Τελικά, πόσο «χοτ» είναι το trap και το νέο ραπ;
Αχός πολύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν στον μουσικοκριτικό χώρο για την 'νέα' (;) τραπ-ποπ (συνήθως κι ερήμην των υποκειμένων). Ένα 'λάιβ' δίνει αφορμή στον Χάρη Συμβουλίδη για σκέψεις και προβληματισμούς που ακολουθούν άλλες ατραπούς
Η απρόσμενη επιτυχία του Sin Boy με το "Mama?" (2019), αλλά και μια σειρά δημοσιευμάτων περί trap/νέου ραπ σε δημοφιλή μέσα σε τροχιά γύρω από το alternative lifestyle, δημιούργησαν εντυπώσεις, όσο και μια κυρίαρχη αφήγηση. Η οποία θέλει το είδος (με τις όποιες συνιστώσες) να σαρώνει στις νεαρότερες και πιο δυναμικές ηλικίες ακροατών, δημιουργώντας ένα φαινόμενο. Με τον εγχώριο μουσικό Τύπο να αδιαφορεί να μπει στη συζήτηση, η αρένα έχει μεταφερθεί στις αναρτήσεις της κοινωνικής δικτύωσης –κάτι που ίσως δυσκολέψει τους ιστορικούς του μέλλοντος. Εκεί, βλέπουμε να συμβαδίζουν απόψεις για την «ποπ της εποχής μας» με αναλύσεις για έναν ηχητικό εκδημοκρατισμό από τα κάτω, όπου βρίσκει καταφύγιο η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά του σύγχρονου εγχώριου στίχου, κόντρα στις έντεχνες ερωτολογίες και στις ἥξεις ἀφήξεις αοριστολογίες του «επίσημου» τραγουδιού.
Είναι όμως έτσι;
Οπωσδήποτε φαίνεται έτσι, κάτι που ήταν αρκετό για την MK Group of Companies (όμιλος Μαροσούλης-Κοταρίδης), ώστε να απαντήσει στο άνυδρο ελέω κορωνοϊού συναυλιακό τοπίο εξαγγέλλοντας ένα τριήμερο TRAPSTARZ φεστιβάλ σκηνοθετημένο από τον Ανδρέα Λουκάκο, το οποίο θα έφερνε στις οθόνες μας κάμποσα από τα πιο προβαλλόμενα ονόματα αυτών των νέων τάσεων. Το «μενού» προέβλεπε Sin Boy, Light και Hawk για την πρώτη ημέρα (10 Απριλίου), Mente Fuerte, Saske και FY για τη δεύτερη (17 Απριλίου) και Snik, Slogan και MG για το τρίτο ραντεβού (24 Απριλίου). Αλλά η κατάληξη του εγχειρήματος δημιουργεί σημαντικά ερωτηματικά.
Η εναρκτήρια ημέρα διεξήχθη πάντως όπως σχεδιάστηκε. Και δεν έκρυψε τη στόχευσή της στο πιο νεανικό ακροατήριο, αφού η εκδήλωση παρέπεμπε διαρκώς στο Instagram (πουθενά το Facebook, το οποίο χαρτογραφείται ολοένα και περισσότερο ως πεδίο δράσης μεγαλύτερων ηλικιών), ενώ την παρουσίαση ανέλαβαν ο πετυχημένος γιουτιούμπερ Αλέξανδρος Κοψιάδης με τον Dr. Χταπόδια. Άνθρωποι δηλαδή γνώριμοι σε ηλικίες που περνούν ώρες μπροστά στις οθόνες των κινητών, βλέποντας βιντεάκια.
Στη σκηνή του Vox πρώτος ανέβηκε ο Moose. Λανσάροντας το νέο του τατουάζ κροκόδειλο, αλλά και φέρνοντας μαζί την ομάδα του, επεδίωξε να δώσει μια εικόνα άνεσης, η οποία δεν αντιστοίχησε στην εμφάνισή του: το κοκκινωπό δερμάτινο που άργησε να βγάλει και δύο κοπέλες που άρχισαν να χορεύουν παράταιρα (πρώτα πίσω από κάτι συρματοπλέγματα, έπειτα δίπλα του), πρόδωσαν μια αμηχανία –δικαιολογημένη, βέβαια, καθώς μπορούμε κι εμείς, ως κοινό, να αντιληφθούμε πόσο άχαρο είναι να ραπάρεις κοιτώντας μια κενή αίθουσα. Ο Moose έχει δρόμο να διαβεί, έχει όμως κι ένα εμφανές ταλέντο στο μικρόφωνο, το οποίο κάπου θα τον πάει στο μέλλον.
Ο Vlospa, αντιθέτως, αφού ξεκαθάρισε στους Κοψιάδη & Dr. Χταπόδια ότι δεν δίνει συνεντεύξεις, μπούκαρε λες και βρισκόταν αντίκρυ σε ένα μεγάλο, παλλόμενο πλήθος. Με μαύρο γυαλί, φόρμα Lacoste, αλλά και με φορτσάτο ραπ στο "Πρώτα Εμείς", επιβλήθηκε με το καλημέρα στις εντυπώσεις και διατήρησε τον αέρα αυτόν μέχρι το τέλος. Μάλιστα, όταν ρίμαρε στα γαλλικά στο "R.U.E." (με μεγάλη άνεση, καθώς είναι μισός Γάλλος), πέτυχε να βάλει «φωτιά» ακόμα και στη φύσει ξενέρωτη συνθήκη του live streaming. Μόνη παραφωνία του set το "2310" κι αυτό γιατί ήρθε να τον συνοδεύσει ο Light, ο οποίος φώναζε αχρείαστα και δεν πολυσυντονίστηκε μαζί του.
Ο Light πήρε κατόπιν τη σκυτάλη και δεν παρέλειψε να θυμίσει ότι είναι «ο αγαπημένος ράπερ του Γιάννη Αντετοκούνμπο» με το βιντεάκι στον πρόλογο της εμφάνισής του. Σκηνικά μιλώντας, ήταν μάλλον ο καλύτερος της πρώτης ημέρας TRAPSTARZ, καθώς έχει δουλέψει εμφανώς την κίνηση και τις κλασικές ραπάδικες πόζες και ξέρει να στήνεται σωστά ως προς τα φώτα, ανακυκλώνοντας το στυλ του Jay-Z (βοηθά ασφαλώς και το καπελάκι). Αλλά στα υπόλοιπα, φάνηκε «λίγος». Δυνάμεις υπάρχουν, γίνεται εμφανές. Υπάρχει όμως και πολύ ξόδεμα: σε μέτρια κομμάτια, σε περιττά auto tune, σε πολλά διαφορετικά στυλ ραπαρίσματος (που, όπως παρατήρησε η Χριστίνα Κουτρουλού, οφειλόταν στο ότι προσπαθούσε να παίξει τα κομμάτια για να τα βγάλει εις πέρας, αφού δεν έπαιρνε καλές ανάσες) και κυρίως σε έναν άσχημο λόγο στιχουργικά, στον οποίον δείχνει μάλιστα να επιμένει, με αποτέλεσμα να σου «χτυπά». Οι χορεύτριες, τέλος, πάλι δεν καταλάβαμε τι επεδίωκαν με την παρουσία τους δίπλα στον Θεσσαλονικιό ράπερ.
Ο Hawk πρωτοφάνηκε στο πλάι του Light με μαύρο γυαλί, άσπρο τιραντέ φανελάκι και μαύρη φόρμα Adidas, ζωσμένος με τσαντάκι που έμοιαζε με ...αλεξίσφαιρο· και όλοι φυσικά ξέραμε ότι θα έλεγαν το "Voodoo". Ως εκεί όλα καλά, αλλά έπειτα δεν έμεινε μόνος πάνω στη σκηνή: στο μεγαλύτερο κομμάτι του set ράπαρε μαζί με τον Light, δίνοντας υπερβολικό βάρος στη διαφήμιση του κοινού τους δίσκου Supernova (2020), με το μέτριο υλικό αυτού (τα έχουμε πει διεξοδικά κι εδώ) να επιφέρει σημαντική κόπωση στις αισθήσεις. Πέρασε λοιπόν και δεν άγγιξε ο (τ)ράπερ από την Κατερίνη, καλύτερη στιγμή του οποίου ήταν τελικά η guest παρουσία στην έναρξη του Mad Clip για το "Χιλιόμετρα", όπου κι έλαμψε επιτέλους ριμάροντας «όταν πεθάνω βάλτε με στο στούντιο».
O Mad Clip, τώρα, είναι απαράμιλλη περσόνα. Και μόνο δηλαδή που τον έβλεπες με εκείνη τη βελουτέ πράσινη φόρμα, αρκούσε για να δημιουργήσει κέφι –πόσο μάλλον όταν κάτι τέτοιο περνούσε και στις ερμηνείες του, όπως λ.χ. στο "Presidente", όπου ισορροπεί μεταξύ λαϊκού ειδώλου της πίστας και Βαλκάνιου μαφιόζου. Τολμώ μάλιστα να πω ότι σε ορισμένες κινήσεις του, δίνει την αχνή εντύπωση ενός αποσυντονισμένου ζεϊμπέκικου πάνω από ελλειπτικά trap beats, κάτι που προσφέρεται και για περαιτέρω σημειολογία. Εντούτοις η εικόνα κάπου εξάντλησε τη δυναμική της και, πέραν αυτής, ο Mad Clip δεν είχε δυστυχώς να επιδείξει πολλά: αρκετά κομμάτια ήταν κάτω του μετρίου, η έμφαση στο auto tune καταντούσε μονότονη, ενώ το live streaming είχε μια απογοητευτική αίσθηση playback, με την οποία τελικά δεν συμφιλιωνόσουν, ακόμα κι αν την περίμενες.
Αλλά η βραδιά δεν έκλεισε εκεί. Ακολουθώντας (αναίτια) την club λογική, όπου μετά την κορύφωση με τον επικεφαλής έρχεται το «after», ο Mad Clip υποδέχτηκε τον Strat. Με τον οποίον η TRAPSTARZ ημέρα οδηγήθηκε στο ναδίρ της, αφού ούτε τραγούδια υπήρχαν, ούτε δουλεμένη κίνηση, ούτε κάποιο χάρισμα στο rap εντοπίστηκε. Αντιθέτως, ο Strat μας ζάλισε μιλώντας διαρκώς για όπλα, ναρκωτικά και ζοριλίκια στον υπόκοσμο, ποντάροντας σε ατάκες τύπου «άμα το παίζεις αλήτης, φρόντισε και να είσαι» –τις οποίες μπαίνεις φοβάμαι στον πειρασμό να επιστρέψεις, ως κριτικές επισημάνσεις.
Ο TRAPSTARZ επίλογος, ήρθε κατόπιν ξαφνικός. Την Παρασκευή 16 Απριλίου, μία ημέρα δηλαδή πριν το δεύτερο event, κοινοποιήθηκε ηλεκτρονικά «σημαντική ενημέρωση» εκ μέρους της διοργάνωσης μέσω του Viva.gr, η οποία ανακοίνωνε ότι:
Μετά την επιτυχία της πρώτης online συνάντησης των μεγαλύτερων ονομάτων της trap σκηνής, οι διοργανωτές αποφάσισαν τα 2 επόμενα online events που ήταν προγραμματισμένα για 17 & 24/4 να αναβληθούν και να γίνουν live.
Προσωπικά, αδυνατώ να παρακολουθήσω τον συλλογισμό. Τα κρούσματα του κορωνοϊού παραμένουν ανησυχητικά, ορίζοντας να ξαναρχίσουν τα live δεν φαίνεται, διεθνώς όλοι κινούνται προς το 2022. Κι όμως, μια εκδήλωση που αυτοπροσδιορίζεται ως «επιτυχημένη» αποφασίζει να διαλέξει αυτή την αόριστη μετάθεση αντί να τελέσει τα προγραμματισμένα ραντεβού, ρισκάροντας στο μεταξύ να επιστρέψει χρήματα σε όσους είχαν ήδη αγοράσει εισιτήρια. Ίσως να μου λείπουν πληροφορίες, ίσως η ανακοίνωση να έπρεπε να αναπτύξει διεξοδικότερα το σκεπτικό της; Μπορεί λοιπόν να κάνω και λάθος, πάντως μπαίνω στον πειρασμό να υποψιαστώ ένα φιάσκο.
Αυτή η εικασία, μάλιστα, έρχεται να προστεθεί σε δύο ακόμα συναυλιακά δεδομένα: Δεκέμβριο 2019, ο Saske δεν γέμισε το Gagarin, παρά τα εκατομμύρια των views στο YouTube· Σεπτέμβριος 2018, ο Tekashi 6ix9ine για πρώτη φορά στην Αθήνα –με support τον Snik, παρακαλώ– αλλά το Piraeus Academy έμεινε μισοάδειο.
Ξαναγυρίζοντας λοιπόν σε όσα λέγαμε στην αρχή, δικαιούμαστε πιστεύω να αναρωτηθούμε: τελικά, πόσο «χοτ» είναι το trap και το νέο ραπ στην Ελλάδα;
Ασφαλώς υπάρχουν κι άλλοι δείκτες, οι οποίοι δεν αφήνουν αμφιβολία ότι πρόκειται για ήχους που πράγματι απασχολούν έντονα μερίδα της σημερινής νεολαίας. Aκούω επίσης την άποψη ότι η όλη κουλτούρα έχει club υπόσταση, οπότε δεν μπορεί να μετρηθεί σωστά με τις συνήθεις συναυλίες. Μπορεί... Εφόσον ισχύει, όμως, δεν ακυρώνει κάπως τη φασαρία με το trap και το νέο rap, υποβιβάζοντάς τα σε μια επίκαιρη βιτρίνα ανακατάληψης της οικείας νεοελληνικής πίστας; Και υποτίθεται ότι ο χώρος δεν είναι με τα «μπουζούκια», αν και φιγούρες σαν τον Mad Clip και τον Υποχθόνιο μάλλον δεν το συμμερίζονται αυτό.
Πόσο παράλογο είναι λοιπόν να ρωτήσουμε για τι ποσοστό της νυν νεολαίας μιλάμε, εν τέλει; Και, επιπλέον, τι ποσοστό αυτού του ποσοστού καταλαμβάνεται από ηλικίες είτε της προεφηβείας, είτε του κάτω φάσματος της εφηβείας, οι οποίες αδυνατούν να υποστηρίξουν το όλο πράγμα πέρα από το view στο YouTube, την καρδούλα στο Instagram, ίσως το play στο Spotify; Μήπως βρισκόμαστε ενώπιον ενός φαινομένου υπαρκτού μεν, που διογκώνεται όμως δυσανάλογα από 30άρηδες και 40άρηδες, οι οποίοι απευθύνονται στο δικό τους ηλικιακό γκρουπ προβάλλοντας προσωπικές ανάγκες και αναγνώσεις; Μήπως η νεολαία παραμένει όπως πάντα ήταν, ένα ψηφιδωτό δηλαδή από διάφορες τάσεις που συνυπάρχουν παράλληλα;
Δεν ισχυρίζομαι ότι κατέχω απαντήσεις. Ισχυρίζομαι ωστόσο ότι υπάρχουν ρωγμές στο κυρίαρχο trap αφήγημα, τις οποίες αξίζει να συζητήσουμε. Επισημαίνοντας –με αφορμή το TRAPSTARZ εγχείρημα– και τρεις παραμέτρους που κακώς παραμένουν υποφωτισμένες, καθότι οφθαλμοφανείς.
Πρώτον, το να μιλάς για τα σκατά μιας ζωής στα όρια του περιθωρίου είναι μια χιπ χοπ υπόθεση ήδη παλιά ακόμα και για τη χώρα μας, την οποία δεν δικαιούνται να καρπωθούν οι trappers. Πόσο μάλλον αν ως μόνη πρόταση έναντί της προβάλλουν το μικροαστικό όνειρο να πιάσουν την καλή ώστε να ζήσουν αυτοί καλύτερα, όσο οι υπόλοιποι θα παραμείνουν στα σκατά. Όσοι κάνουν λοιπόν κοινωνικές αναλύσεις, αναζητώντας καθημερινούς ήρωες από την εργατιά, θα έπρεπε ίσως να σκεφτούν διπλά και τριπλά πριν τις καταθέσουν.
Δεύτερον, ακόμα κι αν οι trappers είναι όντως οι νέοι αστέρες της ποπ, τι σημαίνει αυτό; Όσοι κόπτονται, άκουγαν αλήθεια με τον ίδιο ζήλο κάθε ποπ αστέρα των προηγούμενων δεκαετιών; Στην ίδια βάση, δεν θα έπρεπε να γράφουν και για την Ελένη Φουρέιρα ή την Τάμτα;
Τρίτον (και κυριότερο), αν κι έχουν γραφτεί ορισμένα εξαιρετικά τραγούδια, το νέο ραπ πάσχει σημαντικά σε στιχουργική και σε ερμηνευτικές περσόνες, όντας αγκυλωμένο στις mumble rap συμβάσεις μιας αμερικάνικης ματσό αισθητικής, που, καθώς ελληνοποιείται, μπορεί να αποβεί γελοία. Επιπλέον, εφόσον το εγχώριο χιπ χοπ συνεχίζει παράλληλα να εκπροσωπείται από κραταιές παλαιότερες φιγούρες –οι οποίες δημιουργούν μετρήσιμους χαμούς στις δικές τους ζωντανές εμφανίσεις, γεμίζοντας χώρους σαν την Πετρούπολη, την Τεχνόπολη ή την Ιερά Οδό– δημιουργείται αναπόφευκτα και μια σύγκριση διόλου κολακευτική.