Live @ Winter Plissken
Όλοι τελικά έχουν τη δική τους προσωπική "καλύτερη συναυλία των Tuxedomoon". Του Άρη Καραμπεάζη
Εννέα χρόνια πριν (και σχεδόν ακριβώς) ο Αντώνης Ξαγάς έκλεινε τις εντυπώσεις του για την τότε εμφάνιση των Tuxedomoon στο Gagarin, σημειώνοντας ως άξιο όχι μόνο λόγου, αλλά και σεβασμού, το γεγονός ότι on stage δεν αγγίζουν το υλικό της πρώτης περιόδου τους, ενόψει και του ότι αυτό αφορούσε μια αρκετά διαφορετική σύνθεση του συγκροτήματος. Τα χρόνια περνάνε, οι συνθέσεις είναι πάντοτε μεταβλητές, η ζωή δεν είναι πάντοτε παρούσα, ο χρυσός κανόνας της ροκ νοσταλγίας υπαγορεύει ότι οι πάντες θα ξαναπιάσουν τα πάντα, και καθώς επιβεβαιώνεται με τις εξαιρέσεις του το να πιάσουν οι Tuxedomoon το Half-Mute ίσως να μην ήταν τελικά απαραίτητα θέμα χρόνου, αλλά και τόλμης.
Ασφαλώς και η δισκογραφία τους δεν είναι συμβατική, έστω και στα μη συμβατικά όρια που είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ακόμη και όταν η έμπνευση ήταν με το μέρος τους επέλεγαν να μην την εξαντλούν, αλλά περισσότερο να την εξαπλώνουν ώστε να καταλήγει επιμελώς διάσπαρτη. Αν ρωτήσετε 100 οπαδούς των Tuxedomoon ποιο από τα άλμπουμ τους θέλουν να ακούσουν στην ολότητα του, το Desire πιθανόν και εύλογα θα πλειοψηφήσει και δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει δεύτερο το ντεμπούτο τους.
Αν όμως υπάρχει ένα άλμπουμ που ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος τόσο παράταιρο, όσο παράταιροι ήταν τελικά και οι ίδιοι οι Tuxedomoon, σε ένα σύστημα post punk αξιών, που τους εξανάγκασε στην Ευρώπη να θεωρούνται Αμερικάνοι και στην Αμερική Ευρωπαίοι, τότε αυτό είναι σίγουρα το Half-Mute και η αδιαφορία του προς τα τεκταινόμενα του τότε zeitgeist. Ας μη γελιόμαστε, οι Tuxedomoon είναι ένα συγκρότημα που πάντοτε ήθελε και πολλές φορές πέτυχε να παίξει ηλεκτρονική μουσική και μόνο. Ως συγκρότημα όμως, και όχι ως μονάδες, και ακόμη και με συμβατικά έως κλασικά όργανα. Μία ανορθόδοξη λούπα, μία ξεχασμένη κάπου καμπάνα είχε για τους ίδιους την ίδια αξία με τις καλύτερες στιγμές του δοξαριού του Blaine, και κυρίως προσπάθησαν πάντοτε να μας πείσουν ότι έχει και την ίδια ακριβώς ψυχή. Και τις περισσότερες φορές το κατάφεραν, αν θέλετε τη γνώμη μου.
Στο Half-Mute τίποτε δεν είναι συμβατικό, τίποτε δεν είναι σε μια θέση απλά και μόνο επειδή εκεί είναι η θέση του, οι δημιουργοί τυραννούν ηδονικά το μυαλό του ακροατή τους περισσότερο από ότι οι Autechre των πρώτων άλμπουμ, ακριβώς επειδή σε καίριες στιγμές του δίνουν την εντύπωση ότι ήρθαν να τον χαϊδέψουν, αλλά ποτέ δεν θα το κάνουν. Ο Peter Principle, γίγας του μπάσου κατά τον Γιώργο Κοτσώνη, βράχος κατά τον Μάνο Μπούρα (θα πιστέψω και τους δύο, μιας και ο όγκος είναι πράγματι ακλόνητος) παίρνει ουκ ολίγες φορές στη διάρκεια του δίσκου την συνολική προοπτική του συγκροτήματος επάνω του (όπως άλλωστε συνήθιζαν οι μπασίστες της εποχής), όχι όμως για να κρατήσει έναν στιβαρό και macho ρυθμό, αλλά για να οικοδομήσει μια από τις πιο εύθραυστα άρρηκτες ραχοκοκαλιές του ροκ, τόσο ικανή όσο χρειάζεται ώστε να αντέχει την αποσύνθεση κάθε υπόλοιπου ήχου που έπεφτε κατά πάνω της.
Τα τραγούδια, το ένα μετά το άλλο, πείθουν ότι το ζητούμενο δεν είναι να πειστεί ο κόσμος για την αξία των Tuxedomoon, αλλά οι τελευταίοι για την αξία του κόσμου και στο τέλος κάθε ακρόασης, ενός δίσκου αφόρητα ατομιστικού, ξεχωριστές, μεταξύ ισάξιων, συνθέσεις όπως το Loneliness είτε ορκίζεσαι ότι δεν θα τις ξανακούσεις ποτέ, είτε τις ακούς αδιάκοπα γύρω σου και αν είσαι άτυχος ή απρόσεχτος και μέσα σου . Η μουσική των Tuxedomoon και στα επόμενα αυτού του δίσκου χρόνια θα έχει ικανότητες επιληπτικής επαφής με τους πιστούς της, είναι γνωστό ότι κόσμος και κοσμάκης ακόμη προσπαθεί να βγάλει από το μυαλό του το In The Name Of Talent και όλοι ειδοποιούν τους κοντινούς τους όταν τυχόν το καταφέρουν.
Αυτό λοιπόν είναι το ιστορικό πλαίσιο, και παρότι δεν ενδιαφέρει κανέναν, είμαστε υποχρεωμένοι να το θέτουμε μιας και μια μέρα όλους θα μας κρίνει η ιστορία.
Το παρόν χωροχρονικό πλαίσιο θέλει τους Tuxedomoon να εμφανίζονται ως άτυποι headliners σε ένα φεστιβάλ που εκτός του ότι απασχολείται κατά βάση με τον ηλεκτρονικό/ dance ήχο, στοχεύει ωσαύτως σε μία μουσική επικαιρότητα που το πιθανότερο είναι την αμέσως επόμενη ημέρα είτε να μην υπάρχει, είτε να υπάρχει ως καρικατούρα του εαυτού της (Death In Vegas). Σε αντίθεση με τις προηγούμενες 115 εμφανίσεις τους στη χώρα μας από τα τέλη των 90s και μετά (εμείς στη Θεσσαλονίκη είχαμε ξεκινήσει με μια εμφάνιση στο Μύλο, που μάλλον κανείς δεν θέλει να θυμάται) είχαν μπροστά τους ένα μεγάλο τμήμα του κοινού που πιθανόν να μην βρέθηκε εκεί για να ακούσει αυτούς, και σίγουρα ένα μεγαλύτερο τμήμα, που δεν βρέθηκε εκεί για να σαγηνευτεί απλά και μόνον από τον θρύλο τους. Συνεπώς έπρεπε να κάνουν κάτι παραπάνω, από όσα μπορείτε να διαβάσετε μεταξύ άλλων στα 3-4 review που θα βρείτε πρόχειρα ψάχνοντας ακόμη και στο Mic.
Και αυτό που έκαναν οι Tuxedomoon το βράδυ της Παρασκευής ήταν κάτι περισσότερο από το προφανές, καθώς κατά γενική ομολογία έδωσαν μία από τις καλύτερες συναυλίες τους στην Ελλάδα, σε αυτή την (ίσως όχι και τόσο περιπετειώδη, όσο νομίζουμε) δεύτερη ζωή, στην οποία μεταξύ άλλων τους ‘έσπρωξε’ η τυφλή πίστη που είχε πάντοτε σε αυτούς ο Νίκος Τριανταφυλλίδης. Ξεκαθαρίζω ότι για εμένα αυτή ήταν η καλύτερη συναυλία των Tuxedomoon στην Ελλάδα, η συναυλία που πάντοτε περίμενα από αυτούς δηλαδή, η εμφάνιση εκείνη που αισθητικά και συναισθηματικά ολοκλήρωσε την άποψη μου για το συγκρότημα. Έτσι προσδοκούσα πάντοτε να ακούγονται, αλλά και να «φαίνονται» επί σκηνής. Σημειώνω ότι δεν ήμουν στο Λυκαβηττό (όπου άλλοι μου μιλάνε για θρίαμβο, και άλλοι απλώς για σύγχυση, όπως και τότε στο Μύλο μάλλον), και ότι όπως γίνεται κατανοητό και από τα παραπάνω το Half-Mute είναι όντως ο δίσκος που σταθερά προτιμώ από την δισκογραφία τους από την πρώτη φορά που τον άκουσα μέχρι και σήμερα.
Στο επιβλητικό της εμφάνισης συνετέλεσε σημαντικά και ο χώρος. Η μεγάλη σκηνή έδωσε στους μουσικούς τη δυνατότητα να είναι όσο απομονωμένοι χρειάζεται ο ένας από τον άλλον και να έχουν παράλληλα τον απαιτούμενο χώρο για να επικοινωνήσουν οι μεταξύ τους αποστάσεις, ηχητικές και συναισθηματικές. Κάπως έτσι κανείς τους δεν χρειάστηκε ουσιαστικά να κουνηθεί από τη θέση του (όπως κάνουν τα πραγματικά σημαίνοντα συγκροτήματα από την εποχή του Eddie Cochran και μετά), αλλά και κανείς δεν στριμώχτηκε με κανέναν. Εξάπλωσαν στο χώρο τον ήχο που έπρεπε, ο οποίος χωρίς δυσκολία κατέλαβε αυτούς που δεν τον γνώριζαν και από ένα σημείο και μετά κατέβαλε συναισθηματικά όσους τον έχουν οικειοποιηθεί εκατοντάδες φορές όλα αυτά τα χρόνια στις ιδιωτικές τους ακροάσεις. Ακούστηκε το East/Jinx, αφού πρώτα ολοκληρώθηκε όντως το Half-Mute, και ενώ ακριβώς πριν τίποτε δεν έμεινε όρθιο (μέσα μας) καθώς διαπιστώναμε ότι –ναι – υπάρχει η δυνατότητα να ακούσει κανείς το Seeding The Clouds και να βρίσκονται 700-800 ακόμη περίπου άτομα γύρω του (ΟΚ, δεν ξέρω να μετράω καλά ως γνωστόν).
Στο τέλος της βραδιάς, οι Tuxedomoon περιέπαιξαν όμορφα το αισθητήριο των αναμνήσεων μας, τοποθετώντας το Baron Brown (από το Cabin In The Sky του 2004, έναν σίγουρα παραγνωρισμένο δίσκο, που κανείς μας δεν άκουσε ποτέ, έστω και αν μπήκε στον κόπο να τον αγοράσει) στην τελική κορύφωση μιας βραδιάς, που αν μη τι άλλο στόχευε (και πέτυχε) να αποδείξει ότι ο κόσμος τους δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία γραμμική συνέχεια με ικανές παρεκτροπές, οι οποίες άλλες φορές γίνονται κατανοητές και άλλες όχι, ακόμη και από τους πιο φανατικούς τους. Εν προκειμένω τα πάντα έγιναν κατανοητά, και τα διάσπαρτα κομμάτια του παρελθόντος τους ενώθηκαν ιδανικά σε ένα απροσδιόριστο παρόν. Έπεται τι; Ολόκληρο το Desire; Μια περιοδεία με όλα εκείνα τα τραγούδια που οι πάντες περιμένουν να ακούσουν, αλλά ποτέ δεν έρχονται; Δεν έχει ίσως τόση σημασία, σημασία έχει ότι μετά από τόσους αιώνες αναμονής, τα πράγματα με τους Tuxedomoon πήραν οριστικά το δρόμο τους και σε αυτό το επίπεδο. Και αυτό είναι κάτι που θα μείνει, ό,τι και να γίνει αργότερα.