Λίγο Release Ακόμη: Iggy Pop/ Liam Gallagher/ Pet Shop Boys/Sleaford Mods/Κωνσταντίνος Β
Αν δεν βαρεθήκατε να διαβάζετε απόψεις για το φεστιβάλ, δύο ακόμη με το πλεονέκτημα(;) της χρονικής απόστασης. Από τους Άρη Καραμπεάζη και Αντώνη Ξαγά
Κάπου στο λυκαυγές της προηγούμενης χιλιετίας, τα ‘φερε η μοίρα μου και βρέθηκα για κανά χρόνο στην Ρώμη της Ιταλίας (ωραία ξεκινάμε, στο θέμα). Μπλέκοντας με μια παρέα (πάνω/κάτω μουσικόφιλων) Ιταλών, και παρότι μόλις στα 21/22 μου χρόνια, είχα προλάβει να τους μυήσω σε αυτό που η ελληνική ροκ μουσικόφιλη κοινότητα ζει έντονα το τελευταίο εικοσαήμερο. Πράγμα που δεν μπορώ να διακρίνω αν σημαίνει ότι ήμουν τότε 20 χρόνια μπροστά ή είμαστε ακόμη 20 χρόνια πίσω σήμερα.
Κάθε που έσκαγε σε κάποιο centro sociale ένα όνομα τύπου Melt Banana, κατάφερνα να τους πείσω ότι αν δεν πάμε θα χάσουν μία από τις μεγαλύτερες συναυλιακές εμπειρίες της ζωής τους (και είχαμε ακόμη πολλή ζωή μπροστά μας τότε είναι αλήθεια). Και λέω θα χάσουν, γιατί εγώ πήγαινα όπως και να έχει.
Κάθε που έσκαγε σε κάποιο μεγάλο venue, μέχρι και στο Olimpico, κάποιο μεγάλο όνομα, και δη παλαιό και φθαρμένο (επισημαίνω ότι το 1999 θεωρούσα παλιούς και φθαρμένους ακόμη και τους Suede), προσπαθούσα να τους πείσω ότι είναι ανόητο να πηγαίνουμε στα ίδια και τα ίδια συνέχεια, και ότι το ροκ πρέπει να κοιτάει μπροστά, κι εμείς μαζί του, και άλλα τέτοια σπουδαία (για τότε).
Και πάνω - κάτω δυστυχώς τους έπειθα, και με αυτό τον τρόπο έχασα καμιά δεκαριά ονόματα (τουλάχιστον), τα οποία τώρα ντρέπομαι και να τα απαριθμήσω (R.E.M. included, που με κάτι τέτοια κατάφερα να μην τους έχω δει ποτέ.) Το ατυχές είναι ότι με έπεισαν και πήγαμε στους Red Hot Chili Peppers.
«Ma sei pazzo Aris? Non Andiamo ascoltare Iggy Pop? Lui e una Leggenda, Io Non L’ ho visto mai. Fino l’anno prossimo potrebbe essere morto!», με τριβέλιζε η Dorianna με την κατά τα άλλα υπέροχη ιταλική της εκφορά, που ήδη με είχε γοητεύσει tanto tanto tanto, που λέει και ο Jovannoti. Της είπα απλά ότι τον Iggy τον είχα δει το 1996 (άπειρα χρόνια πριν από το 2000 δηλαδή για κάποιον που είναι 22 χρονών) και κάπου εκεί τελείωσε η κουβέντα και πήγαμε στους U.S. Maple στο θρυλικό venue της Brancaleone, σε μια γειτονιά που ήταν κάτι σαν την Φιλοθέη της Ρώμης.
Εδώ που τα λέμε, βγήκα κερδισμένος. Οι U.S. Maple έχουν κυκλοφορήσει έναν από τους δέκα αγαπημένους μου δίσκους των 90s και ποτέ και πουθενά δεν τους ξανασυνάντησα να παίζουν live. Ελπίζω με την σειρά της και η D., καλή της ώρα εκεί που είναι, να κατάφερε μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια να δει τον Iggy Pop, κάποιον από τους επόμενους χρόνους που τελικά δεν πέθανε, και κάπως έτσι μία των ημερών να πεθάνουμε όλοι μας ευχαριστημένοι, και μετά από εμάς ας πεθάνει και ο Iggy.
Τι μας διδάσκει αυτή η ιστορία εκτός από την ατέλειωτη αυτοαναφορικότητα του αφηγητή της; Τίποτε περισσότερο από αυτό που ξέραμε ήδη, ότι δηλαδή η αλήθεια είναι συνήθως κάπου στη μέση, και όχι απαραίτητα εκεί που βρίσκεται το δίκαιο.
Ο Iggy Pop, μεγάλος μάγκας και περισσότερο περπατημένος από ότι το σύνολο των δικών του οπαδών και του David Bowie μαζί (αν τυχόν μπορεί κανείς να τους διαχωρίσει), ξέρει πολύ καλύτερα από εμάς σε ποια κατάσταση βρίσκεται, σε ποια κατάσταση δεν βρίσκεται, τι δεν μπορεί να μας δώσει, αλλά κυρίως τι πρέπει να μας δώσει για να μας βουλώσει το στόμα. Πιστεύει κανείς το αντίθετο;
Το απέδειξε πρώτα από όλα με τον τρόπο που έστησε (δόμησε) το set list του το βράδυ του Σαββάτου της 2ης μέρας του Ιούλη. Στα πέντε πρώτα τραγούδια είχαν ειπωθεί τα πάντα, θα μπορούσε να σηκωθεί και να φύγει, ανεξάρτητα από το αν θα δούλευαν τα μικρόφωνα ή όχι, και θα ήμασταν υποχρεωμένοι, και οι 10-12 χιλιάδες που ήμασταν εκεί από κάτω, να περάσουμε από το καμαρίνι και να του φιλήσουμε το χέρι σεβαστικά ένας-ένας. Ή ό,τι άλλο ήθελε και επέτρεπε να του κάνουμε τέλος πάντων.
Μπήκε με το ‘T.V. Eye’; Μπήκε. «Υποχρέωσε» την μπάντα του να το παίξει κολασμένα και με πάθος σαν να είναι η πρώτη φορά που ακούστηκε στον πλανήτη αυτό το οριακό τραγούδι της πανκ ροκ ευθύτητας; Σχεδόν τους εκβίασε να το κάνουν, θα λέγαμε, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα. Το έκανα αυτοί με την σειρά τους; Το παράκαναν απαντώ, σε όσους τυχόν δεν ήταν εκεί επειδή ο Ιggy των Stooges δεν υπάρχει πλέον στο φαντασιακό τους κάτοπτρο
Υπήρξε κάποιος που μετά από αυτό το κατακλυσμιαίο πεντάλεπτο έμεινε να προβληματίζεται ακόμη για το αν ο Iggy πάει ολοταχώς προς τα 80, κουτσαίνει, δεν του βγαίνει η φωνή, δεν του σηκώνεται το πουλί κλπ; Αν υπήρξε τον λυπάμαι. Όχι ως άνθρωπο, ό,τι (μαλακία) θέλει πιστεύει ο καθένας. Τον λυπάμαι που βρέθηκε στην Πλατεία Νερού την παραπάνω ημερομηνία. Σίγουρα ήθελε και είχε κάτι καλύτερο να κάνει.
Μέχρι ΚΑΙ το ‘Passenger’ (όχι ακόμη ένα ροκενρολ κλισέ, όπως ανόητα ακούω εδώ κι εκεί, αλλά ένα τραγούδι το οποίο θα μπορούσε να παίζεται 20 φορές στην ίδια συναυλία και ο κόσμος να αποχωρεί ευχαριστημένος), κάθε επόμενο τραγούδι ήταν μία υπέρβαση, σχεδόν μια υπερβολή, αν σκεφτείς την κατάσταση στην οποία μας άφηνε το προηγούμενο. Για την δική μας κατάσταση λέω, όχι αυτή του Iggy. Δεν κοιτάμε τα χάλια μας, λέω εγώ.
O Iggy Pop αποφάσισε να μας πάρει μαζί του. Πιθανόν για να μας αποχαιρετήσει, πιθανόν για να τον αποχαιρετήσουμε. Δεν έχει σημασία. Μας πήρε όμως και μας άφησε πίσω ιδρωμένους, αγριεμένους, με σακατεμένα γόνατα, και χαζεύοντας μια παρέα από ολίγον χαμένους ολιγότερο αγριεμένους, αλλά πάντως ορθά τσαμπουκαλεμένους με τα τεκταινόμενα στις πρώτες σειρές μιας ροκ συναυλίας, πιτσιρικάδες, που σοφά σκεπτόμενοι δεν άκουσαν τον εξυπνάκια της παρέας τους που προσπαθούσε να τους πείσει να μην πάνε στο live του προπάππου τους.
Στο ‘Fun House’ κάπου πριν το τέλος, δεν υπήρχε πλέον ο Iggy Pop και η τωρινή μπάντα του. Υπήρχαν οι Stooges και η ιστορία του ροκενρολ επανεκκινούσε για λίγα λεπτά από την αρχή, ακριβώς επειδή το τραγούδι «δεν έβγαινε». Αν έβγαινε δεν θα ήταν ένα τραγούδι των Stooges. Είναι αυτό μία νεκρή όψη του ροκ-εν-ρολ; Αν ναι, τότε είμαστε ΚΑΙ με τους νεκρούς του. Για τους ζωντανούς έχουμε λίγη ζωή ακόμη μπροστά μας.
Υποκειμενικά σπουδαιότερη στιγμή αυτού ακριβώς του live του Iggy Pop, η αγέρωχη απόδοση του ‘Run Like A Villain’, του τραγουδιού που ανοίγει το ‘Zombie Birdhouse’, δηλαδή τον τελευταίο μεγάλο δίσκο του, που εδώ και σαράντα χρόνια περιμένει να αναγνωριστεί επιτέλους ως τέτοιους από τους συνήθεις ροκ μπαχαλάκηδες/εχθρούς της ‘καθαρής παραγωγής. Με τον τρόπο που κόβει στα δύο την πορεία του ερμηνευτή του, έκοψε στα δύο και αυτή τη συναυλία, και μας έδειξε τον δρόμο προς το δύσκολο, αλλά πάντως απόλυτα ζόρικο, τέλος της.
Οι αμέσως επόμενες συναυλίες του Iggy Pop σε Ιταλία και Αυστρία, ματαιώθηκαν (όχι οριστικά, μπήκαν νέες ημερομηνίες σε ένα δίμηνο περίπου) εξαιτίας του προβλήματος στη φωνή του, για το οποίο ο ίδιος απολογήθηκε σε εμάς προς το τέλος, ενώ εμείς θα έπρεπε να τον ευχαριστήσουμε ΚΑΙ για αυτό.
Χαίρε Μεγάλε Iggy Pop. Θα είμαστε για πάντα τα παιδιά σου.
Κάνοντας αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από κάθε άλλον, δηλαδή να διχάζει τους φίλους και τους εχθρούς του κάθε φορά με ακόμη μεγαλύτερη επιμονή και μην υπαναχωρώντας έστω και βήμα από την εικόνα του «κοίτα-έναν-μεγάλο-μαλάκα-ρε», που τον καθιέρωσε ως τον τελευταίο πραγματικό rock ‘n’ roll star (διότι οι rock ‘n’ roll stars, μαλάκες πρέπει να είναι, αν θέλετε χρήσιμους ανθρώπους στην κοινωνία, χάρισμα σας ο Thom Yorke), o Liam Gallagher κατάφερε αφενός μεν να εκνευρίσει ακόμη και τους πιστούς του (φανατίζοντας τους ταυτόχρονα ακόμη περισσότερο υπέρ του), αφετέρου δε να θυμίσει πως όσοι ήμασταν με τους Blur στην τότε διαμάχη, το πληρώσαμε με τίμημα μία εν μέρει έγκριτα συναρπαστική, εν μέρει βαρετή ζωή στη συνέχεια. Ας προσέχαμε.
Αυτό που έμεινε πίσω, και σε αυτή την περίπτωση, πέρα από τα sing along στα συνήθη έπη-ατοπήματα των Oasis, είναι ότι όσο και αν επιμένει είτε να είναι, είτε να παριστάνει τον μαλάκα, o Liam, ξέρει πολύ καλά ότι τα πράγματα εκεί έξω έχουν ζορίσει ακόμη και για τους αυτοαποκαλούμενους θρύλους, και ότι με ψέματα όχι μόνον δεν σηκώνεις κούπες, αλλά ούτε και ισοπαλία σταυρώνεις πλέον.
Εξ ου και φρόντισε να στήσει/μισθώσει (τι σημασία έχει; το ροκ-εν-ρολ ήταν πάντοτε και πρωτίστως μία συναλλαγή) μία upper quality, αλλά και γνησίως brit rock, μπάντα μουσικών, η οποία περισσότερο αυτή τον τραβούσε προς τα πάνω, κάθε που επέμενε να είναι λίγο παραπάνω μαλάκας, από όσο (δεν) αντέχεται.
Είναι δε όχι μόνο εύλογο, αλλά και ουσιαστικής σημασίας, το να αναρωτιέται κανείς, κάθε που πετυχαίνει σε κάποιο φεστιβάλ και σε κάποια σκηνή του Liam, τι θα γίνει και τι δεν θα γίνει, αν τυχόν υπάρξει κάποτε ένα reunion των Oasis.
Θα σειστεί με κάποιο τρόπο ο κόσμος ή θα είναι ένα αδιάφορο παρελθοντικό γεγονός, κάτι σαν τα 60s revival που οργάνωνε ο Μαστοράκης τις πρώτες μέρες του Ant1 με τον Neil Sedaka; Ή μήπως ακόμη και αυτό το πράγμα το ζούμε ήδη σε μία λούπα που παίζει ασταμάτητα εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια; Και αν το ζούμε είναι κακό; Τι το κακό μπορεί να υπάρχει στο να χορεύει κανείς θριαμβικά με τα ίδια και τα ίδια τραγούδια των Pet Shop Boys;
Δεν υπάρχει κανένα απολύτως κακό στις δύο περίπου ώρες που διαρκεί κατά μέσο όρο η κάθε συναυλία τους (εμείς είναι αλήθεια είδαμε μία φεστιβαλικά director’s cut εκδοχή αυτού του δίωρου). Επειδή όμως υπάρχει και η αλήθεια των απέναντι, κάπου εδώ θα παραδεχθώ ότι το αγαπημένο μου ηλεκτρονικό pop ντουέτο των Pet Shop Boys έχει πέσει για τα καλά (πλέον) στην ίδια ακριβώς λούπα που πριν από αυτούς (και ίσως πρώτο και πάνω από όλους) είχε πέσει το σε γενικές γραμμές από αδιάφορο έως επαχθές σε εμένα hard rock πολυεργαλείο των Deep Purple.
Όσο και να συνεχίζουν να προσπαθούν να υπάρξουν δημιουργικά, όσο και αν κάθε τόσο σε μία δισκογραφία με αρκετά ναδίρ πλέον, ανακαλύπτουμε με δύσκολη περιοδικότητα -είναι αλήθεια- μερικά κρυμμένα ζενίθ, οι Pet Shop Boys εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, υπάρχουν, επιβιώνουν και κυριαρχούν χάρη σε όχι παραπάνω από δέκα (δεκαπέντε; Βαριά) τραγούδια. Το ότι στην ολότητα τους τα τραγούδια αυτά τυχαίνει να εμπεριέχουν, το καθένα τους ξεχωριστά και χωρίς να χρειάζεται να υπάρξουν ως σύνολο, την έννοια του perfect pop song, αλλοιώνει μεν υπέρ τους, αλλά δεν διαφοροποιεί τελικά με κρίσιμο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα.
Πλήρες επιβεβαιωτικό είναι το ότι εν έτει 2022, οι Pet Shop Boys δεν έχουν καν την δυνατότητα να διαφύγουν έστω και περιορισμένα από αυτήν την ιερή 15άδα τραγουδιών, και να αντλήσουν υλικό για τα live τους από την αμέσως επόμενη, που κάθε άλλο παρά υστερεί, με αποτέλεσμα ορισμένα από τα καλύτερα τραγούδια τους να παραμένουν εγκληματικά εκτός ζωντανών εμφανίσεων εδώ και δεκαετίες. Η αλήθεια είναι αυτή. Ξέρουν πλέον τι τους παίρνει να κάνουν, για να θεωρούνται θρύλοι, και όχι απλώς θρυλικοί.
Οι Pet Shop Boys είναι pop zombies, ίσως όχι με τον ίδιο τρόπο, αλλά πάντως με τα ίδια αποτελέσματα που ήταν, είναι και θα είναι rock zombies οι Deep Purple. Το να μην το παραδεχόμαστε επειδή τους αγαπάμε ή/και έχουν στιγματίσει τις ζωές, τους έρωτες, την ενέργεια και την απραξία μας, είναι ακόμη μια επαλήθευση αυτής της αλήθειας. Τα ίδια μας έλεγαν και οι οπαδοί των Deep Purple (ή και των Mecano) όταν απεγνωσμένα προσπαθούσαμε να τους πείσουμε για την σπουδαιότητα των PSB.
Αφού θυμίσω ότι το review για το πρώτο ever live των Pet Shop Boys στην Ελλάδα, συνεχίζει μεν να βρίσκεται αναρτημένο σε αυτό εδώ το μουσικό site, και ενώ η αρχική γραμμή ήταν να μην ανέβει ποτέ, θα σημειώσω ότι το επίτευγμα των Pet Shop Boys σε αυτά τα τελευταία είκοσι χρόνια, είναι ακριβώς αυτό εδώ. Δηλαδή το γεγονός μεταβολής του status τους στο γενικό ροκ συνειδητό, που είναι αυτό που καθορίζει τα πράγματα σε όλο το βεληνεκές από το κλασικό ροκ μέχρι την trap, και από την νεοζηλανδέζικη ίντυ ποπ μέχρι το νορβηγικό μπλακ μέταλ. Αρκετοί είναι αυτοί που παραδέχονται ότι τους λατρεύουν πλέον, ενώ κάποτε τους μισούσαν, δηλαδή δεν τους είχαν καν ως guilty pleasure (που εδώ που τα λέμε είναι πολύ ανόητο να έχει κανείς ως κάτι τέτοιο τους PSB).
Ως εκ τούτου, χωρίς να έχουν χάσει έστω και έναν από τους φανατικούς οπαδούς τους, οι Pet Shop Boys όσο περνάνε τα χρόνια παίρνουν μαζί τους και υπέρ τους έναν-έναν και διαδοχικά ακόμη και τους πιο φανατικούς των εχθρών τους. Δεν είναι τόσο απλό, όσο διαβάζεται.
Το γεγονός αυτό τους κρατάει στη ζωή (και με το παραπάνω), τους δίνει την ευκαιρία να δίνουν πράγματι μερικά από τα πιο καλά στημένα live της σαραντάχρονης πορείας τους, αλλά ταυτόχρονα τους τοποθετεί σε ένα πάνθεον, το οποίο αμφισβητεί την κυριαρχία τους ως βασιλιάδων στιγμών, και όχι διαχρονικών επιτευγμάτων, όπως τους θέλουμε δηλαδή στην πραγματικότητα (και όπως είναι εδώ που τα λέμε).
Το ότι τελικά σημασία στη ζωή έχουν οι στιγμές κλπ αρλούμπες, είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα των τελευταίων ετών, άτσαλα βγαλμένο από υπόπτου αισθητικής εγχώριες ταινίες, το οποίο δεν το συμμερίζομαι, έστω και υπό οποιαδήποτε ultra pop λογική. Από την άλλη όμως το να πείσουμε σώνει και καλά εαυτούς ότι οι Pet Shop Boys είναι κλασικοί, και όχι διαχρονικά εφήμεροι, είναι κάτι που πάνω από όλα αδικεί τους ίδιους. Κάπου μπερδεύτηκα με όλο αυτό.
Έχοντας δει τους Pet Shop Boys πάνω από δέκα φορές εντός, εκτός και ακόμη πιο εκτός συνόρων, θυμάμαι καταρχάς αρκετές σχεδόν αδιάφορες εμφανίσεις τους, και από την πλευρά τους, και από την πλευρά του κοινού. Αν όχι αδιάφορες, τότε σίγουρα χλιαρές.
Ακόμη και στην Πλατεία Νερού είχε υπάρξει μια τέτοια στην οποία με ευκολία σουλάτσαρα με τον τρίχρονο Γιώργο στις πλάτες μου μπροστά και πέρα από την σκηνή, όποτε μου το επέτρεπε ο ίδιος και όχι το υπόλοιπο κοινό, που ήταν λίγο σκόρπια διαδήλωση.
Υπό αυτό το πρίσμα, αυτή η εμφάνιση των Pet Shop Boys ήταν πράγματι η δεύτερη καλύτερη στην Ελλάδα (τρίτη, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο Λυκαβηττό το 2001 έπαιξαν για ένα διήμερο και υπήρξε και το σοκ των… πρώτων φορών).
Αν λάβουμε περαιτέρω υπόψη μας ότι από το 2001 έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια, αυτή όντως ήταν η καλύτερη εμφάνιση των Pet Shop Boys εδώ και είκοσι χρόνια. Και ούτω καθεξής. Αυτά δεν έχουν καμία σημασία, όπως όλοι ξέρουμε όμως. Έχουμε φύγει τα μόνα 30 άτομα από συναυλία των Κόρε Ύδρο σε ένα σινεμά στις Σέρρες και οι 29 από εμάς πιστεύαμε βάσιμα ότι ήταν η καλύτερη συναυλία που είχαμε δει και που θα βλέπαμε ποτέ. Ο 30ος πιστεύει ακόμη ότι ήταν και είναι η χειρότερη.
Θα πρέπει να τονιστεί βέβαια ότι το θριαμβικό μιας τέτοιας εμφάνισης των Pet Shop Boys, δεν αφήνεται από τους ίδιους στην τύχη του, δεν το παρατάνε στο έλεος της ανυποχώρητης retromania, δεν δημιουργείται καν ενεργειακά από το θυμικό και τον ψυχισμό είτε των παραδοσιακών, είτε των όψιμων οπαδών τους, που αντιμετωπίζουν κάθε συναυλία τους ως ένα γεγονός που τους αγχώνει μέχρι να συμβεί και τους λυτρώνει αφού έχει συμβεί.
Οι συναυλίες των Pet Shop Boys εδώ και δεκαετίες είναι στημένες με τρόπο που δεν επιτρέπει σε κανέναν να μείνει ασυγκίνητος ή αδιάφορος. Όχι ίσως με τον μεγαλομανή τρόπο που είναι στημένες οι συναυλίες του Roger Waters, ας πούμε, καθώς άλλωστε οι PSB απευθύνονται στον άνθρωπο και όχι στην ανθρωπότητα, αλλά δεν υπάρχει δα και η τεράστια απόσταση που κάποτε νομίζαμε.
Τα τραγούδια τους, την αισθητική και τον ήχο τους, τα πειράζουν τόσο όσο. Ίσως θα έπρεπε και περισσότερο. Το ‘It’s A Sin’ που όρμηξε καταπάνω μας το βράδυ της 30ης Ιουνίου, ανασύροντας μνήμες από τις κατά καιρούς industrial διασκευές που του έχουν επιφυλάξει διάφοροι, είναι ένα απτό παράδειγμα. Το ‘Rent’ δεν το ακούσαμε μεν στην αναιμική ακουστική εκδοχή παλαιότερων εμφανίσεων, αλλά πάντως ακόμη μία συγκρατημένη ρυθμικά απόδοση τους, δεν αρκεί πλέον για να μας ξεγελάει αιώνια ως προς το αληθινό νόημα των στίχων του (η pop μουσική βέβαια έχει το νόημα που της αποδίδει ο κάθε αποδέκτης της, σε σημείο που το αρχικό παύει να έχει σημασία, όπως ίσως να έχει πει και ο Neil Tennant).
Ας είναι όμως. Εδώ μέχρι που χαμογέλασε και ο Chris Lowe. Και όλοι γνωρίζουμε τι τεράστιας σημασίας είναι ένα τέτοιο γεγονός.
Υπάρχει έστω και ένας που δεν αποχωρεί ευτυχισμένος από ένα live των Pet Shop Boys σαν και αυτό; Φαίνεται ότι μάλλον δεν υπάρχει (με αυτά των Scorpions που διαρκώς τα λοιδορούμε, άραγε να μην ισχύει το ίδιο; Με γκρίνια να φεύγει ο κόσμος;). Είναι θεμιτό αν όχι την επόμενη, τότε την μεθεπόμενη μέρα να μπαίνει σε δεύτερες σκέψεις για όλη αυτή την ευτυχία στην οποία ‘εξαναγκάστηκε’; Επιβάλλεται θα έλεγα, αρκεί να μην φτάσουμε στο σημείο να τους λέμε ότι τους αγαπάμε μόνο όταν είμαστε μεθυσμένοι από την ευτυχία που μας προσφέρουνε κάθε τόσο.
Στην τρίτη και τελευταία φάση όλων αυτών, και μετά το απαραίτητο διάλειμμα για ανασυγκρότηση, μας περιμένει η τελική heavy metal ρετροσπεκτίβα, στην οποία ομοίως κανείς πλέον δεν βρίσκει λόγους συνείδησης να αντισταθεί. Καλό μας κουράγιο!
Άρης Καραμπεάζης
Δεν Τελειώσαμε, Έχουμε Λίγο Release Ακόμη: Sleaford Mods/Thievery Corporation/Iggy Pop/Κωνσταντίνος Βήτα (με ολίγη από Scorpions)
Τούτη τη φορά δεν θα αρνηθώ την πρό(σ)κληση του Καραμπεάζη και θα πιάσω την σκυτάλη που είχα αγνοήσει στην προγενέστερη παρότρυνση του να γράψω κάτι για Cave (που προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα, πώς να περιγράψεις άλλωστε κριτικά μια σχεδόν παγιωμένη στις τελετουργίες της θεία λειτουργία, χωρίς να προσβάλλεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το θρησκευτικό αίσθημα των πιστών; Έτσι απόμεινα να κοιτάζω στην οθόνη μια φράση που εστίαζε στο πως μια τέτοια λειτουργία μπορεί να αγγίξει ακόμη κι έναν φανατικό άθρησκο, κι ας είναι επαγγελματικά στημένη –κι ο ιερέας επάγγελμα δεν είναι άλλωστε;- σε σημείο που ακόμη κι αν τα μισά άσματα-ψαλμοί είναι από μέτρια έως και κακά, στην συναυλιακή συνθήκη να μεταμορφώνονται σε bigger than your life ύμνους). Και μάλιστα θα την πιάσω με τον δικό του τρόπο. Μέσα από την «ατέλειωτη αυτοαναφορικότητα του αφηγητή της». Πλέον νομίζω δεν υπάρχει άλλος καταλληλότερος τρόπος να μιλήσεις ή να (επι)κοινωνήσεις την εμπειρία της μουσικής…
Και ήθελα να ξεκινήσω από την εντελώς τετριμμένη αλλά διαρκώς απωθούμενη απόφανση/γενική αρχή ότι το να μεγαλώνεις ποτέ δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση, σε καμία ηλικία, όσο τρυφερή και άγουρη (σκέφτομαι τώρα την μικρή Καραμπεαζίνα που στην τελευταία μας συνάντηση έκλαιγε επειδή έβγαζε το πρώτο δοντάκι). Επίσης δεν μπορώ να πω πότε το ‘μεγαλώνεις’ αρχίζει να γίνεται ‘γερνάς’. Όχι ότι έχει και καμία σημασία το πώς το ονομάζεις, η ουσία δεν αλλάζει, η κατάθλιψη μεγαλώνει μαζί και τα πονάκια (που όπως έλεγε ο Τσιφόρος είναι τηλεγραφήματα από το υπερπέραν «σας αναμένουμε προσεχώς στοπ») και οι απόψεις μας για τον κόσμο όλο και πετρώνουν και γεμίζουν ίνες, σκληραίνουν, αποκρυσταλλώνονται σε φανατικά αμετακίνητα θέσφατα ριζωμένα σε μια κατά βάση άχρηστη και αμετάδοτη πείρα ‘πείρα’.
Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο (ευτυχώς)… Να μαλακώνουν, να αποκτούν μια ευμενή συγκατάβαση (που κάποιοι μπορεί και να την μπερδεύουν με «σοφία») και μια απλοχεριά κι ανοιχτοσύνη καρδιάς που να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει ότι τίποτε δεν είναι διαχρονικό, πως ότι συνέβη συνέβη και ανήκει οριστικά στο παρελθόν, και πως οι άνθρωποι (όπως έλεγε και ο Μπουρντιέ -και ουχί ο… Μπουρνταίν, ένα lapsus που μας συνέβη σε μια σπαρταριστή παρεΐστικη κουβέντα τις προάλλες) δεν έχουν τόσες μεγάλες διαφορές μεταξύ τους όσο θέλουν να νομίζουν οι ίδιοι, όσο και αν επιδιώκουν διαρκώς να επινοούν «αγεφύρωτα χάσματα» σε κάθε επίπεδο, από το πολιτικό μέχρι και το αισθητικό και το… συναυλιακό (πόσες και πόσες απολαυστικές για τους αμέτοχους κόντρες δεν είδαμε στα αλώνια των κοινωνικών μυδίων, με την απεγνωσμένη ανάγκη να είναι η συναυλία η σωστή, η πρόστυχη, η καλή -ακόμη κι… επαναστατική, αν θυμηθούμε τις αμετροεπείς φαντασιώσεις μετά από το λάιβ του Λεξ- εκείνη στην οποία παρίστασαι εκείνη η οποία έπρεπε να είσαι – ή, και κάποιες φορές, κατά έναν παράδοξο τρόπο για την ταυτοτική υπερηφάνεια «εκείνη που δεν είσαι», όπου το FOMO αγχωμένο υποκείμενο αισθάνεται επιπλέον την ανάγκη να επεξηγήσει/απολογηθεί δημοσίως, σε παντελώς αδιάφορες γνωστές και άγνωστες το ‘γιατί δεν παρέστη’;)
Νομίζω ωστόσο ότι μου συμβαίνουν και τα δύο συγχρόνως (είμαστε οι αντιφάσεις μας, δεν λέει ένα αφόρητα διαδεδομένο στερεότυπο;). Είμαι μπερδεμένος… Ήδη με την παρουσία μου εδώ και μόνο. Πριν λίγο καιρό, σε μια συνάντηση στη μνήμη του Μπάμπη Αργυρίου, εκεί που οι σκέψεις μου πελαγοδρομούσαν και είχαν χαθεί στα ανοιχτά του Θερμαϊκού και στα φωτάκια των πλοίων που περίμεναν αρόδο έξω από το λιμάνι, πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας διάφορες παραινέσεις που έδινε ο ίδιος με τον αιχμηρό και απόλυτο τρόπο του μέσα από το λογοτεχνικό του alter ego, μεταξύ αυτών μία που έλεγε «ν’ απέχεις από συναυλίες με προκλητικά ακριβό εισιτήριο». Και παρακάτω.. «μην ακολουθείς γκρουπ που συμπλήρωσαν δεκαετία στην πιάτσα και συνεχίζουν, μην κολλάς στους ξεθυμασμένους, ψάχνε πάντοτε το νέο». Τι κάνω λοιπόν εγώ εδώ, σε συναυλία με τιμή «παφ και πενηντάρικο» (ατάκα-κλείσιμο του ματιού στους εκδρομείς του ’80 είναι αυτή); Μήπως είναι κανόνας μεγαλώνοντας να γίνεσαι αυτό που κάποτε κορόιδευες με την αβασάνιστη ευκολία της νεότητας, με το υπεροπτικό «live fast die young» πνεύμα που (ευτυχώς) περισσότεροι το πούλησαν, ελάχιστοι το ακολούθησαν;
«Η αλήθεια είναι συνήθως κάπου στη μέση, και όχι απαραίτητα εκεί που βρίσκεται το δίκαιο.»
Σκέφτομαι ότι ένας από τους παλαιότερους αυτούς εαυτούς μου (για να μην πω και ένας από τους νεότερους) θα έξυνε ήδη την γραφίδα για να βρει ευφάνταστες ατάκες να κατακεραυνώσει το αδιάφορο, μονότονο πολυπολιτισμικό τουρλού από σιτάρ, κριθάρ, ρέγκε, νταμπ, και γκρουβαλο-ηλεκτρονικά των Thievery Corporation (θα έλεγα π.χ. ότι στον 8ο κύκλο της κόλασης του Δάντη θα έπαιζαν όλη μέρα Thievery – στον 9ο και τελευταίο, προειδοποιώ, θα έχει Autechre – με ή χωρίς φώτα, αδιάφορο), κατάλοιπο της αλήστου μνήμης εποχής όπου η έννοια φιούζιον κυριαρχούσε στην αιχμή της μόδας (και όχι μόνο της μουσικής). Πόσο μάλλον όταν αυτό παρουσιάζεται ζωντανά με τον λαϊκίστικο τρόπο του ‘χεράκια ψηλά’, και τώρα δεξιά, και τώρα αριστερά, και πάμε όλες μαζί, και πέστε ααα, και πέστε ουυυ. Κι όμως ο κόσμος ανταποκρίθηκε και φαινόταν να περνάει καλά. Ποιος είμαι εγώ να πω «άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι… ακούωσι»; Πόσο μάλλον που έπιασα το πόδι μου να αυτονομείται από την σκέψη και να κουνιέται στον ρυθμό του «Voyage Libre»…
Σκέφτομαι από την άλλη ότι ένας από τους παλαιότερους μου εαυτούς θα έβρισκε επίσης ένα σωρό σκωπτικές εξυπνάδες για το καραόκε λάιβ (ότι κι αν σημαίνει το οξύμωρο) των Sleaford Mods (που κι αυτοί να πούμε την έχουν συμπληρώσει την δεκαετία+ στο κουρμπέτι, δεν είναι τίποτις τζόβενα). Έλα όμως που στην… ζωντανή συνθήκη, έστω κι έτσι, λειτούργησε, τα σκεπτόμενα beat του Andrew Fearn προηχογραφημένα στο πισί έστρωναν το χαλί για τις ‘φόκινγκ’ καταιγιστικές παρλάτες του Jason Williamson, σε στίχους που ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνουμε τι λένε ξέρουμε ότι μιλάνε για τις ζωές μας (ή γι’ αυτό που φοβόμαστε ότι θ’ απογίνουν οι ζωές μας). Η εικόνα του Jason με την καταϊδρωμένη του φανέλα στο τέλος της συναυλίας είναι μία από αυτές που μου εντυπώθηκαν από τις συναυλιακές ημέρες στην Πλατεία Νερού (μόνο ο φίλος Τόλης Κώστας, σταθερή παρουσία στα προκεχωρημένα χαρακώματα, νομίζω ίδρωσε περισσότερο την φανέλα του).
Σκέφτομαι επίσης ότι ένας άλλος από τους παλαιότερους μου εαυτούς μπορεί και να έσταζε δηλητήριο για όλους τους δεινόσαυρους και δεινοσαυρίνες που ακόμη επιμένουν να ανεβαίνουν στην σκηνή, να καλούνται από τα εγχώρια φεστιβάλ και να μαζεύουν κόσμο, εδώ ίσως να έμπαινε κι ένας λίβελος για την αιώνια ‘καθυστέρηση’ της χώρας μας σε σχέση με την πάντα ‘προηγμένη’ Δύση (πάντα επιλεκτικά όμως και με τα δικά μας μονά-ζυγά και συμφέροντα, για κάθε υποτιμητικό σχόλιο για τους Scorpions, έχουμε ένα αποθεωτικό για τον Cave, αν και ο αγαπητός Nick προσφέρει τις ίδιες (αν όχι και περισσότερες) επιφάνειες προσβολής από τους επίσης αγαπητούς Γερμανούς ρόκερς. Λίγες μέρες αργότερα, καθισμένος (επιτέλους για τα κακόμοιρα ποδαράκια μου) αναπαυτικά στις κερκίδες του ΟΑΚΑ, ανάμεσα σε 30.000 άλλο ενθουσιασμένο κόσμο πραγματικά κάθε ηλικίας, επιβεβαίωνα και πάλι ότι η απενοχοποιημένη και αμέριστη αγάπη που τους επιφυλάσσουν οι θαυμαστές τους έχει φρονώ κάτι πιο μουσικοφιλικά αγνό και άδολο από την διαρκή ανάγκη για (αυτο)επιβεβαίωση ανωτερότητας και την επιδεικτική εκζήτηση που ενδημεί στον «εναλλακτικό» χώρο (αν –δεν- με ρωτάτε, στην σκηνή ήταν εξαιρετικοί, με μια ενέργεια και μια γενναιοδωρία που τους της επέστρεφε το κοινό σε μια διαρκή ανάδραση, τα νέα κομμάτια του «Rock believer» στέκονται πολύ καλά, ο Μίκυ Ντι είναι μια σπουδαία προσθήκη στην μηχανή, αν κι εδώ με λίγη γκρίνια αποχώρησε ο κόσμος Άρη μου, που ήταν το “Always somewhere» ή το «When the smoke is going down». Αντιθέτως, το σώου του/ων Alice Cooper μου φάνταξε πολύ παλιακό και ξεπερασμένο, όχι επειδή το μακιγιάζ έλιωνε και τα δήθεν τρομακτικά σώου/εφέ έχαναν την δύναμή τους από τις ακτίνες του ηλίου, αλλά επειδή στην ουσία έχουν απολέσει την οποιαδήποτε κοινωνική τους αναφορά στον σύγχρονο κόσμο).
7 μόλις χρονάκια χωρίζουν ηλικιακά τον Neil Tennant από τον Iggy Pop (και περίπου τον Klaus Meine), η εικόνα και η παρουσία τους στην σκηνή δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Άλλοι κόσμοι εξ ορισμού. Από την μία η επιβλητική τελειότητα ενός ποπ σώου σχεδιασμένου κι εκτελεσμένου μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, από την άλλη η ατέλεια, η φθαρτότητα, η (μη) αποδοχή του χρόνου που περνά (και της συνακόλουθης αδυναμίας), η βραχνή από την φαρυγγίτιδα φωνή, το δέρμα τσαλακωμένο σαν ασιδέρωτο σεντόνι εβδομάδων. Τα έγραψε αναλυτικά παραπάνω ο Άρης, δεν έχω να προσθέσω πολλά, κανένα παράπονο δεν έχω από τον Ίγκυ (κι ας μην έπαιξε την διασκευή του στο «Hero» των Neu!, άλλωστε δεν θα είχαμε την τύχη των Αμβουργέζων που το είδαν κι άκουσαν εκτελεσμένο επί σκηνής μαζί με τον ίδιο τον Michael Rother), κανείς (όσο είδα) δεν ζήτησε «τα λεφτά του πίσω» επειδή το λάιβ δεν ήταν αρκούντως επαγγελματικό (όπως συνέβη με τους Bauhaus) για τον μέσο μεσόκοπο μουσικόφιλο που θέλει να δει τα λεφτά (αλλά και τον πολύτιμο ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που του επέτρεψε το αδιάκοπο rat race της καθημερινότητας να θυσιάσει) να πιάνουν τόπο και δεν μπορεί να ανεχθεί τον καλλιτέχνη να μην «παίζει με ποιότητα» για να τον αποτυπώσει όπως πρέπει στο ορθωμένο κινητό. Ίσως ήταν κι αυτή η αιωρούμενη αίσθηση ότι παρακολουθούμε έναν αποχαιρετισμό, ένα ρέκβιεμ, η μία ακόμη τελευταία φορά που βλέπουμε τον Ίγκυ ζωντανό/ά που επέβαλλε μια κάποια πιο σεβαστική στάση.
Δεν απέφυγα ομολογουμένως και αναλογισμούς για το πώς θα είμαι εμείς (καλά να ’μαστε) στα 70++ μας, θα είμαστε άραγε τίποτις στραβόγεροι και ξινογριές που θα γκρινιάζουμε για την σύνταξη στο καφενείο, θα φωνάζουμε την αστυνομία στις 23.01 για το πάρτυ που κάνουν τα φοιτητόπουλα στον κάτω όροφο, θα υιοθετούμε τον ρόλο του σιτεμένου γκουρού και του εγωπαθούς απόστρατου, και βασικά θα ….μισούμε όλο τον κόσμο γιατί σε λίγο δεν θα ζούμε (κι) εμείς μαζί; Ποιος ξέρει…
Τον Κωνσταντίνο Βήτα είχα πολλά χρόνια να τον δω ζωντανά. Κάτι που υπογράμμισε εμφατικά τις διαφορές που επέφερε ο χρόνος, τόσο ακουστικά όσο και οπτικά. Είναι και αυτές οι άτιμες οι οθόνες της διαμεσολαβούμενης εμπειρίας που δεν αφήνουν πλέον τίποτα να κρυφτεί στην ευμένεια της απόστασης, η κάμερα ανιχνεύει και την τελευταία άσπρη τρίχα, αποκαλύπτει και την τελευταία σκαμμένη ρυτίδα. Σεμνά ευγενική παρουσία στην σκηνή και σοβαρή ο ΚΒ, κάποια σποραδικά χαμόγελα μόνο χάριζε στο τέλος κάθε κομματιού και υψωμένα σε ευχαριστία χέρια στο ευάριθμο αλλά θερμό κοινό του απογέματος. Η φωνή επίσης δεν βγαίνει πια στα τραγουδιστά σημεία, είναι πιο βραχνή, δεν έχει την ασθματική νεανικότητα που έχουν αποτυπώσει οι δίσκοι, ίσως με κλειστά μάτια να μην την αναγνώριζα κιόλας. Όταν όμως με αυτή ακριβώς την φωνή είπε ήδη στο ξεκίνημα το «Ένα κλεμμένο ποδήλατο», ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας (ασχέτως είδους), κάποιο νεύρο μέσα μου πατήθηκε, κάποια χορδή ταλαντώθηκε και με πήγε τριάντα τόσα χρόνια πίσω, όταν το πρωτακούσαμε, τότε που ήμασταν the young men, με ένα weight on our shoulders (που λέγανε και οι Joy Divivion) με τις decades να το καθιστούν ολοένα και πιο βαρύ (και πιο πραγματικό εδώ που τα λέμε)… Τώρα διασχίζουμε (ακόμη) τον κόσμο και δεν είναι πια πρωινό, και τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι μικρή πιθανότητα πραγματοποίησης έχουν πια, η στατιστική και ο χρόνος γαρ δεν είναι με το μέρος μας… Μόνο τα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται εκεί πάνω από το κεφάλι, άχρονα κι αδιάφορα…
Αντώνης Ξαγάς
(Φωτογραφίες: Νίκος Γαλανός)