Who Put The (M)anics in Manchester?
Ο Άρης Καραμπεάζης ζει τον μύθο του στο Μάνστεστερ. Όχι απαραίτητα με τον αναμενόμενο τρόπο...
Manic Street Preachers @ Manchester Arena 28/4/2018
Yo La Tengo @ Manchester Academy 30/4/2018
Προ ετών (πολλών πλέον) με αφορμή εκείνο το ανεκδιήγητο ντοκιμαντέρ για τον Γιάννη Πετρίδη, στο οποίο κατά βάση τον είχαν βάλει να μετακινείται από το ένα σημείο μηδέν στο άλλο σημείο μηδέν της (αμερικάνικης) ροκ-εν-ρολ ιστορίας, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην επιδοθώ ποτέ σε τέτοιου είδους γραφικότητες. Διότι αν μη τι άλλο θα έπρεπε να πηγαίνουμε τουλάχιστον μία φορά το μήνα εκδρομή στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης στα πάρκα που έπινε και κατούραγε μπυροκούτια ο Γιάννης Αγγελάκας, αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά ειλικρινείς με τον όποιο ροκ εαυτό μας. Ή ακόμη και να περιμένουμε πότε θα ξαναπλημμυρίσει η Γένοβα για να πιάσουμε το πνεύμα του Fabrizio De André στα σάπια νερά και στα βουλωμένα λούκια.
Την περασμένη Δευτέρα το μεσημέρι παρά ταύτα, βρέθηκα να περπατάω ικανή (όσο και αδιάφορη) απόσταση στο κέντρο-απόκεντρο του Manchester για να φτάσω (κι εγώ με τη σειρά μου) έξω από την πράσινη πόρτα του Salford Lads Club, να φωτογραφηθώ και να αποχωρήσω προς την πλησιέστερη εργατική (και μόνη εναπομείνασα από ότι πληροφορήθηκα) pub της περιοχής (ίσως το καλύτερο μέρος που επισκέφτηκα στο Manchester btw), αναλογιζόμενος όμως σε όλη τη διάρκεια το γελοίο του πράγματος, τόσο εγώ, όσο και ένας τυπικά ξανθός μπόμπιρας, που φυσιολογικά χάζευε και γέλαγε με το όλο εγχείρημα, για μία ακόμη φορά στη (σύντομη μέχρι τώρα τουλάχιστον) ζωή του. Προφανώς και του έχουν σφυρίξει το παράδοξο των οπαδών κάποιων Smiths, προφανώς και δεν υπάρχει λόγος να μην γελάει με τον κάθε επόμενο από Εμάς, που σχεδόν τυφλωμένος σέρνεται προς αυτή την προσωπική του Ακρόπολη (ή Λευκό Πύργο αν προτιμάτε).
Από την άλλη πλευρά όσο και αν πρόκειται για το πιο αδιάφορο δήθεν μνημείο στην ιστορία των δήθεν μνημείων, πόσο ισχυρή είναι άραγε η υποβολή τύπων σαν τον Morrissey (τον Elvis στην περίπτωση του Πετρίδη, του Lemmy για όλους αυτούς που ακόμη πηγαίνουν στο μπαρ που έπαιζε βελάκια και τζακ ντάνιελς, ελπίζοντας ότι θα τον πετύχουν και μετά θάνατον κ.λ.π.), ώστε να μας οδηγεί –ακόμη και σε καθεστώς αυτοσαρκασμού– σε τέτοιου είδους μέρη, στα οποία –ας το παραδεχτούμε– έστω και για λίγα δευτερόλεπτα κάτι σαν να αισθανόμαστε, μέχρι να έρθουμε και πάλι στα κανονικά μας. Ή το αντίστροφο.
«Είμαι φανατικός με την ιστορία και δη με την ελληνική, θέλω να πάω στις Θερμοπύλες, ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτε να δω, απλά για να πατήσω το χώμα και να αισθανθώ», μου έλεγε δύο μόλις μέρες πριν ένας (ικανότατος αν μη τι άλλο) barber-ης στο κέντρο της πόλης, μαζί με διάφορες άλλες πιο οικογενειακές του ιστορίες από την (σύγχρονη) Ελλάδα. Ποια η διαφορά μας; Ποια η επίδραση στη ζωή του της μάχης των Θερμοπυλών εν σχέση με την ίδια έντονη –όσο και σημαντική– ανάμνηση που φέρνει κάθε φορά στο δικό μου συνειδητό έστω και μία ημιθανής ακρόαση του "Sweet And Tender Hooligan"; Ήθελα να του πω ότι είναι μάλλον επικίνδυνο να παθιάζονται με την ιστορία, όσοι αποδεδειγμένα δεν έχουν την στοιχειώδη γνωστική και επιστημονική βάση για την κατανόηση της, αλλά κρατούσε στα χέρια του το κεφάλι μου και μία ξυριστική μηχανή ρυθμισμένη στα 3mm και επίσης φοβήθηκα πως θα μου πει ότι το να συνεχίζεις να ακούς Smiths στα 40 σου είναι πιο γραφικό και από τις Θερμοπύλες. Τριάντα λίρες μετά αποχαιρετιστήκαμε σχεδόν συγκινημένοι, μη έχοντας πει κάτι τέτοια περιττά.
Το ίδιο βράδυ οι Manic Street Preachers δίνουν στην Manchester Arena μία από τις πρώτες συναυλίες της φετινής τους βρετανικής τουρ, που όπως ήδη είπαμε βρίσκει αυτούς με ένα ανέλπιστα καλό άλμπουμ, και εμάς με μία ανέλπιστα ανανεωμένη πίστη έναντι αυτών. Βάλε κάτι προσωπικές επετείους ζωής, κάτι απωθημένα παιδικής πίστης και φίλων, κάτι στίγματα φανατισμού και μια καλώς εννοούμενη επιμονή, καλά κάναμε και ήρθαμε, αλλά τελικά τι είδαμε και τι ακούσαμε; Σίγουρα τίποτε έντονα διαφορετικό από ότι είδαν και άκουσαν στο Birmingham την προ-προηγούμενη ημέρα και στο Leeds την μεθεπόμενη, αλλά μήπως και αυτή η δήθεν μοναδικότητα δεν είναι ένα ακόμη παραμύθι του όποιου underground στο οποίο συνεχίζουμε να πιστεύουμε;
Κάπου μετά την πρώτη ώρα της συναυλίας, ο ανοξείδωτα cool Nicky Wire, ο άνθρωπος που έφτυσε από την πρώτη μέρα τα μούτρα του τεράστιου ego των κάθε λογής ροκ σταρ, απλώς και μόνο επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να ελπίζει να γίνει σαν και αυτούς, θυμήθηκε ότι έχουν από αυτήν ακριβώς την day one παίξει σε «όλο το Manchester» από τα καταγώγια και το Apollo μέχρι το Old Traford και συνεπώς εδώ που φτάσανε δεν έχουν παρά να προσπαθήσουν να αναπαράγουν εκείνες τις ένδοξες μέρες, μαζί με τον ultimate guitar hero (του), τον James Dean Bradfield δηλαδή, σε μία ευπρόβλεπτα αντι-εφηβική εκτέλεση του "Slash ‘N Burn". Όπως και στο "Resistance Is Futile", έτσι και στην περιοδεύουσα υπο-στήριξη του, ακούγονται αποφασισμένοι να υπάρξουν επιτέλους ώριμοι και ενήλικες επί σκηνής, έστω και αν ξέρουν ότι δεν θα τους βγει σε καλό. Ειδικά ο Bradfield, που στην κυριολεξία παίρνει όλο το show επάνω του, είτε πρόκειται για μια θεμιτά ψυχωμένη ακουστική εκτέλεση του "Faster", είτε για μια άβολη επιλογή στο "Can’t Take My Eyes Of You", αμέσως πριν.
Οι Manic Street Preachers του 2018 αν μη τι άλλο καταφέρνουν και συνδέουν –σχεδόν άρρηκτα– το νεόκοπο ροκ-εν-ρολ γήρας τους με την εξαρχής αποστροφή τους προς την βιώσιμο ηρωισμό του είδους. Και κάπως έτσι καταφέρνουν να μην ακούγονται όχι απλώς γερασμένοι, αλλά κυρίως ήρωες. Κάτι τέτοιο θα ήταν διακριτά γελοίο στην περίπτωση τους. Συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται τις παρυφές του stadium rock και της προκάτ συγκίνησης που αυτό προκαλεί ακόμη και στις επιζήσασες φίλες της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου, αλλά ακριβώς τη στιγμή που η συναυλία μετατρέπεται στο ροκ πανηγύρι που θα συνεπάρει τους πάντες, δεν διστάζουν να ανασύρουν ακόμη και ένα λάθος (στο setlist, στο λαχάνιασμα του Bradfield, σε οτιδήποτε τέλος πάντως μπορεί να τους επαναφέρει στην τάξη) για να θυμίσουν σε όλους ότι όλο αυτό μπορεί να είναι και ένα αστείο. Ή μπορεί και να μην είναι.
Σε πείσμα των ισχυρισμών μου, η συναυλία θα κλείσει με το τραγούδι ευχή και κατάρα των Manics προς την ανταμοιβή την προσπάθειών τους σε κάθε κατεύθυνση, το "A Design For Life" ασφαλώς. Συνεπώς σε κανέναν δεν δίνεται η ευκαιρία να αποχωρήσει επιτέλους δυσαρεστημένος ή και προβληματισμένος. Η ροκ-εν-ρολ συνθήκη λειτούργησε για ακόμη μία φορά και όλοι –κοινό και συγκρότημα– μεταφερθήκαμε (ή έτσι νομίσαμε τουλάχιστον) σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Κάπου εδώ κολλάει ίσως η θεωρία που μας λέει ότι οι μοναδικές φράσεις που θα επιτρέπονταν ως review μιας συναυλίας είναι το «ε, και τι να λέμε τώρα, ας ήσασταν εκεί, μαλακία κάνατε» και το «φθηνά τη γλιτώσατε που δεν ήσασταν εκεί σαν εμάς τους μαλάκες», με μία μέση επιλογή ίσως για όσους επιμένουν να είναι καλοί άνθρωποι εκεί που δεν χρειάζεται.
Αν κάτι θα ήθελα από ένα γκρουπ σαν τους Manic Street Preachers του 2018 θα ήταν ίσως η δυνατότητα να είναι κάπως πιο ευέλικτοι σε σχέση με το setlist τους. Τραγούδια υπάρχουν. Όχι απαραίτητα τα καλά και εγνωσμένα, αλλά ίσως και τα δικά μας «κακά» αγαπημένα, που κάπως θα μπορούν να εισχωρούν κάθε επόμενο βράδυ, θα ήταν μία δόση θεμιτά εγωκεντρικού attitude από ένα συγκρότημα που πριν από το κοινό της σέβεται την ιδέα που θέλει να έχει για αυτό. Προφανώς όμως τα μεγέθη είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους παρεκτροπές.
Δεν παραγνωρίζω πάντως ότι το "Kevin Carter" ακούστηκε τόσο ατόφιο και πειστικό, όπως κάθε προηγούμενη φορά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Αν αφήσουμε στην άκρη το παράδοξο μεγαλείο του "Holy Bible", θεωρώ ότι πρόκειται για το σπουδαιότερο τραγούδι τους, από εκείνα που θα μπορούσαν να είναι μόνο δικά τους, και χαμογέλασα διπλά όταν διαπίστωσα (και πάλι) ότι με κανέναν τρόπο δεν προδίδουν τα καίρια νοήματα του. Κανείς δεν θα ήταν δυσαρεστημένος αν το άκουγε για μία ακόμη φορά, έστω και με το να μένουν τόσα τραγούδια από έξω. Το "Kevin Carter" είναι οι Manics ακριβώς τη στιγμή που μπαλαντζάρουν τα κλισέ τους με την διαφορετικότητα τους. Αρκετή ώρα πριν το "Little Baby Nothing", με τη συνδρομή της συμπατριώτισσας τους Catherine Anne Davies (Anchoress) στα φωνητικά, αλλά και σε ρόλο στραπατσαρισμένης Traci Lords, ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές όχι μόνο της συναυλίας, αλλά και της οθόνης που κατά το τυπικό είναι εξέχον μέλος της μπάντας εδώ και δεκαετίες. Στο "Dylan And Caitlin" πάντως η τύπισσα μοιάζει και ακούγεται σαν να είναι όντως το χαμένο θηλυκό μέλος της μπάντας (κάπως κρύο αστείο για το εν λόγω συγκρότημα αυτό βέβαια).
Και μιας και είπαμε για ευέλικτα setlist, μου ήρθε στο μυαλό ότι την μεθεπόμενη από την παραπάνω μέρα οι αιώνια μικρομεσαία σημαντικοί Yo La Tengo έχουν την ικανότητα να τροποποιούν τουλάχιστον το δεύτερο set της βραδιάς στις διαθέσεις τους (όχι απαραίτητα αυτές του κοινού τους) και κάπως να μετριάζουν το ανικανοποίητο μας, που συνοδεύει εδώ και αρκετά πλέον χρόνια τις εμφανίσεις τους. Αλλά και τι παραπάνω να πει κανείς για μία ακόμη συναυλία των Yo La Tengo, στην οποία εμφανίζονται τόσο άψογοι, ώστε αν την ηχογραφήσουν επί τόπου θα έχουν την επόμενη ημέρα μιας πρώτης τάξεως νέα κυκλοφορία, αλλά και τόσο άψογοι ώστε την επόμενη ημέρα κανείς δεν μιλάει στον διπλανό του για τη συναυλία τους; Ένα- δυο πράγματα, όχι περισσότερα.
Άφησαν στην άκρη τα όποια σπουδαία τραγούδια τους, τα οποία αν μη τι άλλο τα έχει ανάγκη κανείς στην ομαλή ροή κάθε επόμενης συναυλίας τους, έδειξαν να αγαπούν και να βαριούνται ο ένας τον άλλον, όπως σε κάθε μέρα της ζωής τους, δήλωσαν ότι χαίρονται μεν που παίζουν σε αυτόν τον χώρο και για εμάς, αλλά όχι και που αναγκάζονται να επιστρέψουν σε ένα κολέγιο (παράξενη δήλωση για τύπους με αθεράπευτα nerd εμφάνιση) και γενικώς μας στήριξαν και τους στηρίξαμε στην προσπάθεια μας να μην ραγίσουν ποτέ οι –πάντως κουρασμένες– σχέσεις μας. Ροκ- εν- ρολ που δεν απογοητεύει ποτέ, αλλά και που συγκινεί σπάνια πλέον, συνεχίζει άραγε να προσδιορίζεται ως τέτοιο, ή πρέπει να εφευρεθούν νέες ορολογίες;
Ανάμεσα στο ψευδεπίγραφο ροκ των σταδίων και στους ανθρώπους που θα μπορούσαν να γράψουν το εγχειρίδιο του εναλλακτικού ροκ απλώς και μόνο περιμένοντας στην ουρά του σούπερ μάρκετ να έρθει η σειρά τους για το ταμείο, δεν χρειάζεται να επιλέξουμε απαραίτητα κάποιον. Και οι δύο περιπτώσεις καταλήγουν έστω και ανεπαίσθητα στο ίδιο αποτέλεσμα. Κανείς από τους δύο δεν είναι εδώ για να σώσει τη ζωή κανενός μας. ‘So cheesy and so cheap’ αυτό το τελευταίο άλλωστε, από όπου και αν προέρχεται, όπως μας έχουν επιμελώς διδάξει και οι Carter USM στην πιο παραγνωρισμένη σοφή στιγμή της πορείας τους.
«Μια αλήθεια για τα συγκροτήματα. Δεν υπάρχουν άλλοι Manics και ούτε θα υπάρξουν ποτέ. Remember them this way».
Με το χέρι στην καρδιά (ή και στο μυαλό αν όντως τελικά οι Manics είναι ένα συγκρότημα που περισσότερο το ‘επεξεργάζεσαι’, παρά το ακούς), μπορώ να πω ότι η παραπάνω μνημειώδης φράση του Γιώργου Λεβέντη θα μπορούσε με πολύ λιγότερες λέξεις από τις παραπάνω να περιγράψει με αφοπλιστικό τρόπο τόσο αυτή τη συναυλία τους στο Manchester, όσο και εκείνη στο Leeds, στην οποία πάντως δεν πήγα. Για τους Yo La Tengo δεν έχω να πω πολλά περισσότερα. Ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε όπως ακριβώς τους θυμόμαστε. Και αυτό το ξέρουμε ήδη ότι είναι τόσο καθησυχαστικό, όσο και κάπως ανιαρό. Για να είμαστε ευγενείς.