Local broadcast
Οι Ούγγροι Zagar είναι αρκετά πιθανό να βρεθούν το καλοκαίρι σε κάποια φεστιβάλ με μερικές δεκάδες χιλιάδες κόσμου στην αρένα. Άλλωστε το έχουν κάνει και στο παρελθόν, όπως διαπιστώνω. Στη Θεσσαλονίκη πάντως έπαιξαν σε λιγότερα από 100 άτομα και όπως έμαθα η κατάσταση δεν ήταν αισθητά καλύτερη ούτε στην Αθήνα, ούτε στην Πάτρα. Παρότι έρχονται με ένα από τα πιο καθαρόαιμα ραδιοφωνικά ατού των τελευταίων ετών (Wings Of Love), παρότι το ίδιο τραγούδι συνοδεύει χρόνια τώρα διαφήμιση αυτοκινήτου πολυτελείας, γεγονός που θεωρείται τεκμήριο αναγνωρισιμότητας..., παρότι τέλος πάντων η αντιεμπορικότητα δεν είναι στις προτεραιότητες τους. Άβυσσος η ψυχή του κοινού, τι να πεις... Σίγουρα παίζει ρόλο και το ότι έρχονται από μια χώρα με ελάχιστη δυναμική τόσο στην μουσική βιομηχανία, όσο και στην συνείδηση του κοινού, που ούτως ή άλλως είναι άβυσσος, όπως είπαμε. Ή αυτό θέλουμε να λέμε ως δικαιολογία.
Μου είχε πρωτομιλήσει για αυτούς ο Γιώργος 'Cayetano' Μπρατάνης και εξαιτίας του έψαχνα προ ετών για δύο ώρες στην παγωμένη Βουδαπέστη το δισκοπωλείο/ label/ έδρα τους, το οποίο όμως είχε παρασυρθεί από την πρόσφατη τότε χρεοκοπία της χώρας. Έτυχε να πάρω και το λάθος άλμπουμ από τα δύο της (τότε) δισκογραφίας τους, οπότε ο ίδιος άνθρωπος ήταν που χρειάστηκε να επιμείνει πολύ για να πάω να τους δω live. Μετά το πέρας του οποίου live, ήμουν σίγουρος ότι όποιος τους προμόταρε όλα αυτά τα χρόνια, το κάνει μάλλον με λάθος τρόπο και μεθόδους, διότι οι Zagar (του 2011 τουλάχιστον) απευθύνονται σε ένα κοινό το οποίο συντριπτικά δεν τους έμαθε ποτέ (εντός των συνόρων μας πάντα). Περισσότερο σε όσους θυμούνται ακόμη το big bang των Wolfang Press με τα mainstream ακροατήρια, παρά σε freestyle-ίστες που ενδιαφέρονται τα 12'' τους να είναι σπάνια και περιποιημένα. Σε εμάς που εκνευριστήκαμε όταν οι Primal Scream την είδανε οριστικά electroσωτήρες, παρά σε όσους τεστάρουν μείκτες στο σπίτι παρέα με την αγαπημένη τους μουσική.
Μουσικοί με ικανότητες πολύ πάνω από τον κεντροευρωπαϊκό μέσο όρο, είτε βρίσκονται πίσω από τα drums, είτε πίσω από τα πικάπ. Ο ιθύνων νους, που χαρίζει και το όνομα του στο σχήμα, περιβάλλεται από μπόλικα Korg και ό, τι άλλα πλήκτρα ονειρεύεται όποιος δεν θέλει άδειο ήχο και καθοδηγεί άνετα το σχήμα από τις μεγάλες ροκ ενορχηστρώσεις, στις ύπουλα pop ευκολίες και από εκεί σε ρετρό dance μανίες (που θα μπορούσαν και να λείπουν). Έχω την αίσθηση ότι και οι Zagar ψάχνουν τον τρόπο να χωρέσουν στη μουσική τους τις αρκετές δεκαετίες δυτικής μουσικής που στερήθηκαν ως πολίτες μιας χώρας που μόνο από την κλειδαρότρυπα κοίταζε προς τα έξω. Με αυτό τον τρόπο συνδέουν χωρίς πολλή σκέψη τις παραγωγές του Brian Eno για τους U2 με την εφευρετικότητα των πρώιμων ηρώων της Wall Of Sound. Και θυμούνται σοφά ότι το big beat θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο, αν δεν επέμενε μέχρι τέλους να είναι τόσο big.
Σε αυτό το πλαίσιο ο τραγουδιστής/ κιθαρίστας (με απόλυτα βαρύ μουσικό ονοματεπώνυμο - George Ligeti γαρ!) που κάθε βράδυ φαντασιώνεται ότι είναι ο Richard Aschroft στο κορμί του Bobby Gillespie και με το κοινό του Dave Gahan να τον περιμένει στη γωνία, δεν κατέληξα αν βοηθάει την τελική εικόνα τους ή αν την υπονομεύει. Εκεί που οι Zagar ακούγονται σαν μία ικανή μπάντα απαλλαγμένη από την απελπισία του file under, εκεί πάνε και κρύβονται με σχεδόν πρωτόγονο τρόπο κάτω από ένα και μόνο μουσικό είδος. Μέχρι να πεταχτούν στο επόμενο. Όλα αυτά βέβαια με κάθε επιφύλαξη ως προς τις πραγματικές τους ικανότητες σαν live μπάντα, διότι οι συνθήκες του Σαββάτου ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές. Ολοκλήρωσαν μία απόδοση σταδίου στο φύσει anthemic Wings Of Love μπροστά σε μία άδεια αρένα, με δέκα ανθρώπους να προτείνουν τα κινητά τους εναντίον τους για να αποθανατίσουν τη σκηνή (μανία και αυτή πια...) και ο ηχολήπτης ορθά έβαλε κάτι να παίζει στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, διότι κάθε ιδέα περί encore θα έμοιαζε αστεία.
Πριν από τους Zagar εμφανίστηκε ο (εκ των σπλάχων τους) DJ Bootsie με ένα κουαρτέτο το οποίο κατά Cayetano θα με άφηνε αδιάφορο, αλλά τελικά με άφησε άφωνο. Ουσιαστικά ήταν σαν να ακούς τα θεμέλια της μουσικής του κυρίως σχήματος, απαλλαγμένα από τις βαριές κολώνες της pop δράσης και την αφόρητη αγωνία της (απόλυτα σχετικής όπως αποδείχτηκε) εμπορικότητας. Τις εξαιρετικές ικανότητες του αρχηγού στις... βελόνες, συμπλήρωσε σχεδόν συνταρακτικά ένας ατόφια bluesy κιθαρίστας, με ενδοσυνεννόηση ακαδημαϊκού επιπέδου. Υποθέτω ότι σε διαφορετικές πληθυσμιακές συνθήκες και το δικό τους set θα ήταν μεγαλύτερο σε διάρκεια (παίξαν γύρω στα 45'), ενώ αξίζει και με το παραπάνω να εμφανιστούν σε έναν χώρο που θα τους ταιριάζει καλύτερα ως main act.
Θα τελειώσω αυτό το μείγμα γκρίνιας και ενθουσιασμού λέγοντας ότι το εισιτήριο για όλα τα παραπάνω (συν δύο εγχώρια support που δεν προλάβαμε) προσδιορίστηκε στην... εξωφρενική τιμή των 20 €, αφήνοντας εκτεθειμένους όλους τους κατ' όνομα μουσικόφιλους, που εσχάτως επικαλούνται και την κρίση ως δικαιολογία για τους συναυλιακούς χώρους που μένουν απελπιστικά άδειοι, ειδικά στη Θεσσαλονίκη. Μετά το live έκανα εξαντλητική γύρα σε όλα τα μπαρ της πέριξ νεοσυσταθείσας νυχτοπιάτσας και δεν βρήκα μισό σκαμπό άδειο. Με πολλούς... μουσικόφιλους σε όλα εννοείται και με το 20άρικο να μου φεύγει στην πρώτη εικοσάλεπτη στάση. Το "τσουχτερό" εισιτήριο το πιστώνουμε στην Lovelight Productions, που αδικαιολόγητα επιμένει να μην ανεβάζει τις τιμές, την ίδια ώρα που αυθεντίες και σωτήρες της ροκ ιστορίας, ειδικά στην πρωτεύουσα, προσπαθούν να μας πείσουν ότι 30 και 35 ευρώ είναι μια χαρά τιμή για ονόματα που για αντίστοιχο αριθμό ετών απουσιάζουν από την ροκ ή κάθε άλλη επικαιρότητα. Σε χώρους ελεγχόμενης θέασης μάλιστα ("οι πρώτοι δέκα βλέπουν τι γίνεται στη σκηνή - οι υπόλοιποι το φαντάζονται") Για να συμμορφωθούμε όλοι το λοιπόν.