«Η μουσική είναι δημιούργημα του Θεού, που μας βοηθάει να καταλάβουμε τον Ίδιο, τον πλησίον μας και ό,τι συνέχει τον κόσμο». David Eugene Edwards.
Το πέμπτο άλμπουμ των 16 Horsepower μοιάζει να αποτελεί φόρο τιμής στη μουσική που έχει επηρεάσει το «αφεντικό» τους, David Eugene Edwards. Χρησιμοποιούνται κυρίως παραδοσιακά έγχορδα, όπως μια κιθάρα του 1930, μπαντονεόν και μπάντζο. Τέσσερα μόνον από τα δέκα τραγούδια είναι γραμμένα από τους Edwards/16 Horsepower. Στα υπόλοιπα διασκευάζουν Αμερικάνικα, καθώς και Ουγγρικά και Μογγολικά παραδοσιακά τραγούδια. Και είναι τέτοια η ομοιογένεια του "Folklore", ώστε δυσκολεύεται να ξεχωρίσει κανείς τα πρωτότυπα από τα διασκευασμένα, χωρίς τις σημειώσεις του εξωφύλλου. Στο "La Robe a Parasol", μια μαζούρκα τραγουδισμένη στα γαλλικά, ο Edwards αποδεικνύει ότι, ως γνήσιος Αμερικάνος, έχει απαράδεκτη γαλλική προφορά (κοίτα ποιος μιλάει).
Παρότι οφείλω να παραδεχτώ την εκπληκτική φωνή του David Eugene Edwards, ο οποίος τραγουδάει για άλλη μια φορά σαν να έχει σφιγμένα τα δόντια, εκφράζω τις πολλές αντιρρήσεις μου για το γενικότερο προσανατολισμό του "Folklore":
Μήπως όλη αυτή η ιστορία με την "alt.country" έχει καταντήσει υπερβολική και εντέλει κουραστική; Υποψιάζομαι μάλιστα ότι όσο πιο αναχρονιστικά παραδοσιακό είναι κάτι, με τόσο μεγαλύτερο ενθουσιασμό γίνεται αποδεκτό από τους οπαδούς του είδους.
Πολλοί σκίζαμε τα ρούχα μας με το hillbilly-punk των "Sackcloth 'n' Ashes" και "Low Estate", των πρώτων LP των 16 Horsepower δηλαδή, ξαναβρίσκοντας τη μεγάλη φωνή και το ερμηνευτικό πάθος του Jeffrey Lee Pierce, σε μια μουσική που δεν είχε έρθει ακριβώς από το πουθενά, αφού οι αναφορές ήταν σαφέστατες, αλλά που απλά δεν την περιμέναμε την εποχή εκείνη.
Ο David Eugene Edwards συνέχισε να λέει την ίδια εμπνευσμένη από τη Βίβλο ιστορία, για τον πειρασμό και την αμαρτία, την τιμωρία και την προσευχή, με τα ίδια λόγια και την ίδια φλόγα. Αναφερόταν στον Κύριο, συχνότερα από ότι ο Μένιος Σακελλαρόπουλος στον Παναθηναϊκό. Τραγουδούσε σαν να σήκωνε το βάρος του κόσμου στους ώμους του και κάποιοι από μας δεν έδειχναν πλέον πολύ πρόθυμοι να τον βοηθήσουν.
Το "Woven Hand", που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, πρώτη προσωπική δουλειά του Edwards, ακουστικό κι αυτό, αρκετά «ευρωπαϊκό» και περισσότερο υπαινικτικό, μου άρεσε πολύ.
Το "Folklore" όμως, αν εξαιρέσω το θαυμάσιο "Hutterite Mile" και τη διασκευή στο "Sinnerman" με μπούχτισε. Ο δογματισμός κι ο συντηρητισμός άρχισε να με ενοχλεί. Δεν θέλω να συνηθίσω το ζοφερό σκοτάδι και ομολογώ ότι ο αντίλαλος των λευκών χορωδιών των Βαπτιστών από τις Νότιες Πολιτείες των Η.Π.Α. μου χαλάει τη διάθεση.