.......
Σ’ έναν κόσμο όπου η ιεραρχία της μουσικοκριτικής επιβραβεύει αφειδώς την κενόδοξη πλην συνεπή ποζεριά, τους πολλά βαρείς γκουρού, αλλά και την επετηρίδα από οσφυοκάμπτες ακολούθους και χειροκροτητές των ανωτέρω, ο Μπάμπης, με τις απύθμενες γνώσεις, το αλάνθαστο αυτί και τους δεκάδες χιλιάδες δίσκους που πέρασαν από τα χέρια του, δεν έριξε ούτε μια αγκωνιά, δεν έγλειψε κανέναν και τίποτα - το αντίθετο. Μάρτυς μου το ποσοστό του MiC από την online διαφημιστική πίτα.
Σ’ έναν κόσμο όπου ο πιο εύκολος τρόπος για να καβαντζώσεις το περιβολάκι σου στο δημόσιο μουσικό γίγνεσθαι είναι να το παίξεις πορτιέρης και να βγάζεις φιρμάνια για το ποιος δικαιούται δια να ομιλεί ή όχι για τα θέματα που θεωρείς της αρμοδιότητάς σου, ο Μπάμπης όχι μόνο δεν σνόμπαρε τους αρχάριους αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα να δώσει ευκαιρίες και εφαλτήριο στον καθένα, προσφέροντας παράλληλα καθοδήγηση και στήριξη, ακριβοδίκαια και χωρίς πάθος.
Σ’ έναν κόσμο όπου το εναλλακτικό attitude είναι συνώνυμο με το κάνω τον πόνο μου σημαία, ο Μπάμπης, δεν επέτρεψε ποτέ να ταυτιστεί με τα —ουκ ολίγα— ντράβαλα που του έλαχαν στη ζωή, διδάσκοντας με πράξεις κι όχι με λόγια τι σημαίνει δύναμη ψυχής κι αξιοπρέπεια.
Σ’ έναν κόσμο όπου οι stand-up ατάκες έχουν υποκαταστήσει την ειλικρίνεια, ο Μπάμπης κατάφερνε να επισημαίνει με χειρουργική ακρίβεια τα κακώς κείμενα χωρίς να υποπίπτει στο εύκολο παιχνίδι του κυνισμού το οποίο, ως γνωστό, τρέφει πάνω και πρώτα απ’ όλα το εγώ.
Σ’ έναν κόσμο που όποτε σου σφίγγουν το χέρι πρέπει μετά να μετράς τα δάχτυλά σου για να δεις αν σου λείπει κανένα, ο Μπάμπης έδινε, έδινε, έδινε, μόνο έδινε. Δίσκους, linear, βιβλία, τα πάντα, αποδεικνύοντας ότι ο ιδανικός συλλέκτης υπάρχει κι είναι εκείνος που η συλλογή του έχει απλωθεί —κυριολεκτικά— στις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα.
Σ’ έναν κόσμο όπου το long read της λογοδιάρροιας γεμίζει χαρτιά και οθόνες με προγκ ροκ σεντόνια κατά δικαίων και αδίκων, ο Μπάμπης έβρισκε πάντα στην καρδιά με τις λιγότερες δυνατές λέξεις. Ακριβώς όπως και στις μουσικές που προτιμούσε.
Σ’ έναν κόσμο όπου όλοι προσπαθούν να βγουν μπροστά για να κινήσουν εκείνοι τα όποια νήματα, το παρόν αφιέρωμα ο Μπάμπης θα το έκοβε πριν καλά-καλά βγει, γιατί μιλάει για εκείνον κι όχι για την μουσική. Το επιβεβαιώνει το ιδιόχειρο εξόδιο κείμενό του, που είχε γραφτεί σε ανυποψίαστο χρόνο και βγήκε πρωτοσέλιδο στο MiC εκείνη την αποφράδα μέρα για να εξαφανιστεί λίγο μετά από τη ροή, σαν ένα ακόμη άρθρο επικαιρότητας.
Δεν ήταν όμως τέτοιο. Και για όλους εμάς που το διαβάσαμε μετά το μούδιασμα από το άκουσμα του χαμού του, αποτέλεσε την επιβεβαίωση ότι ο Μπάμπης ήταν ένας από εκείνους τους πάρα πολύ σπάνιους ανθρώπους, οι οποίοι όταν φεύγουν από αυτή τη γη, το κάνουν με το «κρακ» του μάγκα που ρίχνει μια κατάμουτρα στο Πένθος, την ίδια ακριβώς στιγμή που το προκαλεί.
Χωρίς όμως αυτό το υπεράνθρωπο επίτευγμα, παρ’ όλη την παρηγοριά που εμπεριέχει, να σημαίνει κι ότι ο πόνος γίνεται λιγότερος για μας, τα ορφανά του. Γι’ αυτό κι ετούτη τη στιγμή, και παρά την αντίρρηση του Μπάμπη, γράφονται τούτες οι αράδες.
Σε κάθε χαμό που αφήνει μια μεγάλη ουλή, επιβεβαιώνεται ανελλιπώς πως αν όταν ζούμε μας κρίνουν από αυτό που μοστράρουμε στα περιοδικά, στα σόσιαλ, στις παρέες μας, όταν φύγουμε θα μας θυμούνται πραγματικά μόνο για τα καλά που κάναμε στις ζωές των άλλων, αλλάζοντάς τες με έναν απτό τρόπο προς το καλύτερο.
Και, στην περίπτωση του Μπάμπη, αυτοί οι «άλλοι» είναι είμαστε πάρα πάρα πολλοί.