Ziria Music Festival 2024
Κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε ραχούλα και φεστιβάλ (και πανηγύρι). Στη Ζήρεια σκαρφάλωσε, κατασκήνωσε, βράχηκε και κατέγραψε ο Βασίλης Παπαδόπουλος
Ziria Music Festival 2024
Γκώσαμε φέτος το καλοκαίρι με τα πανηγύρια (ωραία ήταν πάντως κι αυτά) και τα έντεχνα mountain festivals (που δεν πήγαμε) και βάλαμε στόχο να εκπληρώσουμε το τάμα να ανέβουμε στη Ζήρεια. Τι κι αν οι οιωνοί και πάλι δεν ήταν καλοί και έδειχναν βροχή, όπως πρόπερσι που ακυρώθηκε.
Τι κι αν ένα ελεύθερο φεστιβάλ που διοργανώνεται από μια μικρή τοπική ομάδα απαιτεί δυνάμεις και αντοχές τεράστιες που πολλές φορές δεν υπάρχουν, όταν όλα γίνονται χωρίς κέρδος, αν όχι βάζοντας και λεφτά από πάνω. Πέρασαν 5 χρόνια από το τελευταίο Ziria Festival (κορονοϊού επιβάλλοντος) και φέτος τα παιδιά το ’βαλαν σκοπό να γίνει. Έτσι η βροχή που συνόδευσε ανά διαστήματα το φετινό φεστιβάλ δεν πτόησε τους ακάματους οργανωτές.
Μουσαμάδες πάνω από τα όργανα, ο χώρος περιορίστηκε από την πίστα του χιονοδρομικού, στο μπαλκόνι έξω το σαλέ, δεν πειράζει, περιμέναμε να στεγνώσει για να ξεκινήσει η μουσική. Η βροχή, όχι το κρύο, στα 1.500 μέτρα είναι ο εχθρός. Παρόλ’ αυτά το φεστιβάλ έγινε και απέδειξε ότι αποτελεί το σημαντικότερο φεστιβάλ της ροκ ελληνικής σκηνής του σήμερα. Έχουμε γράψει για το Westside Festival, που όμως δεν ξανάγινε, όπως και για τη σειρά της Αισθηματικής Αγωγής, για το Αγοραφοβικό αναμένουμε και φέτος. Επιφυλασσόμαστε δε και για το Rudu Festival και δεν ξεχνούμε τα μικρά τοπικά φεστιβάλ, όπως αυτό της Βρύσης Τυρνάβου και άλλα που μας διαφεύγουν και ξεφυτρώνουν ανά καιρούς ανά την Ελλάδα. Ούτε ξεχνάμε τα ανά τόπους και καιρούς φεστιβάλ όλων των επιμέρους φυλών του ροκ (πανκ, χέβι μέταλ, χιπ χοπ κοκ).
Όμως αυτό που κάνει το Ziria Festival μοναδικό είναι το ότι εδώ μαζεύονται διάφοροι μουρλοί από άλλους μουρλούς οργανωτές και οργανώτριες, με ελεύθερη είσοδο και κατασκηνώνουν στην πίστα του Χιονοδρομικού Κέντρου της Ζήρειας για να ακούσουν για τρεις μέρες ένα μπουκέτο από τους πλέον καλούς και πλέον σύγχρονους εκπροσώπους του ελληνικού ροκ, στο σύνολο των ειδών του, χωρίς τις γερές δόσεις έντεχνου των άλλων mountain festivals.
Πάνω στο οροπέδιο της Ζήρειας λοιπόν, με τους περισσότερους από εμάς να έχουμε αγοράσει μουσαμάδες για προστασία της σκηνής από τη βροχή ειδικά για το φεστιβάλ, άμαθοι από τα ξερονήσια όπου είχαμε μάθει να στήνουμε άγαρμπα τα αντίσκηνά μας. Κρύο δεν είχε όπως άλλες χρονιές, αλλά κάθε μεσημέρι μας τιμούσαν αστραπές, βροντές και καταιγίδες, με τους οργανωτές να κοιτούν τον ουρανό και τα κάθε λογής meteo, να παίρνουν τις σκούπες για να διώξουν το νερό που λίμναζε στους μουσαμάδες για να στεγνώσει κάποια στιγμή, να μπορέσουν να ανάψουν οι ενισχυτές και να ξεκινήσει η μουσική.
To φεστιβάλ κρατάει από το 2009. Ξεκίνησε με κλασικό παραδοσιακό ροκ ύφος, αφιερωμένο σε έναν από τους άσημους ήρωες του, τον Νίκο Δόϊκα των Σπυριδούλα και Echo Tatoo, για να καταλήξει εδώ και χρόνια να φιλοξενεί το ροκ σε όλες τις εκφάνσεις του, με ανοικτά τα αυτιά και τα μάτια του σε ότι πιο φρέσκο και πρωτοποριακό κυκλοφορεί στην ευρύτερη σκηνή.
Ενόψει της απειλής της βροχής το line up περιορίστηκε λίγο και κατέληξε ως ακολούθως:
Πλην μίας – δύο ακυρώσεων έπαιξαν όλοι και όλες, με υπομονή, και με μικρές αλλαγές. Ο καιρός δεν επέτρεπε προετοιμασίες, οπότε όλα τα γκρουπ έκαναν soundcheck πριν ξεκινήσουν να παίζουν, όταν τελείωναν οι προηγούμενες. Soundcheck μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Δεν πειράζει, με υπομονή, καθώς το αποτέλεσμα σε επιβράβευε. Μπορούσες να πας να ρίξεις κανένα υπνάκο, αν τα έβγαζες πέρα με την υγρασία, να αγοράσεις καμιά μάρκα για να αγοράσεις με αυτή καμιά μπύρα, η μουσική και τα όργανα ήταν εκεί. Από αργά το απόγευμα, όταν στέγνωνε στοιχειωδώς από τη μεσημεριανή βροχούλα ή καταιγίδα, έως τα ξημερώματα. Οι ηχολήπτες ήταν οι άγνωστοι ήρωες αυτού του φεστιβάλ που το έβγαλαν ασπροπρόσωπο. Περίπου 20 και πλέον μπάντες, 20 soundchecks, και ο ήχος του καθενός μοναδικός.
Τα highlights του φεστιβάλ:
Μέρα 1η – Ψυχεδελική και πως κατέληξε
Οι Psycada και οι No Clear Mind με τις αιθέριες μελωδίες τους πρέπει ίσως να πιστέψουν περισσότερο τον εαυτό τους. Λιγότερο soundcheck και πιο πολύ ψυχή ίσως χρειάζεται, και πίστη σε αυτό που κάνουν. Και μπορεί τελικά η αγγλική γλώσσα να έχει καταλήξει ντεσαβαντάζ (το φεστιβάλ ήταν κυρίως ελληνόφωνο, χωρίς, είπαμε, να είναι έντεχνο).
Οι The Steams ξεσήκωσαν τον κόσμο που πάσχιζε να ξεδώσει, όταν ξεκίνησαν. Τα stage diving των νέων παιδιών που είχαν κατακλύσει το φεστιβάλ έδιναν και έπαιρναν. Είχαν ξαναπαίξει το 2018 στο φεστιβάλ, είναι αγαπητοί στη σκηνή και παίζουν ένα ψυχεδελικό ροκ με στοιχεία ακόμη και progressive. Θυμόμαστε τους Chickn, θυμόμαστε τους Μόρκα, το ροκ είναι εδώ, ξανά δυνατό. Και οι The Steams το πρώτο highlight του φεστιβάλ.
Οι Oferta Especial από την Ισπανία που ακολούθησαν με το ska – punk τους, τα σαξόφωνα και τις τρομπέτες τους, η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν του προσωπικού μου γούστου. Εξάλλου ένας από τους λόγους που πήρα τα βουνά ήταν για να ακούσω τους Νεκροτσουλήθρα, κι η ώρα, με τα soundcheck και μ΄αυτά και μ΄αυτά έφθασε πολύ – πολύ μετά τα μεσάνυχτα.
Κατά τις 03.00 το πρωί βγήκαν η Νεκροτσουλήθρα. Μουσική κονσέρβα από τον Leo με τη full face μάσκα στο πρόσωπο και ο Γιώργος με μαύρο γυαλί μέσα στη μαύρη νύχτα και με μπλούζα Μέσι από μέσα, στις πρώτες φωνές (οι δεύτερες κι αυτές κονσέρβα), σε κοινό χαμό γενικώς. Παίζουν power disco, trash punk, κοινώς ξεσηκώνουν τον κόσμο. «Δεν ξέρω αν υπάρχει μετά και δεν με νοιάζει γιατί στο ‘χω πεί δεν ελπίζω ούτε πιστεύω». Το μότο τους «Θανάτω Θάνατο Πατήσια» με το οποίο έκλεισαν το αρχικό σετ. Θα μπορούσαν να παίζουν σε όλα τα Mad Awards Festivals και να βγάζουν τρελά φράγκα ως trappers. Παίζουν στη Ζήρεια όμως και αλλού με τους πανκάδες. Αναζητείστε τους και ξεκουνηθείτε μαζί τους χωρίς ενοχές. Γιατί τα παιδιά είναι εντάξει.
Έκλεισαν μετά τις 04.00, δεν ξέρω αν έπαιξε η Fo (Fofi Tsesmeli), αν και με τον ήχο εκκωφαντικό, σχεδόν απέναντι από τη σκηνή, και πάνω σε ένα camping mat δύσκολο να ξεράθηκα στον ύπνο.
Μέρα 2η – Η έντεχνη που κατέληξε σε πανκ
Όταν σταμάτησε η βροχή, έκανα μπάνιο στους αυτοσχέδιους λουτήρες! Οι ΚωΓιαΜαν, άλλος ένας από τους λόγους που πήρα τα βουνά, ξεκίνησαν με φως, μετά πάλι ατελείωτο soundcheck. Δεν πειράζει, να στεγνώσουμε κιόλας. «Στο ΑιρΜπιΕνΜπι στο ΑιρΜπιΕνΜπι το σπίτι μου θα μπει». Ούτι, κανονάκι, τουμπερλέκι σε ρυθμούς νησιώτικους, κρητικούς και ανατολίτικους, με wah-wah πετάλια και μαγνήτες ηλεκτρικούς, να νομίζεις ότι το ούτι βγαίνει και σε ηλεκτρική έκδοση (που΄σαι καημένε Νίκο Σαραγούδα). Μέχρι και τα κορίτσια και τ΄ αγόρια στην κουζίνα χόρευαν χωρίς έλεος, κι ήταν ακόμη το πρώτο γκρουπ. Όχι άλλο post – rock και cyber – punk. Ο λαός θέλει τραγούδι, απλά το θέλει ανεπιτήδευτα και με ροκ ήθος. Είθε και σε πανηγύρια οι ΚώΓιαΜαν. Εχουν όλο τον καιρό μπροστά τους, τώρα ξεκίνησαν.
Ακολούθησαν οι Commuter, μια ευπρόσωπη εκδοχή του κατεστημένου κιθαριστικού indie ήχου των τελευταίων 30 και βάλε χρόνων. Σχήμα νέο, με ρίζες και στην τοπική Κόρινθο, αλλά και με διεθνείς αναφορές. Ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούν για τη συνέχεια αν δεν θέλουν να τελματώσουν σε χιλιοπαιγμένα riffs. Εχουν τα φόντα, τους λείπει ίσως το μπρίο. Ποιος είμαι εγώ και κρίνω τώρα, αλλά πάλι εν μέρει γι’ αυτό κάθισα στη Ζήρεια όλο το τριήμερο.
Ακολούθησε soundcheck ωρών. Όσο καλή διάθεση και να έχω να δώσω να ακούσω τους Κοινούς Θνητούς δεν άντεξα κι εγώ. Οι Κοινοί Θνητοί είναι αυτή η σύγχρονη τάση του έντεχνου με τα μαζικά ακροατήρια, ενίοτε συμπαθής, αλλά κατά βάση με στοιχεία βερμπαλισμού που συχνά ενοχλεί. Είχε ανέβει κόσμος γι αυτούς, δυστυχώς τους πρόδωσαν τα μηχανήματα ή η επιθυμία να είναι όλα τέλεια, σε ένα φεστιβάλ που απεχθάνεται τον επαγγελματισμό. Είπαμε, ήρωες οι ηχολήπτες.
Ακολούθησε η αντίθετη όψη. Απόλυτος σεβασμός για έναν από τους πατριάρχες του ελληνικού ροκ, όμως το σχήμα του Μήτσου Πουλικάκου με τους Γεια σου Τάκη έμοιαζε παράταιρο με όλα τα υπόλοιπα σχήματα του σήμερα. Δεν πειράζει και πάλι, αλλά κάποιοι ίσως περίμεναν να ακούσουν σημερινές εκδοχές του ‘Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη’ ή έστω του ‘Σουπερμάρκετ’ και όχι απλά τσιτάτα.
Το πρόγραμμα είχε ανατραπεί, είχα ήδη πάει για ύπνο, όταν κατά τις 03.30 με ξύπνησαν τα τύμπανα των Φαλκονέρα. Το τζην, την μπλούζα, τη ζακέτα, το μπουφανάκι και στην πίστα του σαλέ και πάλι. Έχει γράψει ο Γιάννης Πλόχωρας γι’ αυτούς. Το πανκ είναι ξανά εδώ και χρόνια μαζί μας. «Απόψε θέλω να πάμε στα μπουζούκια... να πετάξουμε λουλούδια σαν υπερήφανα παιδιά μικροαστών». Είχα πάρει μαζί μου και διάβαζα το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού για την ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα 1979-2015, οπότε ταίριαζε γάντι. Ξανά λίγο stage diving, η σκηνή άναψε για τα καλά. Έκλεισαν νομίζω με το «Χασίς», δεν λέω τίποτε άλλο, γιατί κάποιες αισθήσεις δεν μεταφέρονται.
Ακολούθησε ο Eddie Dark (χωρίς σχεδόν καθόλου soundcheck). Έτσι κι αλλιώς κονσέρβα έπαιζε κι αυτός και τραγουδούσε. Όμως, μην τον χάσετε σε live. Η σκηνική παρουσία του είναι καταπληκτική. Παίξε πανκ ρε, μονολογούσε, και ανεβοκατέβαινε τη σκηνή με τα μαύρα του γυαλιά, έχοντας κλείσει όλα τα φώτα. Ξέρει που βρίσκεται και που πατάει, έχει πλήρη επίγνωση του χώρου, κάνει τον κόσμο να χορεύει. Έχει μέλλον και εκτός του χώρου της μουσικής.
Γύρισα στη σκηνή, υπό τους ηλεκτρονικούς ήχους του Σεραφείμ Τσοτσώνη. Όταν σταματούσε η μουσική ανάμεσα στους καταιγιστικούς ήχους, άκουγες τις φωνές χαράς του πλήθους που δεν έλεγε να φύγει, έως δεν ξέρω πότε.
Μέρα 3η – Η hip hop που κατέληξε σε ποπ και σε techno παραλήρημα
Περισσότερο κρύο και βροχή την τρίτη μέρα, λίγο έλειψε να μη γίνει το φεστιβάλ, καθώς μια βροχούλα αργά το απόγευμα πήγε να τα χαλάσει όλα. Άργησε έτσι να ξεκινήσει η 0-100 Σειρένε, μια από τις πιο τίμιες εκδοχές του σημερινού ελληνικού hip hop. Ζωντανή, αληθινή και με κοινό που την ξέρει και τη γουστάρει πέρα από το εφήμερο μικρο -χιτάκι ‘Τάκα Τούκα’. Φρέσκια, πολύ φρέσκια και με μέλλον. «Κι ας μη νικήσουμε ποτέ θα βάζουμε πάντα στην πόλη φωτιά».
Οι Turboflow 3000 ξεσήκωσαν τον κόσμο. Όγκος, δύναμη στις δύο κιθάρες και το μπάσο, παίζουν πολύ πιο δυνατά και στιβαρά απ΄ότι στις ηχογραφήσεις τους. Παρόλ’ αυτά διατηρώ προσωπικά επιφυλάξεις. Μικρομεγαλίζουν. Επί σκηνής και η Sci-Fi River, επίσης με φόντα που δεν έχουν ακόμη ξεδιπλωθεί. Έκλεισαν με τη δική τους εκδοχή του ‘Σήμανε Συναγερμό’, δεν είναι όμως πανκ (θα άξιζε κάποιος, αφού τελειώσει και το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού, να κάνει μια ανάλυση για τον ρόλο του πανκ και την καθοριστική του σημασία για τη διαμόρφωση του ροκ από τη δεκαετία του ‘80 κι έπειτα – σκότωσε το ροκ αναγεννώντας το στη μορφή που υπάρχει έως και σήμερα).
Για το Παιδί Τραύμα είχαμε γράψει για τη συναυλία στο WestSide Festival, τότε που τον είδαμε να διαμορφώνεται σε ροκ μπάντα, παραδόξως υπάρχει κριτική στο MiC και για τους δύο πρώτους δίσκους του (εδώ και εδώ). Είπαμε ότι έχει μέλλον ως μπάντα, μάλλον το ανακαλούμε. Ισως το Παιδί Τραύμα θα πρέπει να ξαναβρεί την ‘Νεραντζιά’ του πρώτου πρωτόλειου και εκπληκτικού lp με τις Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις του. Ωρες – ώρες θα άξιζε να ακούμε ένα καλλιτέχνη κλεισμένο στον εαυτό του, αρκεί να είναι αυτός ο ίδιος και όχι η επιθυμία να γίνει επώνυμος ροκ καλλιτέχνης.
Από την άλλη ο Pan Pan εξελίσσεται σε ηγέτη μιας σκηνής που έχει μεγαλώσει με το πανκ, αλλά δεν νιώθει καμία ενοχή να το ρίξει στο χορό, ακόμη και στο τσάμικο. Το είχε επισημάνει ο Στυλιανός Τζιρίτας με αφορμή συναυλία του με τον Mazoha. Ημουν λοιπόν εκεί κι εγώ, όταν ο Pan Pan ξανά με την αγαπημένες μούσες του Καλλιόπη Μητροπούλου και Vassilina ξεσήκωνε τον κόσμο, ιδίως με το σερί των «Χτύπα με σαν ρεύμα στην πίστα», «Τα παιδιά θέλουν χορό» και το φρέσκο χιτ που τον έμαθε όλος ο κόσμος «Ανισόπεδη Ντίσκο». Κι ήταν πραγματικά ανισόπεδη η σκηνή του σαλέ του χιονοδρομικού κέντρου της Ζήρειας, κι ο κόσμος πιανόταν από το χέρι και χόρευε. «Ήταν απόγευμα στο αμάξι και ακούγαμε Pulp”. O Pan Pan με το σύνολο των συνεργασιών του έχει δείξει ότι μπορεί να πετάξει τη χρυσόσκονή του σε όλη τη σκηνή του σήμερα, με τρόπο ανάλογο αυτού που έκανε μέχρι τώρα ο The Boy (πάνω στο βουνό μας βρήκε η είδηση της ακύρωσης της μεγάλης συναυλίας στο Λυκαβηττό «Η Αθήνα ξέρει να λιώνει»).
Μετά τον χαμό ακολούθησε και άλλος χαμός. Δεν τους το είχα των Lip Forensics. Είχα ήδη πέσει, όταν η σκηνή ξεκίνησε να δονείται υπό τους ηλεκτρονικούς ήχους του ντουέτου αυτού. Ακολούθησε και το πολυβόλο του Christian Cambas. H ηλεκτρονική dance, house, techno, rave μουσική ήταν εκεί μέχρι αργά το πρωί. Σε κάποια από τις δονήσεις που με ξύπναγαν, από τις χαραμάδες της σκηνής είχε μπει ήλιος, αλλά όταν σταματούσαν τα beats της μουσικής ακουγόταν η δίψα του κόσμου. Μαζί με ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους και όσες διοργάνωσαν αυτό το Φεστιβάλ.
Κάτι τελευταίο για τη φιλοσοφία του Ziria Festival. Διοργανώνεται από μια μικρή ομάδα εθελοντών με πυρήνα την πόλη του Ξυλόκαστρου. Μεγάλοι άνθρωποι, αλλά με αγάπη για τη μουσική, τη ροκ, αλλά και κάθε γνήσια λαϊκή μουσική (πίσω από το σαλέ, εκεί που έψηναν τα σουβλάκια, είχαν στήσει δική τους κατάσταση οι ψήστες με ρεμπέτικα μέχρι τελικής πτώσεως). Με ελεύθερη είσοδο, ελεύθερη συμμετοχή, με το δικό του νόμισμα – τις μάρκες, με σεβασμό για το περιβάλλον, με σεβασμό για τους συμμετέχοντες, με σεβασμό για όλους εμάς που περάσαμε τρεις μέρες στο βουνό. Ανοικτό φεστιβάλ λέει η ομάδα που το διοργανώνει και είναι έτσι.
Μεγάλωσαν μάλλον ως χίπηδες οι οργανωτές. Μπορεί το ροκ, στη μορφή που το είχε αγαπήσει ο Δόϊκας και οι φίλοι του που στα 10 χρόνια από το θάνατό του πρωτανέβηκαν στο βουνό και ξεκίνησαν το φεστιβάλ, να έχει πεθάνει, όμως υπάρχει ακόμη και σήμερα στη μορφή όσων έπαιξαν στο φεστιβάλ το 2024 αλλά και όλα τα προηγούμενα χρόνια. Είχαμε πει για το WestSide Festival ότι διδάσκει ροκ ήθος, το ματιάσαμε, ελπίζω να μη συμβεί έτσι με το Ziria και ν’ ανταμώσουμε ξανά πάνω στο βουνό, με βροχή ή χωρίς, πάντα όμως με ελευθερία.