16 ημέρες κλασικής μουσικής στη Νορβηγία, μέρος 2
Το δεύτερο μέρος του μετά κλασικής μουσικής 'ταξιδιού' του Χάρη Συμβουλίδη στο σπουδαίο αυτό φεστιβάλ
Παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε λόγω επικαιρότητας, φτάνοντας στη μέση του προγραμματισμού του, το Wintermezzo έδειξε ότι πήρε σωστές αποφάσεις. Επενδύοντας δηλαδή (έστω και αναγκαστικά) στην εξωστρέφεια κι ευελιξία του ίντερνετ, κατόρθωσε όχι μόνο να στηρίξει τη φιλόδοξη έκτασή του, μα και να διευρύνει σημαντικά την απήχησή του.
Έτσι, ενώ σχεδιάστηκε ως ένα φεστιβάλ για τη Νορβηγία –άντε και τις γύρω χώρες– έγινε κατ' εξοχήν «προορισμός» για τους απανταχού φίλους της κλασικής μουσικής: η πρώτη live βραδιά του Víkingur Ólafsson έλαβε μάλιστα και κριτική στη Guardian, που διαφορετικά δεν θα είχε στείλει συντάκτη. Όσοι επίσης κάναμε το κλικ, γνωρίσαμε καλύτερα τη Bergen Philharmonic Orchestra, συνειδητοποιώντας γιατί τα διάφορα κολακευτικά που ίσως διαβάσαμε τα τελευταία χρόνια στον σχετικό Τύπο, δεν ήταν υπερβολές.
Το φεστιβάλ, όμως, είχε κι άλλο τόσο μπροστά του...
Ημέρα 9η - Τρίτη 2 Φεβρουαρίου
Μαγνητοσκόπηση και πάλι (ενώπιον κοινού μα σε πραγματικό καραντινο-χρόνο), αλλά ποιος θα έλεγε όχι σε λίγο Víkingur Ólafsson εξτρά; Και μάλιστα για ένα δίωρο πρόγραμμα μουσικής δωματίου, με διάφορους προσκεκλημένους σολίστ στο πλάι του; Ας είμαστε ειλικρινείς, κάποιοι θα πλήρωναν αδρά για να δουν κάτι τέτοιο, εάν ερχόταν στην Ελλάδα.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ της έναρξης ήταν αυτό που λέει το φθαρμένο κλισέ «μαγεία». Στα χέρια του Ólafsson και της Ελβετίδας βιολίστριας Melina Mandozzi, η Σονάτα για Βιολί νο. 5 (1720-1723) αποτυπώθηκε ως το μικρό θαύμα που είναι, ακόμα κι αν το πιάνο δεν θα ηχήσει ποτέ σαν το μπαρόκ τσέμπαλο. Τελειώνοντάς τη, μάλιστα, ο Ólafsson μίλησε στον κόσμο για τον Μπαχ και για το πώς είναι απλώς αναπόφευκτο για κάθε συνθέτη να ...πέσει πάνω του και να χρειαστεί να τον αφουγκραστεί. Είναι μια μεγάλη αλήθεια της μουσικής ζωής· όχι μόνο για τους καλλιτέχνες, μα και για το ακροατήριο.
Η συνέχεια επιβεβαίωσε πλήρως τα λεγόμενά του, καθώς ο Μπαχ εμπεριέχεται σε κάθε σχεδόν πτυχή της Σονάτας για Τσέλο αρ. 1 του Γιοχάνες Μπραμς (1862-1865), για τις ανάγκες της οποίας έλαβε θέση στο τσέλο η Frida Fredrikke Waaler-Wærvågen. Εκτέλεση καθηλωτική, με θαυμαστό μέτρο έκφρασης, μα με ατόφιο το αίσθημα, να κυλάει θαρρείς από τα πλήκτρα και τις δοξαριές.
Τι θα λέγατε όμως αν τα επί σκηνής πιάνα διπλασιάζονταν; Ναι, το δοκίμασε κι αυτό ο Ólafsson στο Grieghallen, προσκαλώντας τον Leif Ove Andsnes για να παίξουν μαζί το "Larghetto" και το "Allegro in E flat Major" από το Κονσέρτο για Πιάνο αρ. 27 του Βόλφγκανγκ Αμαντέους (1791), συν μια επιλογή χορικών από Μπαχ και György Kurtág. Η αντίστιξή τους αποδείχθηκε ταιριαστή και αμφότεροι στάθηκαν πολύ ωραία, ειδικά στον Μότσαρτ, από τον οποίον διαλέχθηκε ένα έργο το οποίο απαιτεί χαρακτήρα και περιλαμβάνει ορισμένους στιλιστικούς πειραματισμούς.
Η βραδιά έκλεισε κάνοντας κύκλο, με τον Ólafsson να προσκαλεί τον Alexander Kagan για να εκτελέσουν τη Σονάτα για Βιολί αρ. 1 του Μπέλα Μπάρτοκ, που πρωτόπαιξε ο ίδιος ο συνθέτης με τον Jelly d' Arányi (1922), για τον οποίον άλλωστε την είχε γράψει. Κι εδώ είχαμε μια απόδοση άψογα ορθογραφημένη, αλλά όχι στεγνή: στάθηκε πλήρως εξερευνητική των διαθέσεων του έργου, ενώ συνάμα κουβάλησε ως τη Νορβηγία κάτι από τα «αρώματα» του Μπάρτοκ.
Ημέρα 10η - Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου
Η 10η μέρα του φεστιβάλ προέβλεπε επιστροφή της Bergen Philharmonic Orchestra –με μαέστρο τον Edward Gardner– αλλά και επιστροφή στον Γιάν Σιμπέλιους, ο οποίος είχε ξανά την τιμητική του. Για την περίσταση, μάλιστα, την ορχήστρα συνόδευσε και η Ilze Klava, στη βιόλα, οπότε το πρόγραμμα άνοιξε και μια παρένθεση, ώστε να παιχτεί και το Κονσέρτο για Βιόλα του Pēteris Vasks (2014), για πρώτη φορά σε νορβηγικό έδαφος.
Από Σιμπέλιους, τώρα, επιλέχθηκε το Andante Festivo (1922/1938), η 3η Συμφωνία (1907) και το σύντομο ορχηστρικό Valse Triste (1904), το οποίο θεωρείται κάτι σαν σήμα κατατεθέν του Φινλανδού συνθέτη –απόκτησε μάλιστα και τζαζ εκδοχή, όταν το διασκεύασε ο Wayne Shorter (1965). Παρουσιάστηκαν έτσι διάφορες εποχές της δημιουργίας του, όλες με ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Στο Andante Festivo, λ.χ., οι συντελεστές πέτυχαν τον προβλεπόμενο όγκο κρατώντας το τέμπο αργό, στο Valse Triste «ακούστηκε» όλη η διάχυτη, βόρεια μελαγχολία που το έχει κάνει τόσο αγαπητό, ενώ η 3η Συμφωνία παρουσιάστηκε με τη ζητούμενη λιτότητα, χωρίς καμία έκπτωση στο μπετοβενικό της πνεύμα ή στις θριαμβικές της εξάρσεις.
Τελικά, όμως, την παράσταση έκλεψε ο Vasks. Με καταλυτική τη συνδρομή της απίστευτης ανά σημεία Ilze Klava, το Κονσέρτο για Βιόλα απογείωσε τη βραδιά (παίχτηκε μετά το Andante Festivo), με τις αισθηματικές του δίνες να αντηχούν σε όλη την αίθουσα και τις λεπτοϋφασμένες, εσκεμμένα «φολκίζουσες» μελωδίες να κεντρίζουν διαρκώς το αυτί. Το Κονσέρτο, παρεμπιμπτόντως, έδωσε κι έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2020 (στη Bis, με Maxim Rysanov, Sinfonietta Riga & String Symphony "Voices"), που φυσικά δεν τον είδε κανείς στις γνωστές «λίστες της χρονιάς». Αλλά ας μην την πιάσουμε πάλι αυτή τη θλιβερή ιστορία.
Ημέρα 11η - Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου
Μαγνητοσκοπημένη κι αυτή η βραδιά, από μέρες δίχως αποστάσεις στο κοινό, με αλλαγή σκυτάλης στο πόντιουμ, καθώς τη Bergen Philharmonic ήρθε να διευθύνει ο διακεκριμένος Ολλανδός μαέστρος Jan-Willem de Vriend.
Ωραίος και ως παρουσιαστής, ο de Vriend εισήγαγε σύντομα και δίχως στεγνές παρατηρήσεις το κοινό στον κόσμο της πρώτης εκλογής (Συμφωνία αρ. 31), εξηγώντας πώς ο Μότσαρτ συνεπήρε το Παρίσι του 1778, μόλις στα 22 του χρόνια (γι' αυτό και έκτοτε τη λέμε και «Παρισινή Συμφωνία»). Κατόπιν, με εξαιρετική κινησιολογία, οδήγησε τους μουσικούς σε μια εκτέλεση με θαυμάσιες δυναμικές και χρώματα, που ξεσήκωνε τις αισθήσεις με το σφρίγος των παιξιμάτων, ιδιαίτερα με τα ολοζώντανα θαρρείς βιολιά –ένα από τα πολύ δυνατά σημεία της συγκεκριμένης ορχήστρας.
Την τιμητική της είχε στη συνέχεια η τρομπέτα, με την Tine Thing Helseth να φτάνει στο Grieghalle με το αραχνοϋφαντο/αστραφτερό της φόρεμα ώστε να συνοδεύσει τη φιλαρμονική στο Κονσέρτο για Τρομπέτα του Johann Nepomuk Hummel (1803). Άριστη σύμπραξη πάνω σε ένα θεαματικό έργο, απέφερε μια απογειωτική μα και ιδιαιτέρως συναισθηματική (στο "Andante" μέρος) εκτέλεση, με τη Helseth να δίνει ρέστα –καταχειροκροτήθηκε, δικαίως– και την ορχήστρα να φτάνει σε υψηλά επίπεδα απόδοσης. Μία από τις καλύτερες στιγμές όλου του Wintermezzo.
Ο πήχης της βραδιάς είχε λοιπόν ανέβει αρκετά όταν ήχησαν οι εναρκτήριες νότες της 1ης Συμφωνίας του Φέλιξ Μέντελσον (1824). Μόλις 15 ετών ήταν ο Γερμανός συνθέτης όταν την έγραψε για τους εορτασμούς των γενεθλίων της αδερφής του Φάνι –από τις πολύ λίγες γυναίκες μουσικούς και συνθέτριες σε μια εξαιρετικά ανδροκρατούμενη εποχή. Αλλά, ενώ πρόκειται για μεταβατικού χαρακτήρα έργο, απαιτεί εκτεταμένο συμφωνικό σφρίγος και δυναμικές ευρείας κλίμακας, ιδιαίτερα στις πιο λαμπρές στιγμές. Όλα αυτά τιμήθηκαν στο έπακρο από τη Bergen Philharmonic Orchestra, με τον de Vriend να αποδεικνύει και πάλι ότι είναι μαέστρος επιπέδου, τον οποίον χαίρεσαι να βλέπεις να διευθύνει και ζωντανά.
Ημέρα 12η - Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου
Η 12η ημέρα είχε μεγάλη σημασία, καθώς η Bergen Philharmonic τιμούσε τις ρίζες της. Όντας μία από τις παλαιότερες ορχήστρες στον κόσμο (έτος ίδρυσης 1765), ευτύχησε να έχει και τον Edvard Grieg –τον πιο διάσημο Νορβηγό συνθέτη– ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς της διευθυντές (από το ως το 1880 ως το 1882). Η βραδιά ήταν λοιπόν αφιερωμένη σ' αυτόν, με τον Víkingur Ólafsson να επιστρέφει στο πιάνο, τον Edward Gardner να λαμβάνει θέση στο πόντιουμ και τον Henning Målsnes να βρίσκεται και πάλι στο πηδάλιο της παρουσίασης, καθώς το κοινό βολευόταν στις αραιωμένες του θέσεις στο Grieghalle (η περίσταση ήταν ζωντανή, αυτή τη φορά).
Το πρόγραμμα, πάντως, δεν ήταν όλο Grieg. Για τρία λεπτά μετά την έναρξη ακούστηκαν τα λεγόμενα 3 Hungarian Folksongs from Csík του Μπέλα Μπάρτοκ (1907) με τον Ólafsson μονάχο στο πιάνο, σε ένα κομψά σερβιρισμένο «ορεκτικό». Έπειτα αποχώρησε, αφήνοντας το τερέν στη Bergen Philharmonic για το Melodien του Γκιέργκι Λίγκετι (1971). Εδώ μπήκαμε απότομα σε νερά αρκετά μοντέρνα, που απαιτούν μια διαρκή αίσθηση υποβόσκοντος ή ανοιχτά εκφραζόμενου σασπένς, καθώς και μια ένταση εκ μέρους των παικτών. Η κατάχρηση βέβαια αυτών των χαρακτηριστικών από τα soundtracks ίσως δεν κάνει το έργο να ακούγεται όπως το 1971, πάντως η απόδοση ξεπέρασε τους δύστροπους υφάλους. Το πρώτο μέρος έκλεισε με το Divertimento for Strings του Μπέλα Μπάρτοκ (1939), σε μια εκτέλεση που μπόρεσε να ξετυλίξει επιτυχώς τις ποικίλες διαθέσεις, τα κρεσέντο και τα βάθη του, με πρωταγωνιστές (για ακόμα μία φορά) τα βιολιά της Φιλαρμονικής.
Το διάλειμμα που μεσολάβησε περιλάμβανε μια απολαυστική συζήτηση μεταξύ Garnder και Ólafsson περί των συνθετών της βραδιάς, ενώ το δεύτερο μέρος έφερε επιτέλους τον Grieg στο προσκήνιο, ξανά με ένα «ορεκτικό» –το "Melodi" (1883) από τα Lyriske Stykker, σε ένα ακόμα εξαιρετικό σόλο στιγμιότυπο για τον Ισλανδό καλεσμένο. Το κομμάτι παντρεύτηκε άψογα στη συνέχεια με το βασισμένο σε νορβηγικές παραδοσιακές μελωδίες "Four Norwegian Moods" του Ιγκόρ Στραβίνσκι (1942), πριν φτάσει η ώρα για την κορύφωση με το Κονσέρτο για Πιάνο του Grieg (1868).
Εδώ, βέβαια, ένωσαν επιτέλους δυνάμεις ορχήστρα και Ólafsson, σε ένα κοσμαγάπητο έργο, γεμάτο λεπτεπίλεπτο λυρισμό (που απηχεί τον Ρόμπερτ Σούμαν) και δυναμικές κλιμακώσεις. Η προσέγγιση δεν ήταν δίχως εκπλήξεις, αφού ο Ólafsson διάλεξε πιο ...αποφορτισμένες δυναμικές στο τμήμα που η παρτιτούρα ορίζει ως fortissimo, ενώ χαμήλωσε ακόμα περισσότερο το "Adagio". Προσωπικά πάντως δεν τις ευχαριστήθηκα αυτές τις πινελιές, που νομίζω έγιναν λόγω της προτίμησης του Ισλανδού για πιο συναισθηματικές αποδόσεις. Αντιλαμβάνομαι ότι στο "Adagio" επιδιώχθηκε μια διαφορετική διαδρομή προς την τρυφερότητα, αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι τα βλέφαρα άρχισαν να βαραίνουν επικίνδυνα όσο την περπατούσαμε. Κατά τα λοιπά, η εκτέλεση κράτησε τους χυμούς του αυθεντικού έργου, διαθέτοντας και μπόλικα θεσπέσια σημεία.
Ως αποχαιρετιστήριο δώρο στο νορβηγικό κοινό που τόσο τον καλοδέχτηκε, ο Ólafsson έπαιξε μια μελωδία από τον δικό του τόπο, το "Where Life And Death May Dwell", σε μετεγγραφή για πιάνο από τον Snorri Sigfús Birgisson –προειδοποιώντας, βέβαια, ότι όλα τα παραδοσιακά τραγούδια της Ισλανδίας, είναι λυπητερά.
Ημέρα 13η - Τρίτη 9 Φεβρουαρίου
Η 13η μέρα ήταν ίσως η πιο «αφανής» έτσι όπως κοίταζε κανείς τον συνολικό προγραμματισμό του φεστιβάλ, έκρυβε ωστόσο ξεχωριστές εκπλήξεις και συγκινήσεις. Την πρώτη τους «νότα», άλλωστε, τη συναισθανθήκαμε ήδη από την έναρξη, όταν ο δεξιοτέχνης του κλαρινέτου Christian Stene παρουσίασε ωραία το Πρελούδιο για Σόλο Κλαρινέτο του Κριστόφ Πεντερέκι (1987).
Για τη συνέχεια μεταφερθήκαμε στην κυρίως αίθουσα του Grieghallen, όπου θέση στο πόντιουμ λάμβανε ένας ακόμα διακεκριμένος μαέστρος της Ισπανίας (μετά τον Pablo Heras-Casado της έκτης ημέρας), ο Juanjo Mena. Ο οποίος, με κομψή κινησιολογία και χαριτωμένες εκφράσεις προσώπου, διηύθυνε τη Bergen Philharmonic Orchestra σε μια αστραφτερή απόδοση επιλογών από τη σουίτα Maskerade του Johan Halvorsen (1922). Το κοινό δεν ένιωσε έκπληξη, αλλά οι υπόλοιποι είχαμε έτσι την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με έναν συνθέτη που έχει χαρακτηριστεί ως «το καλύτερα κρυμμένο μυστικό της Νορβηγίας». Και βρήκαμε αρκετά να θαυμάσουμε στη ζωηρή του γραφή.
Ακολούθως περάσαμε σε Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, σε μια καταπληκτική εκτέλεση στην πρωτότυπη εκδοχή του Variations Οn Α Rococo Theme (1941), για την οποία έδωσε το παρών η τσελίστρια Sandra Lied Haga. Δεξιοτέχνης ολκής, έπαιξε αξιοζήλευτα, δίπλα σε μια ορχήστρα που τίμησε πλήρως τις μοτσαρτικές διαστάσεις του συγκεκριμένου έργου, με το οποίο ο δημιουργός του προσάρμοσε στη δική του γραφή το στυλ του 18ου αιώνα. Ήταν άλλωστε αδύνατον να λαθέψει εδώ η εν λόγω φιλαρμονική, αφού έχει καταθέσει το έργο και στη δισκογραφία (2009, με μαέστρο τον Neeme Järvi).
Κορύφωση ωστόσο της βραδιάς έμελλε να είναι μία ακόμα νορβηγική επιλογή, άγνωστη στους εκτός: τα Τρία Φιόρδ ή Κονσέρτο Νο. 2 του Geirr Tveitt (1965), σχεδιασμένο για συμφωνική ορχήστρα και παραδοσιακό βιολί hardanger –το οποίο κλήθηκε να παίξει η Ragnhild Hemsing. Η εξαίσια ροή του έργου, οι εναλλαγές και οι χρωματισμοί του, αλλά και η δεξιοτεχνία της Hemsing σε ένα όργανο που ακούσαμε τελευταία και από τη δισκογραφία της Myrkur, ανέδειξαν ιδιαιτέρως την επιλογή· φωτίζοντας λίγο περισσότερο έναν συνθέτη εθνικών κατευθύνσεων που πέθανε αλκοολικός και υποτιμημένος, για να δικαιωθεί αργότερα. Κι εδώ, σημειωτέον, υπάρχει άλμπουμ από τη Bergen Philharmonic (1992), σε διεύθυνση του μακαρίτη Karsten Andersen, με τον σπουδαίο Sigbjørn Bernhoft Osa στο hardanger.
Ημέρα 14η - Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου
Μουσική μπορεί να μην είχαμε ανήμερα του άη-Μπάμπη, αλλά το φεστιβάλ είχε φροντίσει για μια ιδιαίτερη συζήτηση γύρω από τη μουσική. Έβαλε λοιπόν τον πιανίστα Leif Ove Andsnes να κουβεντιάσει με τον νευροεπιστήμονα Stefan Kölsch για το πώς αντιδρά ο εγκέφαλός μας στα ηχητικά ερεθίσματα, πώς ακριβώς (και σε ποιες περιοχές) τον επηρεάζει η ακρόαση μουσικής, αλλά και για το πώς η εμπειρία τον κρατά «νέο» καθώς παιρνούν τα χρόνια. Ίσως όχι για όλα τα γούστα, πάντως είχε ενδιαφέρον και δόθηκε με σκίτσα, χρώματα, επεξηγηματικές καρτέλες. Όπως δηλαδή θα έπρεπε να γίνεται.
Ημέρα 15η - Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου
O Stefan Kölsch δεν αρκέστηκε τελικά στη συζήτηση με τον Andsnes, αλλά εμφανίστηκε και την επόμενη ημέρα, ενώπιον κοινού αυτήν τη φορά (200 θέσεις, πάλι, λόγω κορωνοϊού), για να κάνει την εισαγωγή σε ένα πρόγραμμα με δύο πολύ διαφορετικά πρόσωπα. Πριν δώσει λοιπόν τη σκυτάλη στον Gardner, στη Φιλαρμονική και στον καλεσμένο πιανίστα Nicolas Hodges, μίλησε σύντομα για τη σημασία που δίνουμε στη μουσική όταν μας εκπλήσσει ή τέλος πάντων παίζει με τις προσδοκίες μας.
Η εισαγωγή αποδείχθηκε ταμάμ για την πρώτη επιλογή της βραδιάς, καθώς ήταν το Πιάνο Κονσέρτο του Simon Steen-Andersen (2014), γραμμένο για πιάνο, συμφωνική, σάμπλερ και βίντεο. Πρόκειται για ένα συζητημένο σύγχρονο έργο διάρκειας 25 λεπτών, το οποίο απαιτεί παιξίματα μεγάλης ακρίβειας και παρεμβολή ασυνήθιστων ήχων, π.χ. θέλει σε κάποιο σημείο μονωτική ταινία να ξεκολλά από τις χορδές της άρπας. Ως προς την ατόφια μουσική, πάντως, η δική μου άποψη δεν είναι ενθουσιώδης, καθώς νομίζω ότι μοιάζει με αρκετά ανάλογα πειραματικά. Από την άλλη προσφέρεται για ζωντανή περίσταση, όχι μόνο γιατί περιλαμβάνει βίντεο (ένα γκραν πιάνο που πέφτει από ύψος 8 μέτρων), αλλά γιατί μέσω προτζέκτορα βλέπεις τον πιανίστα ...εις διπλούν: απέναντι δηλαδή από τον Hodges βρισκόταν το μαγνητοσκοπημένο είδωλό του, να κάνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς χρόνους, δίνοντας παράλληλα και κάποια εναύσματα στην ορχήστρα (ενίοτε) για να ακολουθήσει.
Το δεύτερο μισό του προγράμματος ήταν αντιθέτως «παραδοσιακό», καθώς περιλάμβανε την 7η Συμφωνία του Μπετόβεν (1812). Ο ίδιος τη θεωρούσε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του και η Bergen Philharmonic το τίμησε δεόντως, αντανακλώντας τον συνήθη ποιοτική της πήχη. Δεν σημειώθηκε βέβαια κάποια υπέρβαση, αναδείχθηκαν όμως όλες οι πτυχές που προέβλεπε η παρτιτούρα, με ιδιαιτέρως καλή απόδοση από τα ξύλινα πνευστά.
Ημέρα 16η - Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου
Φτάνοντας στην τελευταία του ημέρα, το φεστιβάλ έκανε κύκλο και επανήλθε στο «τελετουργικό» της έναρξης, με τον Gardner να διευθύνει δηλαδή όχι μόνο τη Bergen Philharmonic, αλλά και την Edvard Grieg Kor. Με εστίαση αυτή τη φορά στον Thomas Tallis –τον άρχοντα της θρησκευτικής μουσικής κατά την αγγλική Αναγέννηση.
Η έναρξη είχε απλά τον Gardner απέναντι σε εφτά μέλη της Edvard Grieg Kor (άνδρες και γυναίκες), οι οποίοι τραγούδησαν το The 3rd Mode Of Archbishop Parker’s Psalter (1567), ως ένα πολύ σύντομο ορεκτικό. Αμέσως μετά, ο Βρετανός μαέστρος έλαβε θέση ενώπιον του τμήματος εγχόρδων της Bergen Philharmonic, για το Fantasia on a Theme by Thomas Tallis του Ραλφ Βον Γουίλιαμς (1910). Ένα όμορφο έργο, μεστό νοσταλγίας μα και επικότητας, το οποίο βρήκε τη δική του θέση στο σχετικό ρεπερτόριο, παρότι στην εποχή του κάποιος το χαρακτήρισε ως «a queer, mad work by an odd fellow from Chelsea». Η εκτέλεση που ακούσαμε από το Bergen στάθηκε άψογη, κοινωνώντας όλα τα καίρια χαρακτηριστικά της σύνθεσης.
Η επόμενη στάση είχε Μπέντζαμιν Μπρίτεν, τον κύκλο τραγουδιών που ονομάστηκε Les Illuminations (1940), με πρόβλεψη να εκτελείται από σύνολο εγχόρδων και σοπράνο ή τενόρο. Τα βιολιά λοιπόν της Bergen Philharmonic σηκώθηκαν όρθια (τα βιολοντσέλα παρέμειναν καθισμένα), ενώ επί σκηνής κατέφτασε η σοπράνο Mari Eriksmoen, ξετυλίγοντας κρυστάλλινα φωνητικά χαρίσματα, τα οποία τέθηκαν λίαν επιτυχώς στην υπηρεσία του έργου.
Το φινάλε του Wintermezzo δεν γινόταν παρά να είναι συμφωνικό, με τη Φιλαρμονική του Μπέργκεν να παρατάσσεται στο Grieghallen με φουλ δύναμη πυρός για την 4η Συμφωνία του Γιοχάνες Μπραμς (1885). Η απόδοση στάθηκε θαυμάσια, αναδεικνύοντας περίφημα τις μπετοβενικές κορυφώσεις της σύνθεσης. Μια ωραία κατακλείδα, η οποία συνόψισε την ποιοτική συντροφιά που μας κράτησε το φεστιβάλ επί 16 κορωνοϊο-ημέρες.
credits
κεντρική φωτογραφία: Oddleiv Apneseth
φωτογραφία 2: Ari Magg
φωτογραφία 5: Tor Høvik, για τη Bergens Tidende
φωτογραφία 6: Frode Inge Helland
φωτογραφία 8: Helge Skodvin