Στη Στέγη Γραμμάτων Και Τεχνών
Δύο απόψεις για τη συναυλία του μήνα. Από τον Άρη Καραμπεάζη και τη Χίλντα Παπαδημητρίου
Ανοίγουν περισσότερα Μέγαρα, Στέγες και Νιάρχοι από όσα μπορεί να διαχειριστεί η πολιτισμική δίψα ενός λαού, που κάθε Πάσχα κάνει sold out την εφημερίδα εκείνη που δίνει το καλύτερο CD με κλαρίνα ή που τέλος πάντων ακόμη περιφέρει ως ανδραγάθημα το ότι άκουγε Nick Cave όταν οι άλλοι μασάγανε μπριτ ποπ και γκραντζ βελανίδια. Συνεπώς, στις Στέγες μπαίνουν και τα κλαρίνα, και το 6 dogs, εσχάτως και οι Tindersticks. Amused as always από κάτι τέτοιες καταστάσεις, είχαμε την ευκαιρία κατά σειρά αντίδρασης να γκρινιάξουμε, να το παίξουμε βετεράνοι του γκρουπ και να προλάβουμε να πιούμε 5-6 (free) βότκες, πριν παλουκωθούμε στη θέση Τ12. Έτσι κι αλλιώς ακόμη περιμένουμε την νέα Ρίτα Σακελαρίου να τα διακωμωδήσει επαρκώς όλα αυτά, καθότι τι να περιμένει κανείς από κάποια Stελλα, που ούτε καν σε τι είδους greeklish δεν έχουμε καταλάβει ακόμη πως γράφεται.
Θα περίμενε κανείς ότι οι Tindersticks του 2016 (δηλαδή ο Stuart Staples και οι εκάστοτε υπόλοιποι) έχουν περίσσευμα σε έγχορδα και έλλειμμα σε ψυχή, και για αυτό προτιμούν τέτοιους χώρους, όπου κάθε είδους έλλειμμα εξαφανίζεται στο πέρασμα του τέλειου ήχου επάνω σε καλογυαλισμένο παρκέ. Παραδόξως συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ακόμη και αν απλώς πέρασαν δίπλα από το She’s Gone, χωρίς να ‘τολμήσουν’ να αγγίξουν το τραγούδι, που όταν το πρωτακούσαμε πίσω στο 1995 παρακαλούσαμε να βρούμε μια γκόμενα, όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να μας παρατήσει και να το κατανοήσουμε σε βάθος. Στα δύο σπουδαιότερα τραγούδια της τελευταίας τους περιόδου, τα ‘This Fire Of Autumn’και ‘We Are Dreamers’ δηλαδή, οι Tindersticks, έστω και σε αυτή τη faux μπουρζουάδικη εκδοχή τους, στάθηκαν στο ύψος του σχήματος εκείνου που σου αρπάζει την ψυχή, την πετάει 2-3 φορές με άνεση στον απέναντι τοίχο, στην επιστρέφει τσαλακωμένη, πλην ικανοποιημένη, και έπειτα όλοι συνεχίζετε τη ζωή σας. Όχι ακριβώς όπως πριν.
Ακόμη και αν το πανκ θέλησε (και προς στιγμήν μπόρεσε) να εκμηδενίσει την απόσταση ανάμεσα στους επί σκηνής και τους από κάτω (οι καλύτεροι όλων «γκρέμισαν» και τη σκηνή και βρέθηκαν κάτω), στην επίσημη ιστορία του το ροκ-εν-ρολ αντιμετώπιζε πάντοτε συμπλεγματικά αυτή την ιστορία. Από το Royal Albert Hall μέχρι την... Στέγη, οι κατά καιρούς και κατ’ επίφαση ενίοτε ροκάδες ζηλεύουν τη δόξα μουσικών που έχουν σπουδάσει 20-25 χρόνια, και κόβουν λιγούρικο μεροκάματο σε ορχήστρες που προκαλούν λιγότερα πάθη από τον ΠΑΟΚ του Τούντορ. Το για ποιο λόγο αναζητούν –ειδικά οι Tindersticks- αυτή την θεατρική σύμβαση, το σιωπηλό παλούκωμα, που αναδεικνύει ακόμη και την υψηλή φωτεινότητα στο κινητό ως επαναστατική πράξη, δεν μπόρεσα να το κατανοήσω στη μιάμιση προχθεσινή ώρα, στο τέλος της οποίας το μόνο που έκανε ο καθένας είναι να διηγείται στον διπλανό του μια ιστορία από «τότε που τους είχαμε δει παλιά». Το ότι οι γυναίκες έβαλαν τα καλά έως και τολμηρά τους φορέματα, και δεν ήρθαν με το τυπικά ξενερωμένο τζιν με το οποίο θα έρχονταν στο Gagarin, είναι μία κάποια λύση, αλλά δεν με πείθει και τόσο.
Στο αμιγώς μουσικό κομμάτι, που θα έπρεπε κατά βάση να μας απασχολεί αποκλειστικά, αλλά δεν είμαστε και ο Greil Marcus ως γνωστόν, υπήρξαν σαφώς λιγότεροι λόγοι για να γκρινιάξει κανείς. Έως μηδαμινοί, και αυτό το ξέραμε ήδη από τους τελευταίους δίσκους. Μετά από 20κάτι χρόνια, οι Tindersticks έχουν καταλήξει ηχητικά εκεί που έπρεπε (ή απλώς εκεί που τους έμελλε), ισορροπούν ανάμεσα στην τεχνική τελειομανία της jazz, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται συνήθως η μετριότητα της αφετηρίας του ροκ, και στην εξυπηρέτηση των στίχων του Stuart σε βαθμό που δεν θα παρενοχλείται η διαίσθηση του ακροατή ως προς την βιωματική τους αντίληψη. Επί σκηνής μάλιστα το καταφέρνουν ακόμη καλύτερα, καθώς επιλέγουν τα πάντα να ακούγονται πλέον καθαρά και οριοθετημένα, τίποτε να μην μπερδεύεται με κάτι άλλο, και ο καθένας σιωπηλός να περιμένει από κάτω ένα τέλος, που δεν μπορεί παρά να είναι το λάθος σε ένα τόσο σωστό περιβάλλον.
Χειροκροτήματα, χειραψίες, προμελετημένη έξοδος και καλοσιδερωμένοι γιακάδες δείχνουν το δρόμο προς την τελική εναπόθεση κάθε συναυλιακής μας προσδοκίας σε καταστάσεις που δεν θα ενοχλούν, αλλά δεν θα αφήνουν και κάτι ελάχιστο μέσα μας, εκτός αν ίσως αυτό πρέπει να είναι πλέον το ζητούμενο. Το αυτοκίνητο από το 5ο υπόγειο και ο καθείς εφ’ ω ετάχθη.
Άρης Καραμπεάζης
Μια εισαγωγή περί συναυλιακών χώρων – αφού φαίνεται ότι αυτό μας απασχολεί περισσότερο από το γκρουπ που βλέπουμε και τη μουσική που ακούμε. Εμένα οι χώροι δεν με ενόχλησαν ποτέ. Έχω δει συναρπαστικές συναυλίες σε παλιές, εγκαταλειμμένες συναυλίες, τους Cowboy Junkies στο Royal Festival Hall της South Bank, τον Hugh Masekela να μας ξεσηκώνει στην αλήστου μνήμης Τέντα (του Νταλάρα, ναι αυτή!), μια 50μελή μπάντα από πιτσιρίκια με βραζιλιάνικα κρουστά στη βελούδινη αίθουσα του Barbican με το κοινό των Βραζιλιάνων να χορεύει σάμπες. Τολμώ να πω ότι ο Lou Read ήταν πιο μαγικός στο Παλλάς, παρουσιάζοντας το Magic and Loss, παρά στον Παναθηναϊκό το 1996 (κι εκεί σπουδαίος ήταν, μην παρεξηγηθώ).
Επιπλέον, μετά την τελευταία εμπειρία μου στο Gagarin, όπου ο ήχος των Holy Strangers έμοιαζε να βγαίνει από ηχιάκια τρανζίστορ, και οι Dead Brothers ανέβηκαν αμήχανοι στη σκηνή στις 12 μμ, ενώ ο κόσμος κουρασμένος κι αποσυντονισμένος είχε πάψει πια να δίνει σημασία σε οτιδήποτε, σιχτίρισα για άλλη μια φορά τους δήθεν rock χώρους. Όπου για τους επιχειρηματίες, rock venue σημαίνει: κακός ήχος, κακά ποτά, άθλιες τουαλέτες, βαθύτατη περιφρόνηση του κοινού αφού κάτι που υποτίθεται ξεκινάει στις 10 καταλήγει να αρχίσει στις 12 μμ, όταν η ορθοστασία και οι καπνοί σ’ έχουν εξοντώσει.
Επί της ουσίας, τώρα. Αναρωτιέμαι: μόνο εγώ έχω εννοήσει ότι ο Stuart Staples έχει μετεξελιχθεί σ’ έναν κλασικό chansonnier; Και ότι κρατάει τους Tindersticks μάλλον για καθαρά συναισθηματικούς λόγους; Ήδη από τον πρώτο δίσκο τους, οι Tindersticks έδειχναν την κλήση τους σε μια λιγότερο μελό, σαφώς πιο βρετανική (κι επομένως συγκρατημένη κι εσωστρεφώς ειρωνική) εκδοχή των torch songs. Δεν είχα την τύχη να τους δω τη δεκαετία του ’90, κι αφού ο Λυκαβηττός δεν παίζει πια ως συναυλιακός χώρος, η Στεγη ήταν ο ιδανικός χώρος γι’ αυτούς τη γλυκειά βραδιά της 25ης Μαΐου. Τη θεατρικότητα της ερμηνείας του Stuart ενέτεινε η απόλυτη ησυχία του κοινού – επιτέλους! – και οι δραματικοί φωτισμοί.
Αν έχω σωστές πληροφορίες, κάθε βράδυ το σετλίστ ήταν διαφορετικό. Τη βραδιά που τους είδα, το highlight ήταν η διασκευή του Johnny Guitar, και παρότι περίμενα φυσικά να παίξουν αρκετά κομμάτια από τον καινούργιο τους δίσκο (We Are Dreamers, Hey Lucinda, How We Entered, Second Chance Man), μου έλειψαν τραγούδια που έμαθα ότι ερμήνευσαν στη Θεσσαλονίκη (το Tiny Tears, αν δεν κάνω λάθος). Εξεπλάγην ευχάριστα με το Boobar, το My Oblivion, και περισσότερο απ’ όλα με το She’s Gone. Ο τέλειος ήχος – θα το επαναλάβω άλλη μια φορά, με κίνδυνο να γίνω κουραστική – επέτρεπε να ακούμε και τον παραμικρό ψίθυρο του Stuart, τα βελούδινα κρουστά του Earl Harvin, τα πλήκτρα του David Boulter να χαϊδεύουν την ακοή άλλοτε σαν εκκλησιαστικό όργανο κι άλλοτε σαν παιδικό πιάνο.
Και μια απάντηση στον φίλο μου τον Άρη: Δεν χρειάζεται να σου πω ότι τέχνη δεν είναι μόνο η μουσική, πόσω μάλλον η μουσική που αρέσει μόνο σ’ εμάς. Αφήνοντας απέξω το Μέγαρο – το οποίο κατά την ταπεινή μου άποψη εξέφραζε από την αρχή την κατά ΠΑΣΟΚ άποψη περί νεοπλουτίστικης «κουλτούρας» και «υψηλής τέχνης» - και Στέγες χρειαζόμαστε και ιδρύματα Νιάρχου. Για να βλέπουμε σύγχρονο χορό, και θέατρο, για να ακούμε τον George Pelekanos να μιλάει με χιούμορ για την αστυνομική λογοτεχνία, για να βλέπουμε εκθέσεις με τις φωτογραφίες του Robert Mapplethorpe. Και εμείς στην ΑΘήνα, χρειαζόμαστε συναυλιακούς χώρους που να μας σέβονται προσφέροντάς μας το στοιχειώδες: καλό ήχο.
Χίλντα Παπαδημητρίου