Thievery Corporation στην Θεσσαλονίκη
Από τα πλέον αγαπημένα σχήματα των εκδρομέων του '90, οι εμφανίσεις τους έχουν εγγυημένη αποδοχή στα μέρη μας. Μεταδίδει τα δρώμενα ο Ηρακλής Κοκοζίδης
Κατόπιν παραινέσεων των οικογενειακών μου μελών και παρά τις υψηλές θερμοκρασίες της εποχής, παραβρέθηκα μεσοβδόμαδα στην εμφάνιση των Thievery Corporation, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κάθε συναυλία τους αποτελεί μοναδική εμπειρία. Το πρώτο πράγμα που διαπίστωσα ήταν η γεμάτη από κόσμο πλατεία, γεγονός το οποίο αποδεικνύει την αγάπη του κοινού της Θεσσαλονίκης απέναντι στο σχήμα. Δυστυχώς, δε γνωρίζω αν εμφανίστηκε νωρίτερα η Iota Phi, όπως προλόγιζε η αφίσα και την οποία απολαύσαμε τον περασμένο Σεπτέμβρη με τους Στέρεο Νόβα, αλλά θεωρώ ότι η ώρα εμφάνισης των σχημάτων προθέρμανσης είναι λανθασμένη και πρέπει να βρεθεί κάποιος τρόπος, ώστε το κοινό να παρακολουθεί τους νέους καλλιτέχνες σε πιο λογική ώρα.
Λίγα λεπτά μετά τις 21:30, υπό τους ήχους των σειρήνων του «Sound The Alarm», οι μουσικοί έλαβαν τις θέσεις τους. Ο Rob Garza, ο ένας εκ των ιδρυτών του σχήματος, χειριζόταν τα πλήκτρα και τα μηχανήματά του από ένα ψηλό βάθρο στο κέντρο. Ο κιθαρίστας Rob Myers και ο περκασιονίστας Frank Orrall κατέλαβαν την αριστερή πλευρά όπως βλέπαμε τη σκηνή, ενώ ο μπασίστας Dan Africano και ο ντράμερ Jeff Franka τη δεξιά. Ο έτερος ιδρυτής Eric Hilton δεν ακολούθησε το σχήμα στη συγκεκριμένη περιοδεία, αφού το τελευταίο διάστημα είναι αφοσιωμένος στις ηχογραφήσεις του προσωπικού του δίσκου.
Με τις πρώτες νότες του «Heaven’s Gonna Burn Your Eyes», έκανε την είσοδό της η καταλανή ερμηνεύτρια Laura Vall, η οποία ενθουσίασε με τις άψογες φωνητικές της ικανότητες και τη σκηνική της παρουσία, αποσπώντας θερμά χειροκροτήματα και θετικά σχόλια. Ακολούθησε ένα τζαμάρισμα του ορχηστρικού «Shaolin Satellite» με το χαρακτηριστικό sample «Get Down Everybody», εναλλασσόμενο με το ψυχεδελικό «Music To Make You Stagger», με τον Myers να επιδεικνύει τη δεξιοτεχνία του στο ινδικό σιτάρ καθισμένος κάτω από το βάθρο του Garza.
Η είσοδος του ερμηνευτή Puma Ptah έγινε με το «The State Of The Union» επάνω σε dub/reggae ρυθμούς, ενώ σε παρόμοιο ηχητικό μοτίβο, εισήλθε η εντυπωσιακή τζαμαϊκανή Raquel Jones με το «Originality». Ο έτερος ερμηνευτής Mr. Lif επιδόθηκε σε σκληρότερους ηχητικούς δρόμους στο «Culture of Fear», απευθυνόμενος διαρκώς στο κοινό με τη φράση «Let Me Hear You Scream». Το επόμενο τζαμάρισμα περιλάμβανε το «Mandala» και το «Facing East», με τους ινδικούς και ανατολίτικους ρυθμούς αντίστοιχα, λειτουργώντας ως πρόλογος του διαχρονικού ύμνου «Lebanese Blonde» που ερμηνεύτηκε επάξια από τη Vall, ενώ το ίδιο συνέβη με το «Amerimacka» και τη φωνή του Puma Ptah. Η Jones συνέχισε να εντυπωσιάζει με το «Letter To The Editor», όπου εκτός από τις φωνητικές της ικανότητες ξεδίπλωσε και τις χορευτικές.
Για το «El Pueblo Unido» δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, όμως η ψυχωμένη ερμηνεία και οι χαρακτηριστικές χειρονομίες της Vall ανέβασαν τον πήχη πολύ ψηλά. Στο «Vampires» συνευρέθηκαν στη σκηνή ο Mr. Lif με τις Val και Jones, μοιράζοντας σπάνιες ερμηνευτικές στιγμές, ενώ το σύνθημα «Thessaloniki Let Me Hear You Scream» δονούσε την ατμόσφαιρα και προκαλούσε ενστικτώδεις αντιδράσεις. Η έκπληξη της βραδιάς ήρθε τη στιγμή που ο Frank Orrall άφησε τα κρουστά και ερμήνευσε το «The Hurt’s A Lonely Hunter», χοροπηδώντας σαν μικρό παιδί και χτυπώντας συνεχόμενα το στήθος του. Στη συνέχεια, οι Orrall και Franka εκτέλεσαν άψογα το ορχηστρικό «Air Batucada», μοιράζοντας λάτιν εκστατικούς ρυθμούς με τα κρουστά τους. Το «Sleeper Car» λειτούργησε ως μουσικό χαλί για να στηθούν τα πέντε καθίσματα όπου οι Garza, Myers, Africano έπιασαν τις ακουστικές κιθάρες και οι Orrall, Franka τα μικρά κινητά κρουστά για την εκτέλεση ενός ακουστικού σετ τριών κομματιών. Πρώτο ήταν το «Meu Nego», όπου η Vall καθισμένη σ’ ένα ψηλό σκαμπό τραγούδησε στα πορτογαλικά, δεύτερο ήταν το «The Richest Man In Babylon», όπου ο παθιασμένος Puma Ptah έβγαλε τον καλύτερο του εαυτό και ο κύκλος έκλεισε με το «Para Sempre», όπου η Vall χόρεψε υπέροχα στους ρυθμούς της bossa nova. Το ονειρικό «Foundation» ήταν η μουσική γέφυρα για την επιστροφή των μουσικών στις αρχικές τους θέσεις. Ο Mr. Lif με το «From Creation» εκτόξευσε hip-hop ρίμες επάνω σε reggae ρυθμούς, ενώ ο Puma Ptah έκανε το ίδιο στο «Focus on Sight».
Μία από τις κορυφαίες στιγμές ήταν η σκερτσόζικη ερμηνεία της Vall στο «Exilio», μεταδίδοντας θετικές δονήσεις και αισιόδοξα μηνύματα. Η Jones στο «Road Block» ξεδίπλωσε ξανά τις φωνητικές και κινητικές της ικανότητες και ο Mr. Lif έκανε το κοινό να χοροπηδάει ασταμάτητα στο «Fight to Survive». Η ιδιαίτερη θεματική των στίχων του «Warning Shots», είχε ως αποτέλεσμα μια καθηλωτική ερμηνεία από τους Puma Ptah, Mr. Lif, Jones που κατέληξε σ’ ένα μακρόσυρτο κιθαριστικό σόλο του Myers.
Γύρω στις 23:15 οι μουσικοί αποχώρησαν από τη σκηνή, για να επανέλθουν σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Ο Garza πήρε το λόγο φανερά συγκινημένος και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του, ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη πόλη που έπαιξαν ζωντανά εκτός βορειοαμερικανικού εδάφους πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια. Κρατώντας μια κιθάρα στα χέρια του, έδωσε το σύνθημα για την έναρξη του «The Forgotten People», κάνοντας το κοινό να χορεύει εκστατικά υπό την καθοδήγηση του σιτάρ του Myers. Ο επίλογος της βραδιάς γράφτηκε με την ανατριχιαστική ερμηνεία της Vall στη συναισθηματική μπαλάντα «Sweet Tides» και τη συνοδεία από τις μελαγχολικές κιθάρες των Garza και Myers. Τα εκτεταμένα χειροκροτήματα και τα χαμογελαστά πρόσωπα φανέρωναν την απόλυτη ικανοποίηση του κόσμου πριν την οριστική αποχώρηση του σχήματος στις 23:35.
Η μαγεία στον ήχο των Thievery Corporation θεωρώ ότι βασίζεται στον πετυχημένο συγκερασμό ετερόκλητων μουσικών ειδών από διαφορετικές κουλτούρες, τα οποία ισορροπούν με καλλιτεχνική μαεστρία οι Garza και Hilton, αλλά και στην επιλογή των κατάλληλων ερμηνευτών που δίνουν αυτόν τον ξεχωριστό τόνο στις ηχογραφήσεις και στις συναυλίες. Ένα άλλο δυνατό σημείο τους είναι η χρήση στίχων που αντλούν τα θέματά τους από τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, όπως η καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η καταπίεση των δυνατών προς τους αδύνατους, το αδιέξοδο των θρησκευτικών και φυλετικών φανατισμών, η αβεβαιότητα για το μέλλον του πλανήτη. Εμφανίστηκαν στα μουσικά πράγματα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν μεσουρανούσε ο ηλεκτρονικός ήχος, κυρίως το trip-hop, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε η διανομή των πρώτων δίσκων τους από τη θρυλική 4AD, μέσω της οποίας έγιναν γνωστοί σ’ ένα ακροατήριο που δεν ήταν εξοικειωμένο σε τέτοιους ήχους, αλλά είχε τουλάχιστον ανοικτό μυαλό και απλωμένες κεραίες για να τους αφουγκραστεί και να τους αγκαλιάσει.
Πολλές φορές παραβλέπω τα αρνητικά στοιχεία που παρατηρώ στις συναυλίες, για να μη χαλάσω την ομορφιά της εμπειρίας. Αυτή τη φορά θα γίνω λίγο κακός, κάνοντας δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με το ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες και τα ανήλικα δε δικαιούνταν κάποια έκπτωση στο εισιτήριο και η δεύτερη με τις ατελείωτες ουρές στα κυλικεία υπό συνθήκες καύσωνα. Να είναι καλά ο γενναίος άνθρωπος που κυκλοφορούσε ανάμεσα στον κόσμο και πουλούσε με τους κουβάδες κρύα νερά και παγωμένες μπύρες. Χαλάλι του κι εύχομαι να τα κονόμησε χοντρά.
Απευθυνόμενος τέλος προς τους διοργανωτές συναυλιών που δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη, θέλω να τους γνωστοποιήσω ότι στα πλαίσια του Release Festival στην Αθήνα, πριν την εμφάνιση των Thievery Corporation έπαιξαν ζωντανά οι The Budos Band και οι Black Pumas. Οι πρώτοι είχαν επισκεφτεί την πόλη μας πριν από μερικά χρόνια, δίνοντας μία αξέχαστη συναυλία, αλλά σε πολύ μικρό χώρο. Την επόμενη φορά που θα μας επισκεφτούν, καλό θα ήταν να παίξουν σε μεγαλύτερο χώρο για να μην υποφέρει ο κόσμος. Όσο για τους δεύτερους, δε θα πω κάτι παραπάνω, απλά φέρτε τους τώρα που όλο το σύμπαν μιλάει γι’ αυτούς.