Loads of noise
Ο Steve Lake πετάει το μπάφο πίσω από τον Μάρσαλ, ζαλώνεται τη Γκίμπσον του και ημίγυμνος σκανάρει το Αν απ' το μπαρ και τη σκάλα μέχρι τα παρασκήνια. Το σώβρακο προεξέχει πάνω απ' το παντελόνι- το ότι παραμένει στα πενήντα του χωρίς προκοίλια κάνει τη φιγούρα του λιγότερο ακαλαίσθητη απ' ό,τι θα περίμενε κανείς. Και ακόμα περισσότερο γκροτέσκα.
Οι μισοί εκεί μέσα έχουμε κάνει ένα τέταρτο του αιώνα υπομονή για να δούμε τους Zounds, ένα εγγλέζικο ποπ πανκ γκρουπάκι των αρχών του 80 που πέρασε απαρατήρητο στη χώρα του, αλλά στην Ελλάδα λατρεύτηκε. Τόσο που δέκα χρόνια πριν, μια σαλονικιά αναξάρτητη εταιρία, η Lazy Dog αποφάσισε να κυκλοφορήσει σε διπλό βινύλιο τα άπαντά τους, μια κίνηση που βρήκε αναμενόμενα κάποια ανταπόκριση.
Οι υπόλοιποι είναι τα ανιψάκια μας- γνώρισαν τα τραγούδια τους από μας και τα γούστα μας φαίνεται πως ταίριαξαν για μια φορά, τι καλά που θα τους δουν χωρίς να υποστούν το δικό μας εικοσιπεντάχρονο στήσιμο.
Στη Σαλονίκη μαζεύτηκαν γύρω στα χίλια άτομα, απ' ό,τι ακούω. Η συναυλία δόθηκε σε πανεπιστημιακό άσυλο, δεν υπήρχε είσοδος κι ύστερα έπεσε ο απαραίτητος πετροπόλεμος με τους μπλε αστακούς που τό' παιζαν ως συνήθως διακριτική παρουσία λίγο παραπέρα.
Στην Αθήνα η είσοδος ήταν δεκαοκτώ ευρώ και αν το Αν ήταν Γκαγκάριν οι Ζάουντς υποψιάζομαι πως θά καναν άθελά τους επίδειξη (αγοραστικής) δύναμης σε ονόματα με πολύ ηχηρότερο επώνυμο στην πιάτσα. Όπως είχε, το Αν έδειξε αξιοσημείωτη αντοχή σε υπερβολικές δόσεις κινούμενης ανθρωπομάζας.
Οι Ζάουντς που είδαμε είναι ένα σύγχρονο σχήμα, ηλικίας πεντέξι χρόνων. Ο Στικ, έπαιζε πριν χρόνια ντραμς στους Extreme Noise Terror, μια χάρντκορ μπάντα από κάτι τύπους, που ο ίδιος τώρα αποκαλεί "μουνιά". Ο Πρόταγκ, ο μπασίστας, διετέλεσε ενεργό μέλος της κολεκτίβας των Ζάουντς πριν τριάντα χρόνια, όταν μια κινούμενη άμμος από πολύχρωμους χίπηδες καταλάμβανε ερείπια, έπαιζε μουσική και διοργάνωνε φρι συναυλίες ανά την Αγγλία. Η αγαπημένη ιστορία του Λέικ είναι όταν το 80 ο Πρόταγκ πήρε το βανάκι του γκρουπ και το διέλυσε στην εθνική έξω από το Λονδίνο. Και μια που ξαναγυρίσαμε στον Λέικ, εδώ και πολλά χρόνια παίζει πια κιθάρα. Ευτυχώς τραγουδάει ακόμα.
Με καταλάβατε. Δύσκολο να χωνέψω τη νέα σύνθεση. ΟΚ, ο Λόρενς Γουντ δεν ασχολείται πλέον με την κιθάρα του εδώ και δεκαπέντε χρόνια, όσο για τον πρώτο κιθαρίστα του συγκροτήματος, τον Στιβ Μπερτς, σε περίπτωση που ρωτάτε, πάσχει από αγοραφοβία. . Αντίστοιχα, αλλά το ομολογώ για συναισθηματικούς λόγους, θα ήθελα στο σκαμνί του ντράμερ τον Τζόουζεφ Πόρταρ.
Εντάξει. Αλλά τι φταίω αν ο Λέικ παίζει σα ν' άρχισε ταχύρρυθμο εκμάθησης κιθάρας πριν μια βδομάδα, συνοψίζοντας την πυκνή, περίτεχνη και καθοριστική ραχοκοκαλιά των εκάστοτε τραγουδιών στα ίδια τρία ακόρντα αγάλι με τους άλλους δυο, γαμώ τη τρέλα μου γαμώ;
Μετά το εναρκτήριο μπαράζ του Little Bit More, το ερώτημα γίνεται μάλλον ρητορικό. Τα τραγούδια χορεύουν πόγκο από στόμα σε στόμα και στο χιτ (που παίζουν και τα ραδιόφωνα) Demystification, τραγουδισμένο από τον Λέικ αλά Lush(!), βαράμε μαζικά μπιέλα. Τα πιτσιρίκια χορεύουν στο κεφάλι μoυ κι εγώ ουρλιάζω το ρεφρέν πάνω απ' τη φωνή του Λέικ σηκώνοντας εμφατικά το δείκτη.
Μια ώρα αργότερα θα ξαναβγούν για να μας τα ξαναπαίξουν, αφού στο μεταξύ εξαντλήσουν ολόκληρο το σετ που ήξεραν: Great White Hunter, This Land, Dancing, Dirty Squatters, Can't Cheat Karma, Subvert, More Trouble, Did He Jump, Target/Disney/War, New Band, και δυο καινούργια κομμάτια, το USA και το Make Love Not War (φίλε σέρφερ εδώ ακολουθούσε μακρά παράγραφος στην οποία λέω και τι δε λέω ενώ παράλληλα αποφεύγω κρίσεις- διαγράφτηκε όμως ως καθαρή πιστοποίηση αξιοθρήνητης συναισθηματοκινούμενης αυτολογοκρισίας).
Τελικά ίσως το μόνο πραγματικά σημαντικό απ' την όλη ιστορία να παραμένει η αίσθηση ότι μπορείς ν' αλλάξεις τον κόσμο σου, και πώς κατάφερε να περάσει τόσο άμεσα μέσα απ' το κουράγιο αυτού του χαρισματικού μεσόκοπου δευτεροβάθμιου καθηγητή καλών τεχνών με τα τρία παιδιά και τις πολλές νευρώσεις, που εκμεταλλεύτηκε τις διακοπές του καθολικού Πάσχα για να σκαρώσει αυτή τη μίνι ευρωπαική τουρνέ, χωρίς μάνατζερ, χωρίς μεσάζοντες, χωρίς συμβιβασμούς.
Είμαστε υπέροχο κοινό, πληροφορούμαστε στο τέλος από έναν βραχνιασμένο, ευτυχισμένο Λέικ. Με κίνδυνο να παρεξηγηθώ συμφωνώ με αυτήν την βραχνιασμένη, οξυδερκή παρατήρηση.
Ε, Στιβ, φέρε μαζί σου τους Zounds την επόμενη φορά, έχουμε ένα κομπλιμέντο να σας ανταποδώσουμε.
* * *
Με αφορμή τη συναυλία των Zounds στη Θεσσαλονίκη
στο Στέκι του Βιολογικού στις 26 Μαρτίου 2005
Το παρελθόν είναι αβέβαιο και συνεχώς επανερμηνευόμενο. Το μέλλον ανοιχτό και άγνωστο. Το παρόν (αν)ισορροπεί ανάμεσά τους.
Ανοιχτή επιστολή στο φίλο μου τον Billy, τον Βασίλη
Εντελώς ξαφνικά εκεί γύρω στο τέλος Φεβρουαρίου σκάει η είδηση σα βόμβα. Οι Zounds, ναι, οι γνωστοί Zounds του παλιού καλού καιρού, θα έρθουν για συναυλία. Το παρελθόν έξαφνα εισβάλλει μέσα στο παρόν και το αναστατώνει. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 οι Zounds για μένα και για αρκετούς άλλους που γνωρίζω συνδέθηκαν με την εφηβεία μας. Τους αγαπήσαμε, απολαύσαμε τη μουσική τους, ήταν κατά κάποιο τρόπο η φωνή μας. Έκτοτε αυτοί χάθηκαν και εμείς μεγαλώσαμε... Στη δεκαετία του '90 ένα διπλό LP και ένα CD μας τους ξαναθύμισαν, τους ξανακούσαμε, τους ξανααπολαύσαμε και μετά ...λήθη.
Τις μέρες πριν από τη συναυλία υπήρξε μια ατέλειωτη φλυαρία σχετικά με το αν θα έρθουν ή όχι. Φήμες, ιστορίες, πληροφορίες, "έχω ρεπορτάζ" όπως ισχυρίζονται στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης. Μέσα μου ένιωθα κάτι αμφιθυμικό, από τη μια χαρά, ανυπομονησία που θα τους έβλεπα και από την άλλη κάτι σαν κρυφή "ελπίδα" ότι δε θάρθουν τελικά. Ξεκαθάρισα πιο καλά αυτά που ένιωθα το Σάββατο, τη μέρα της συναυλίας, όταν, μιλώντας με το Βασίλη, αυτός έθεσε τον δάκτυλο "επί τον τύπον των ήλων": "Ξέρεις αυτό που φοβάμαι είναι μη τυχόν και τους απομυθοποιήσω. Τους άκουγα, τους ακούω και τώρα. Μ' αρέσουν πολύ. Δε θα ήθελα να τους δω, να απογοητευτώ και μετά να μην μπορώ να τους ξανακούσω. Τόχω πάθει και στο παρελθόν με άλλα συγκροτήματα". Τελικά, αυτός ήταν και μένα ο φόβος μου. Ίσως επίσης και η ανησυχία μου να ξανασυναντήσω την εφηβεία μου, τα όνειρά μου. Η εφηβεία για πολλούς είναι μια τελειωμένη υπόθεση, έχει λήξει, δεν πρέπει να αναμοχλεύουμε το παρελθόν.
Έμπαινε το ερώτημα, να πάω ή να μην πάω; Λίγο το σπρώξιμο τους ενός από τον άλλο, λίγο η περιέργεια να τους δω, λίγο η αβεβαιότητα πότε θα τους ξαναδώ, αποφάσισα τελικά να πάω. Πάλι όμως έβρισκα διάφορες προφάσεις για να γκρινιάζω. "Θα είναι τα ίδια μέλη ή θα είναι καμιά αρπαχτή;" "Μικρός είναι ο χώρος που θα γίνει η συναυλία, θα γίνει χαμός" "Βρέχει, πού να πας τώρα με βροχή...".
Τελικά πήγα. Βρήκα εκεί όλους τους γνωστούς και άγνωστους. Πολύς κόσμος για τους Zounds. Ήταν εκεί και ο Βασίλης. Η συναυλία άργησε να αρχίσει. Ξεκίνησε στη μία. Ο Βασίλης, που περίμενε από τις δέκα και μισή, βαρέθηκε και έφυγε προτού να αρχίσει η συναυλία. Βαρέθηκε στ' αλήθεια, κουράστηκε, έφυγε για να διασώσει την εικόνα των Zounds που είχε μέσα του; Δεν ξέρω, θα σας γελάσω. Εγώ πάντως έμεινα. Και ευτυχώς.
Με τα πρώτα δευτερόλεπτα της συναυλίας είπα μέσα μου ότι άξιζε τον κόπο, οι Zounds ήταν αυτό που περίμενα και κάτι παραπάνω. Αυτή η αίσθηση του πανκ, η ενέργεια η ακατέργαστη, αυτός ο γλυκύτατος θόρυβος, η συνάντηση με το παρελθόν ήταν επιτυχής. Οι Zounds μου κλέψαν την καρδιά για πάντα. Τα διαμάντια είναι παντοτινά. Ναι, το ξέρω, μερικοί θα πούνε ότι δεν ήταν δεμένοι, κάπου-κάπου χάνανε ο ένας τον άλλον και μετά ξαναβρίσκονταν, ο ήχος ήταν μάλλον χάλια, η φωνή πότε-πότε έβγαινε πνιγμένη και άλλα πολλά. Συμφωνώ μαζί τους, το πάνκ όμως αυτό ακριβώς ήταν, το ακατέργαστο, το ανεπιτήδευτο, το αυθόρμητο, το άμεσο, χωρίς φτιασίδια, ωραιοποιήσεις και μακιγιάζ του ήχου, χωρίς όλα αυτά τα περιβλήματα της μουσικής που δεν έχουν να κάνουν με την ίδια τη μουσική αλλά με τη συσκευασία της. Η μουσική ήταν εδώ άμεση, χωρίς διαμεσολαβήσεις ευπρεπισμού και καλλωπισμού, γυμνή όπως τη γέννησε η μάνα της ή καλύτερα ο Steve Lake και οι Zounds. Όσο για τα κομμάτια που έπαιξαν (για να πάμε και στα επουσιώδη, κατά τη γνώμη μου, τις "πληροφορίες"), είναι πιο εύκολο για όσους ξέρουν τους Zounds να πω τι δεν έπαιξαν: Fear, True Love, Biafra, Not Me, Wolves... αν θυμάμαι καλά! Όλα τα άλλα κομμάτια τα έπαιξαν. Έπαιξαν πάντως και δύο καινούρια. Θυμάμαι τον τίτλο του ενός: Make Love, No War.
Αυτά. Γεια σας για την ώρα και μέχρι να τα ξαναπούμε σας στέλνω τις καλύτερες ευχές μου: Πάνω από όλα υγεία. Άμα υπάρχει υγεία, όλα γίνονται. Την υγειά μας νάχουμε. Πρώτα ο Θεός μέρες που είναι.
Σάκης Ζουρνατζής
[Φωτογραφίες : Γιώργος Χαριτίδης]