνή, τις οθόνες, τα βίντεο και το εν γένει «ετοιματζίδικο» υλικό της βραδιάς, να παρακολουθούν με τη σειρά τους με ευταξία, αλλά και γεννώντας ενδιαφέρον για εμάς, τα επί σκηνής ζωντανά τεκταινόμενα. Δεν είναι διακριτό πλέον αν οι Madness ακόμη και στα πιο ελπιδοφόρα τραγούδια τους περιγράφουν μία Αγγλία που φεύγει ή μία Αγγλία που παραμένει παρότι θα έπρεπε να είχε φύγει. Το Brexit είναι στο μπροστά και στο πίσω μέρος του μυαλού όσων ακόμη και περιστασιακά βρέθηκαν στο νησί όπως και εμείς, και σκέφτομαι πως όταν στον έλεγχο διαβατηρίων μου είπε - όχι και τόσο χαμογελαστά- ο αστυνομικός «Γιατί συμπλήρωσες αυτό το έντυπο; Την τελευταία φορά που κοίταξα, η Ελλάδα ήταν στην Ε.Ε.», το να του απαντήσω «Εντάξει δεν πειράζει. Εγώ κοιτάω κάθε μέρα να δω αν είναι ακόμη η Αγγλία» ήταν μια εκ μέρους μου ένδειξη υπερβολικής πίστης στο βρετανικό φλέγμα.
Κάπου στη μέση της συναυλίας το ‘Bed And Breakfast Man’, εκ των αγαπημένων μου τραγουδιών των Madness και στην αλυσίδα ανάμεσα σε αυτό το τραγούδι των Kinks και σε εκείνο το τραγούδι των Blur, που πάντοτε μπερδεύω τους τίτλους τους, υπογραμμίζει την περίφημη λαϊκή σοφία του γκρουπ με τον πλέον περίφημο τρόπο (δηλαδή την έμφαση στα γελοία 80s πλήκτρα). Πριν αποχωρήσουν για encore κλπ έχουν κρατήσει... τετραπλέτα με ‘House Of Fun’- ‘Baggy Trousers’ – ‘Our House’ και ασφαλώς ‘It must Be Love’ σε απολύτως ξεδιάντροπα εορταστικό κλίμα και συνεπώς τι θα μπορούσε να μην πάει καλά; Ίσως βέβαια το ότι κανείς δεν πρόσεξε λίγο πρωτύτερα (όσο έπρεπε) το ‘Mr Apples’, από το ‘Can’t Touch Us Now’ του 2016, το τραγούδι που για δεκαετίες χρωστούσαν με τη σειρά τους στην αλυσίδα τραγουδιών από το ‘A Well Respected Man’ μέχρι το ‘Charmless Man’. Το ότι αυτά τα δύο τραγούδια εννοούσα και ακριβώς παραπάνω, δεν έχει καμία σημασία. Καθήκον της pop μουσικής είναι το να επαναλαμβάνεται.
Αυτά πάνω-κάτω με τους Madness. Κανείς δεν θεωρεί εν έτει 2018 ότι κάτι του διαφεύγει αν δεν τους έχει δει live, αλλά είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι εκεί έξω θα αναφωνήσουν και αυτοί με την σειρά τους «ευτυχώς που τους είδα live, δηλαδή», όπως αρκετοί έπραξαν το βράδυ του Σαββάτου. Επιπλέον, μία συναυλία των Madness είναι τελικά ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει και να τελειώσει κανείς τα Χριστούγεννα του την ίδια ακριβώς στιγμή, αλλά το τελευταίο είναι μάλλον απίθανο να του συμβεί. Οπότε υπομονή. Και ποτό, όπως σοφά μας επεσήμανε η φωτεινή οθόνη μίας μοντέρνας, αλλά οριακά μη hipster micro-pub αρκετές ώρες πριν στο αλκοολικό τρίγωνο του ευρύτερου Newcastle.
‘History Has Been Unkind To Madness’, είχε γράψει το Popmatters στο review του ‘Liberty…’ όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος. Και παρότι η ιστορία δεν ξαναγράφεται, ξέρουμε όλοι πολύ καλά πως κάθε τόσο αναθεωρείται. Κάτι είναι και αυτό, ειδικά για όσους αισθάνονται αδικημένοι, έστω και με πάνω από 20 Top-20 UK Hits στις πλάτες τους. Αν μη τι άλλο πρέπει να υπερασπιστούμε (για λίγο ακόμη) τα συγκροτήματα που έχουν ακόμη το σθένος να περιγράφουν τι συμβαίνει γύρω τους, έστω και αν στο τέλος χρειάζεται να απολογηθούν για αυτό. Είτε έχουμε να κάνουμε με τους Madness, είτε με τους Slayer. Τα συγκροτήματα δηλαδή που με τον έναν ή τον ακριβώς άλλο τρόπο είναι quiet loud.