16 ημέρες κλασικής μουσικής στη Νορβηγία, μέρος 1
Η πολύφερνη τον τελευταίο καιρό ορχήστρα του Μπέργκεν παίζει εντός έδρας με ένα σωρό εκλεκτούς καλεσμένους σε ένα φεστιβάλ-πανόραμα της κλασικής μουσικής. Ο Χάρης Συμβουλίδης παρακολούθησε με προσοχή και δίνει λεπτομερή αναφορά
«Οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ», πίστευαν οι αρχαίοι (ημών πρόγονοι)· και, όπως και σε άλλες περιστάσεις που συνδέθηκαν με ρήσεις τις οποίες ακόμα χρησιμοποιούμε, ήξεραν τι έλεγαν. Έχει λοιπόν και η covid-19 πανδημία τα καλά της;
Διόλου δεν υποτιμώ ασφαλώς τον κίνδυνο, τον φόβο, τις πνιγηρές οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες και βεβαίως το πλήθος των νεκρών. Ευχή όλων μας είναι να τα αφήσουμε πίσω μας όλα αυτά, ιδίως τώρα, που –καθώς γράφονται τούτες οι γραμμές– επιστρέφουμε καραντινικώς έναν χρόνο πίσω, με ξεχειλωμένες τις αντοχές ακόμα και των πιο ψύχραιμων.
Πάντως τίποτα από τα παραπάνω δεν ξορκίζεται με δημοσιεύματα για «τότε που βγαίναμε». Τα οποία έγιναν πια κάπως πολλά νομίζω, ίσως και ενοχλητικά, στον βαθμό που κουβαλούν (και) μια αίσθηση μίρλας εκπορευόμενη από μια κατηγορία ανθρώπων που μάλλον είχε την οικονομική ευχέρεια να ...παραβγαίνει. Ίσως λοιπόν αξίζει να πούμε κάτι και για τις δυνατότητες που πρόσφερε ο ιντερνετικός μας κόσμος ως διέξοδο από την κατήφεια. Εν προκειμένω, για την ευκαιρία να παραστεί κανείς στο Wintermezzo Festival στο Bergen με τις ...πιτζάμες του, βλέποντάς το από την άνεση του δωματίου του στην Αθήνα.
Οι συναυλίες είναι βέβαια για να τις απολαμβάνεις ζωντανά. Πρόκειται για μια αλήθεια που δεν καταρρίπτεται, ακόμα και για όσους ανάμεσά μας αγόρασαν ενίοτε το τάδε ή το δείνα DVD, που στην πορεία των χρόνων είδαν και ξαναείδαν (το Völkerball των Rammstein μου κλείνει πονηρά το μάτι). Αλλά εξίσου αλήθεια είναι και ότι, υπό ΚΣ, πολύ δύσκολα θα ταξίδευα στη Νορβηγία τέτοια εποχή και ακόμα πιο δύσκολα θα έβλεπα όλο το φεστιβάλ. Πάντα κάτι χάνεις/κάτι κερδίζεις στον ρου της ζωής.
Ημέρα 1η - Τρίτη 19 Ιανουαρίου
Το (μαγνητοσκοπημένο, παρουσία κοινού) ποδαρικό του Wintermezzo ήταν χαμηλών τόνων, μα εντυπωσιακό. Εκεί δηλαδή που είχες βολευτεί με την ιδέα ότι θα παρακολουθήσεις κάτι μεσαίου βεληνεκούς, το πρόγραμμα απογειώθηκε, αφήνοντάς σε αναπάντεχα εντυπωσιασμένο. Κι όλα αυτά συνέβησαν σε κάτι λιγότερο από 50 λεπτά.
Η έναρξη έγινε με το έργο του Ραλφ Βον Ουίλιαμς Serenade Τo Music (1938), το οποίο απέδωσαν η Bergen Philharmonic Orchestra με την Edvard Grieg Kor, έχοντας ως κοινό μαέστρο τον Edward Gardner. Ήταν μια καλοδιαβασμένη και συναυλιακά στημένη εκτέλεση, η οποία πόνταρε στην πλήρη δύναμη πυρός της παρτιτούρας (και όχι στις εκδοχές με ολιγάριθμο προσωπικό), αυξάνοντας μάλιστα τον αριθμό των σολίστ: ακούσαμε δηλαδή έξι σοπράνο αντί για τέσσερις, πέντε τενόρους αντί για τέσσερις (μεταξύ τους και ο Paul Robinson, διευθυντής της Edvard Grieg Kor) και πέντε μπάσους αντί για δύο –μόνο οι κοντράλτο έμειναν τέσσερις, ενώ δεν υπήρξε κανείς βαρύτονος. Με το βάρος να δίνεται στις καλλικέλαδες φωνές, που ανέπτυξαν μια συζήτηση περί μουσικής παρμένη από τον Έμπορο της Βενετίας του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, η ορχήστρα έμεινε ορθώς σε πιο διακριτικό ρόλο, με εξαίρεση το σόλο βιολί του Alexander Kagan.
Αλλά η Serenade Τo Music ήταν απλά το ορντέβρ. Το κυρίως πιάτο σερβιρίστηκε με ένα βροντερό κι άμεσα αναγνωρίσιμο «πα-πα-πα-παμ», το οποίο ακολούθησε μια απίθανη εκτέλεση στην ξακουστή 5η Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1808), που χειροκροτήθηκε δεόντως από τους συγκεντρωμένους.
Παλμός, κίνηση και ζωηράδα χάρισαν στα μεγαλοπρεπή μέρη όλα όσα απαιτούσε ο Μπετόβεν, θέτοντας ενώπιόν σου όλη τη ισχύ μιας συμφωνικής ορχήστρας. Τα πιο ήσυχα στιγμιότυπα, πάλι, διέθεταν μέτρο και αίσθηση του λεπτεπίλεπτου, ωθώντας σε να κατανοήσεις γιατί η Bergen Philharmonic Orchestra θεωρείται τόσο ανερχόμενη (βρέθηκε μέσα στις υποψήφιες καλύτερες του 2020, για το έγκυρο περιοδικό Gramophone). Τέλος, τα πλάνα του Marius M. Søreide κέντραραν σωστά, επιτρέποντάς σου να εκτιμήσεις βαθύτερα και τα καταπληκτικά βιολιά του νορβηγικού συνόλου, αλλά και την άνεση του Άγγλου μαέστρου Gardner, ο οποίος διηύθυνε με έναν εγκρατή ενθουσιασμό, που «έγραφε» και σε επίπεδο εικόνας.
Ημέρα 2η - Τετάρτη 20 Ιανουαρίου
Οι βασικοί συντελεστές της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ πρωταγωνίστησαν και στη δεύτερη. Η οποία ήταν επίσης μαγνητοσκοπημένη και ξεκίνησε με το έργο του Γκιέργκι Λίγκετι Lux Aeterna (1966), a cappella τραγουδισμένο από την Edvard Grieg Kor σε διεύθυνση Edward Gardner –πρόκειται βέβαια για κάτι αρκετά γνωστό και σε ευρύτερο κοινό, λόγω της χρήσης του στην ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (1968).
Όπως συνέβη και με τη Serenade Τo Music της προηγούμενης ημέρας, η εκτέλεση της Edvard Grieg Kor ήταν και πάλι καλά διαβασμένη, με «κρυστάλλινες» αποδόσεις από τα γυναικεία φωνητικά. Αποδόθηκε έτσι ο υπερβατικός χαρακτήρας του έργου (τον οποίον τονίζει και το εκκλησιαστικό, λατινικό κείμενο), ενώ παράλληλα αποφεύχθηκαν οι παγίδες της παρτιτούρας: είναι γνωστό, λ.χ., ότι ο Λίγκετι δίνει εδώ έμφαση στο χρώμα, παρά στην αρμονία, στη μελωδία ή στον ρυθμό.
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς είχε και πάλι Μπετόβεν με τη Bergen Philharmonic Orchestra, αυτήν τη φορά το Κονσέρτο για Βιολί (1806), για τις ανάγκες του οποίου κατέφτασε επί σκηνής η διεθνούς φήμης Νορβηγίδα σολίστ Vilde Frang –νέο ταλέντο μια δεκαετία πριν, πλέον τιμημένη και με Diapason d'Or. Το αποτέλεσμα δικαίωσε κάθε προσδοκία, αφού η μεν ορχήστρα είχε και πάλι την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το βάθος των αποδόσεών της, η δε Frang να αποδείξει γιατί κυριολεκτούν όσοι έχουν σταθεί με ενθουσιασμό στον εκλεπτυσμένο και ιδιαίτερα κομψό τρόπο με τον οποίον παίζει βιολί. Εκτέλεση ήρεμη μα ιδιαίτερα ποιοτική, γεμάτη χρωματισμούς και εκφραστικότητα από όλα τα συμμετέχοντα όργανα.
Ημέρα 3η - Πέμπτη 21 Ιανουαρίου
Η τρίτη ημέρα είχε παρουσιαστή (Henning Målsnes) και βρήκε τον Edward Gardner να διευθύνει τη Bergen Philharmonic Orchestra σε ζωντανή μεν περίσταση, αλλά σε μια άδεια λόγω των μέτρων για τον κορωνοϊό αίθουσα, με έναν από τους μουσικούς να παρίσταται φορώντας τη μάσκα του.
Αναπτυγμένη σε ολιγομελή εκδοχή, η ορχήστρα εκκίνησε τη βραδιά με τη νεοκλασική αίγλη του Violin Concerto του Ιγκόρ Στραβίνσκι (1931), στο οποίο έλαμψαν ξανά τα βιολιά της. Κορμός ωστόσο της συναυλίας ήταν η παγκόσμια πρώτη στο European Memories: έργο για συμφωνική και σόλο φαγκότο από τον Νορβηγό συνθέτη Øystein Sevåg, που είχε κατά νου τον δεξιοτέχνη φαγκοτίστα Per Hannevold καθώς το έγραφε –ο οποίος παίζει για τη Bergen Philharmonic Orchestra από το 1979. Είχαμε μάλιστα την ευκαιρία να δούμε και μια συζήτηση των δυο τους με τον Gardner.
Για την περίσταση αυτή, ασφαλώς, η ορχήστρα παρατάχθηκε με πλήρες προσωπικό. Κάτι απαραίτητο για την αποτύπωση των πιο «επικών» στιγμών, οι οποίες παντρεύτηκαν ωραία με τα λυρικά μέρη (υπήρξε και χρήση άρπας), προσφέροντας μπόλικες ευκαιρίες στον Hannevold να δείξει το επίπεδό του, ειδικά στις (φαινομενικά αταίριαστες με το φαγκότο) μακριές φράσεις των 23 λεπτών της διάρκειας. Έτσι, παρότι δεν το διέκρινε κάποια δημιουργική πνοή «πρώτης γραμμής», το European Memories πέτυχε να κερδίσει εντυπώσεις.
Την παράσταση έκλεψε τελικά μια πολύ καλή ανάγνωση στο Rendering (1989), στη μοντερνιστική δηλαδή ματιά του Luciano Berio πάνω στην αποσπασματική παρτιτούρα της ανολοκλήρωτης 10ης Συμφωνίας του Φραντς Σούμπερτ (1828). Είναι βέβαια από τα πιο γνωστά πονήματα του Ιταλού συνθέτη, το οποίο τιμήθηκε όπως του πρέπει –ως έργο δηλαδή με αυτόνομη συμφωνική υπόσταση και όχι ως μια κατά προσέγγιση συμπληρωμένη ιδέα. Άλλωστε ο Berio χρησιμοποίησε μεν αυθεντικά σουμπερτικά μοτίβα, μα άφησε ξεσκέπαστα και τα υπάρχοντα κενά, αδιαφορώντας για τη σφιχτή συνοχή της δομής (η οποία δεν παύει πάντως να υφίσταται).
Όλα αυτά εκφράστηκαν καθαρά από τη νορβηγική ορχήστρα, που ίσως δεν έφτασε στο επίπεδο ορισμένων δισκογραφημένων εκδοχών, μα αποτύπωσε γλαφυρά τη δική της κλάση. Το φεστιβάλ έδωσε μάλιστα την ευκαιρία να ακούσουμε και μια κατατοπιστική εισαγωγή στον κόσμο του Rendering από τον ίδιο τον Edward Gardner, ο οποίος μίλησε για ένα «υπέροχο παράθυρο στον κόσμο αμφότερων των δημιουργών».
Ημέρα 4η - Παρασκευή 22 Ιανουαρίου
Για την τέταρτη μέρα, ο Gardner έδωσε τη σκυτάλη του μαέστρου στην Tabita Berglund –να μια καλή ευκαιρία να δούμε και μια γυναίκα στο πόντιουμ, έστω και σε μαγνητοσκόπηση– ενώ η Bergen Philharmonic Orchestra υποδέχτηκε τον διακεκριμένο πιανίστα Leif Ove Andsnes για την εκτέλεση του Piano Concerto no. 21 του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1785), που κάλυψε το πρώτο μέρος του προγράμματος.
Παρά την αδειανή από θεατές αίθουσα, η Berglund διηύθυνε με σίγουρες και ενίοτε αποφασιστικές κινήσεις, οδηγώντας την ορχήστρα σε μια φίνα απόδοση, μεστή από χρωματισμούς, με αβίαστες κλιμακώσεις στις εντάσεις και στα ξεφουσκώματα τα οποία προστάζει (μερικές φορές απότομα) η παρτιτούρα. Ο Andsnes με τη σειρά του έπαιξε εξαιρετικά, ξετυλίγοντας τη λυρική του δύναμη και δείχνοντας μεγάλη εξοικείωση με το συγκεκριμένο κονσέρτο, παρότι δεν το έχει δισκογραφήσει μέχρι σήμερα (όπως άλλα πιανιστικά του Μότσαρτ).
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς το πιάνο αποχώρησε και η φιλαρμονική έπαιξε την 7η Συμφωνία του Γιάν Σιμπέλιους (1924). Ήδη από το συγκρατημένα μεγαλοπρεπές, ολίγον «κινηματογραφικό» μπάσιμο φάνηκε ότι θα είχαμε ένα ακόμα καλό αποτέλεσμα, πράγμα που επιβεβαιώθηκε και στη συνέχεια, με μια εκτέλεση η οποία έδειξε πλήρη επίγνωση για τις διακριτικές ποιότητες που προέβλεψε η παρτιτούρα του Φινλανδού συνθέτη. Ίσως βέβαια να επικράτησε μια υπερβολική χαλαρότητα κάπου προς το μέσον, η εντύπωση ωστόσο στάθηκε φευγαλέα.
Ημέρα 5η - Τρίτη 26 Ιανουαρίου
Η πέμπτη μέρα, μαγνητοσκοπημένη κι αυτή (με παρουσία λιγοστών θεατών καθισμένων σε εμφανείς αποστάσεις), ήταν όλη αφιερωμένη στον Γιάν Σιμπέλιους. Στο πρώτο μισό κατέφτασε στη σκηνή του Grieghallen μια παλιά γνώριμη της Bergen Philharmonic Orchestra –η σοπράνο Lise Davidsen, η οποία θεωρείται από τα νέα ταλέντα της Νορβηγίας που θα ακουστούν και πανευρωπαϊκά. Υπό τη μπαγκέτα του Edward Gardner ερμήνευσε τους δύο κύκλους τραγουδιών του Φινλανδού συνθέτη που είναι γνωστοί ως op. 36 (1899) και op. 37 (1904), έχοντας τη διακριτική και σωστά τοποθετημένη αρωγή της ορχήστρας.
Πρόκειται για lieder ρεπερτόριο με ρομαντικό, ποιητικό περιεχόμενο, σε σουηδικό στίχο –για το διεθνές ακροατήριο προσφέρθηκαν αγγλικοί υπότιτλοι– το οποίο απηχεί μουσικά (υπερβολικά, ίσως) την κεντροευρωπαϊκή παράδοση στο είδος. Παρά το έκδηλο αυτό μειονέκτημα, το μπάσιμο με εκείνα τα «τριαντάφυλλα της θλίψης, που είναι μαύρα σαν τη νύχτα» ("Svarta Rosor", μελοποίηση σε Ernst Josephson) ήταν ό,τι έπρεπε για να κεντρίσει τα αυτιά μας. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η ευχέρεια της Davidsen στην οπερατική αποτύπωση του δράματος, αναδεικνύοντας ωραία την πίκρα του "Men Min Fågel Märks Dock Icke", την κοριτσίστικη απορία προς τον έναστρο ουρανό για τη φύση του πρώτου φιλιού ("Den Forsta Kyssen", από τον αγαπημένο ποιητή του Σιμπέλιους, Johan L. Runeberg) ή τα θρυμματισμένα συναισθήματα του "Var Det En Dröm?".
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, έλαμψε η 1η Συμφωνία (1899/1900). Σε μια καταπληκτική εκτέλεση, με τον Gardner σε μεγάλα κέφια στο πόντιουμ και τη Bergen Philharmonic Orchestra να φανερώνει για ακόμα μία φορά τόσο τη δύναμη των βιολιών της, όσο και το ποιοτικό βάθος που διακρίνει κάθε συστοιχία οργάνων (π.χ. τα πνευστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση). Η εκτέλεση είχε μάλιστα κάτι από την αύρα της Gothenberg Symphony με τον Santtu-Matias Rouvali: δεν θα έλεγα βέβαια ότι έφτασε ως εκεί, πάντως κράτησε παρόμοιο πνεύμα, δείχνοντας δηλαδή ότι το έργο διαθέτει αρκετές ενδιαφέρουσες πτυχές και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ξερά, ως αναφορά του νεαρού Σιμπέλιους στο μεγαλείο του Τσαϊκόφσκι.
Ημέρα 6η - Τετάρτη 27 Ιανουαρίου
Η έκτη ημέρα κατείχε περίοπτη θέση στον (μαγνητοσκοπημένο) Wintermezzo προγραμματισμό, αφού το φεστιβάλ υποδεχόταν στο Grieghallen έναν επιφανή διεθνή καλεσμένο, τον δις τιμημένο με Diapason d' Or διάκριση (2011, 2019) Pablo Heras-Casado.
Ο Ισπανός μαέστρος ανέλαβε να οδηγήσει τη Bergen Philharmonic σε ένα απαιτητικό πρόγραμμα, το οποίο καταχειροκροτήθηκε δικαίως από το λιγοστό, λόγω μέτρων κορωνοϊού, κοινό. Ήδη μάλιστα από τα πρώτα δευτερόλεπτα, πριν καν ηχήσουν οι εναρκτήριες νότες του κατά Γιόχαν Στράους Δον Ζουάν (1888), οι ζωηρές του κινήσεις έκαναν φανερό ότι θα έφερνε μεσογειακό ταμπεραμέντο στο νορβηγικό φεστιβάλ –όσο κλισέ κι αν ίσως δείχνει κάτι τέτοιο. Η ορχήστρα ανταποκρίθηκε στον ηλεκτρισμό που πήγαζε σταθερά από το πόντιουμ κι έπιασε τρομερή απόδοση, «ζωγραφίζοντας» όλους τους χρωματισμούς και τους κυματισμούς της καταπληκτικής αυτής σύνθεσης του Στράους. Η οποία χαρακτηρίζεται από μεγαλειώδη κρεσέντο, αλλά και από επιφάνειες ρομαντικής μελαγχολίας, που «μεταφράζουν» σε νότες την αναζήτηση του Δον Ζουάν για την ιδανική αγάπη.
Αναλόγως εξαίσιο στάθηκε και το δεύτερο μέρος της βραδιάς, το οποίο κάλυψε η 4η Συμφωνία του Ρόμπερτ Σούμαν (στην αναθεωρημένη εκδοχή του 1851). Με άνεση, φινέτσα και κινήσεις που θαρρείς κι άνηκαν σε ταυρομάχο στην αρένα, ο Heras-Casado αναδείχθηκε κι εδώ άψογος, πλοηγώντας σωστά τη Bergen Philharmonic σε κάθε γωνιά της τετραμερούς σύνθεσης. Η οποία επίσης παντρεύει μια αίσθηση βαριάς μεγαλοπρέπειας με γλυκά μέρη όπου προκρίνεται ένας πιο λυρικός ρομαντισμός, κεντροευρωπαϊκής κοπής. Για τέτοια έργα είναι φτιαγμένες οι συμφωνικές ορχήστρες· και το συναισθάνεσαι περισσότερο, όταν πιάνουν τέτοιες αποδόσεις.
Ημέρα 7η - Πέμπτη 28 Ιανουαρίου
Η έβδομη ημέρα είχε εξαρχής σχεδιαστεί ως κορύφωση του φεστιβάλ, οπότε άρμοζε η επιστροφή του Henning Målsnes στο πόστο του παρουσιαστή –για μια ξενάγηση στο πρόγραμμα, αλλά και για το απαραίτητο καλωσόρισμα του Ισλανδού πιανίστα Víkingur Ólafsson, ο οποίος χαλάει κόσμο τα τελευταία χρόνια και πολλοί πιστεύουν ότι είναι ο επόμενος σούπερ σταρ του κλασικού στερεώματος (κάτι που επανέλαβε και ο Målsnes). Η περίσταση ήταν μάλιστα ζωντανή, με 200 συνολικά άτομα να παρίστανται στο Grieghallen (χωράει 1.400, τουλάχιστον), καθισμένα βέβαια όπως προστάζουν τα αναγκαία μέτρα προστασίας. Δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ότι, παρά την έλευση του πολυσυζητημένου Ólafsson, στην πλειονότητά τους ήταν άτομα μεγάλης ηλικίας· εικόνα γνώριμη και από τις αντίστοιχες εκδηλώσεις στα καθ' ημάς.
Καθοδηγούμενη και πάλι από τον Edward Gardner, η Bergen Philharmonic Orchestra παρατάχθηκε σε συμπτυγμένη μορφή για την εισαγωγή, για την οποία ο Ólafsson διάλεξε το "Opening" από το Glassworks του Philip Glass (1981), ειδικά ενορχηστρωμένο για πιάνο και έγχορδα από τον Christian Badzura. Τη θέση εντωμεταξύ του πρώτου βιολιού κατέλαβε η Ελβετίδα δεξιοτέχνις Melina Mandozzi, αυξάνοντας κατακόρυφα τις προσδοκίες.
Η πετυχημένη εκτέλεση έστρωσε ωραία το χαλί για τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από το Concerto No. 5 in f-minor for Piano and Strings (1738) και από το "Adagio" της Violin Sonata No. 5 in f-minor BWV 1018 (1720-1723), ειδικά ενορχηστρωμένο από τον Ólafsson, σε παγκόσμια πρώτη. Παρ' όλο που ο Ισλανδός πιανίστας κέντραρε στο δεύτερο, η αλήθεια είναι πως πιο απολαυστικά ακούστηκε το πρώτο, αν και στο φινάλε της συναυλίας είχαμε την απαραίτητη ...ρελάνς, με τον Ólafsson να το ξαναπαίζει (τύπου encore), φτάνοντας σε ομολογουμένως πιο σφιχτό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, ο επίτιμος καλεσμένος έδειξε ότι το όνομα που έχει χτίσει δεν είναι τυχαίο, προβάλλοντας το λεπτεπίλεπτο και συναισθηματικό του παίξιμο, το οποίο εκδηλώνει και σωματικά, με την κάμερα του φεστιβάλ να μη χάνει το απαραίτητο κεντράρισμα στις ρυτίδες έκφρασής του, αλλά και στο ...τάμπλετ που είχε βάλει μπροστά του, αντί για το συνηθισμένο βιβλίο με νότες.
Πάντως, αν και τη διεθνή του φήμη τη χρωστάει σε εκτελέσεις του Μπαχ, στην πρώτη του στάση στο Wintermezzo ο Ólafsson έλαμψε περισσότερο παίζοντας Μότσαρτ. Στην αρχή, βέβαια, έκατσε στην άκρη να θαυμάσει τη Bergen Philharmonic στη Serenade No. 12 «Nachtmusik» (1782-1783), πριν μπει κι εκείνος στο παιχνίδι για μια δυναμική εκτέλεση στο Piano Concerto No. 24 (1786). Μιλώντας στο κοινό δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για το έργο, το οποίο σωστά χαρακτήρισε ως «πειραματικό» και προάγγελο ενός στυλ που ίσως βρισκόταν στη γωνία την εποχή του Μότσαρτ, αλλά ακόμα δεν είχε έρθει. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή αποδείχθηκε ταμάμ για τον αισθηματία Ólafsson, που μπόρεσε να αγγίξει τις «σκοτεινές» αποχρώσεις διαφόρων τμημάτων της σύνθεσης. Συνολικά, ωστόσο, αν και έπιασε τον ζητούμενο πήχη, έλειψε η απογείωση που αναμενόταν.
Ημέρα 8η - Παρασκευή 29 Ιανουαρίου
Την απογείωση που στερήθηκε η έβδομη ημέρα τη διέθετε εν τέλει η όγδοη, η οποία είχε και πάλι Víkingur Ólafsson, αλλά μαγνητοσκοπημένο από παράσταση του Σεπτέμβρη 2020 –και πάλι ενώπιον κοινού, ξανά με τις αναγκαίες αποστάσεις.
Εκείνη η βραδιά είχε ως «ορεκτικό» την ουβερτούρα του Τζουζέπε Βέρντι από την όπερα Η Δύναμη του Πεπρωμένου (1862), η οποία αποδόθηκε θριαμβικά, με τον Edward Gardner να διευθύνει με σιγουριά και ζωηράδα τον καλπασμό της Bergen Philharmonic στην παρτιτούρα. Μεγαλοπρέπεια, πλήρης συμφωνική δύναμη και παιξίματα με «αέρα» έφεραν σε πέρας την αποστολή με επιτυχία. Ο Ólafsson εμφανίστηκε για το δεύτερο μέρος του προγράμματος, παίρνοντας θέση με το πιάνο του πίσω από τον Gardner για ένα απαιτητικό έργο με μοντέρνα πνοή και ματιά: το Processions του συμπατριώτη του Daníel Bjarnason (2010).
Εδώ φάνηκε η ζηλευτή κλάση τόσο του Ισλανδού σολίστα, όσο και της ορχήστρας, καθώς πλοηγήθηκαν στα πολυπρόσωπα κύματα του έργου, εκφράζοντας και τα πλάτη, μα και τα βάθη του. Ορμώμενος από την τριβή του με τον Μπαχ, ο Ólafsson ανταποκρίθηκε με φινετσάτο συναίσθημα και «γλυκό» παίξιμο στα πιο λυρικά και χαμηλών τόνων μέρη. Μπόρεσε όμως αναλόγως πειστικά να μεταμορφωθεί και σε βροντή όταν απαιτήθηκε, παρασύροντας την ορχήστρα σε κρεσέντο (γεμάτο ενίοτε από τους «περίεργους» ήχους της ενορχήστρωσης), παρασυρόμενος ταυτόχρονα κι αυτός από τη συμφωνική της ορμή, με αποτέλεσμα το μαλλί του να αναδευτεί χαρακτηριστικά καθώς μετείχε και σωματικά στην εκτέλεση. Το θερμό χειροκρότημα ήταν δίκαιο, ενώ κι εκείνος αντάμειψε με τη σειρά του το νορβηγικό κοινό με ένα μικρό encore, παίζοντας την ενορχήστρωσή του στο "The Arts And The Hours" του Ζαν-Φιλίπ Ραμώ.
Με τον Ólafsson να αποχωρεί, η Bergen Philharmonic ολοκλήρωσε τη βραδιά παίζοντας τους Συμφωνικούς Χορούς του Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1940). Ο ενορχηστρωτικός τους πλούτος και τα ενεργητικά τους μοτίβα ξετυλίχτηκαν εξαίσια, με τα υπέροχα βιολιά να οδηγούν σε μπόλικες στιγμές ανάτασης.
credits
κεντρική φωτογραφία: Oddleiv Apneseth
φωτογραφία 4: Helge Skodvin
φωτογραφία 8: Tor Høvik, για τη Bergens Tidende
φωτογραφία 9: Ari Magg