Είναι λίγο στραβό όταν ένα συγκρότημα έχει, επισήμως τουλάχιστον, έρθει σε πέρας ζωής κι εκεί που συνερχόμαστε απ' την απώλεια να ανοίγουν τα συρτάρια και να μας ανάβουν με το στανιό memorabilia φιτιλιές. Λάιβ υλικό, απ' τα τοπ των δέλεαρ. Θυμίζει δε, φωτογραφικά άλμπουμ, όσες φορές κι αν τα ξεφυλλίσεις δεν ξέρεις ποια απ' τις δύο νικάει, η νοσταλγία ή η πίκρα. Κι είναι πάντοτε το ίδιο, η ανθρώπινη ματαιοπονία είναι σταθερά αχόρταγη. Κοίτα την επιμονή της στο να παγιώσει με λεπτομέρεια μια βραδιά στη σκηνή ενώ έχει χάσει αμέτρητες άλλες, ανάμεσά τους σίγουρα και καλύτερες, που μένουν απλώς ως αναμνήσεις και σταδιακά σβήνουν, όπως καθετί προφορικό.
Ο David Eugene Edwards κι οι Sixteen Horsepower έβαλαν την πινακίδα "Closed" τον Απρίλιο του 2005. Ήταν κι αυτό που εξαρτιόταν απ' τους ίδιους, διότι το άλλο, τη συνεχή απαίτηση για νέες κυκλοφορίες έστω και μεταθανάτιες δεν μπορούσαν να το ανακόψουν. Το "Live March 2001" ήρθε επομένως φυσιολογικά κι αποτυπώνει 90 λεπτά, ήτοι ολόκληρο ένα σετ μετά των encores, απ' την περιοδεία για το "Secret South". Που όμως ήταν ο πρώτος τους δίσκος καμπής. Καμπή είπα; Αμ δε το κατάπινα;
Ακούγοντάς το να κυλάει σκέφτεσαι και ξανασκέφτεσαι ότι εδώ έχει καταγραφεί μία πολύ μεγάλη μπάντα στο μεταίχμιό της (κορυφής ή τέλους). Οι Sixteen Horsepower του 2001 όπου να 'ναι θ' αντίκριζαν το δρόμο καριέρας με κλίση προς τα κάτω, ο Eugene Edwards ψαχνόταν ήδη για το πώς θα τα έλεγε με τους Woven Hand, αλλά εντούτοις είχαν στο ρεπερτόριό τους κομμάτια που δεν είχε κανένας σε τέτοια αναλογία. Κι η σκηνή ήταν μέρος ιδανικό, ένας πολύ άνετος χώρος, όπου όλες οι άλλες σκέψεις μπαίνανε προσωρινά στην άκρη. Κι ας μην ήταν το "Secret South" ούτε "Sackcloth 'n' Ashes" ούτε "Low Estate".
Όποιος ιθύνων αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα άλμπουμ που όλοι να συστήνουν εν ριπή γλώσσας στον οποιοδήποτε δεν είδε ποτέ του face to face τον David Eugene Edwards σε λάιβ ντόπα, μπορεί να μάθει ότι η απόφασή του ήταν ορθότατη. Βέβαια, στο "Phyllis Ruth" ακούγεται ένα "σπάσιμο", ή στο closing απνευστί δίδυμο των "Coal Black Horses", "Dead Run" μια κόπωση. Μπορείς όμως να αντισταθείς; Και γιατί να το κάνεις; Δεν είσαι εδώ γι' αυτό, ιδίως όταν κάπου αλλού πριν η κατάσταση έγινε κατακλυσμική και σε άφησε να χάσκεις σαν χάνος. Ο Eugene Edwards ήταν πολυπράγμων στις συναυλίες, και πολλές φορές οι ερμηνείες του ήταν πιο πεζές απ' ό,τι στο στούντιο. Το κάλυπτες αυτό, όμως, με το να τον βλέπεις. Η διασκευή στο "24 Hours" των Joy Division είναι εξαιρετική, με ακριβώς την εξέλιξη στις κιθάρες που μας στέρησε εφάπαξ το πρωτότυπο, αλλά και κάθε άλλη διασκευή του που γνωρίζω. Στο "Silver Saddle" σου σηκώνεται κάθε τρίχα του σώματός σου, στα "I Seen What I Saw", "Haw" είσαι σε χείμαρρο. Και βέβαια τρακ όπως τα "Cinder Alley" και "Splinters" αποκτούν τη διάσταση που εξαρχής απαιτούσαν. Εξάλλου, εκτελέσεις που να ορίστηκαν μονοσήμαντα στα κονσέρτα των Sixteen Horsepower δεν υπήρξαν.
Η ατυχία με το "Live March 2001" έρχεται απ' την ίδια την ιστορική στιγμή της κυκλοφορίας του, ετεροχρονισμένο κατά μια 7ετία απ' το χρόνο του. Ενέχει και μανατζερίστικη πονηριά, οι ηχογραφήσεις υποθέτω υπήρχαν και για λόγους, που όπως φαίνεται καθ' οδόν άλλαξαν, δεν αποφασιζόταν να βγουν. Η σύγκριση με το "Hoarse" του 1998, το άλλο τους ζωντανό, δεν είναι εμπόδιο: το καινούργιο είναι ουσιαστικότερο.
Κατά βάση, καθ' ουσία, καθ' οτιδήποτε η παρούσα έκδοση είναι σαφές ότι απευθύνεται σε οπαδούς (θεωρώ απίθανο το να προτιμήσει κανείς να πάρει αυτό το άλμπουμ μη έχοντας κανένα απ' τα στούντιο). Εντούτοις, υπάρχει και το συγκριτικό περιβάλλον: οι Sixteen Horsepower ήταν ένα βήμα πιο πάνω από ό,τι ακούγαμε τριγύρω εκείνες τις μέρες.
Και κάθε πολύ μεγάλο γκρουπ, και το κοινό του, δικαιούται να έχει ένα κλασικό σόου της πιο κλασικής του εποχής αφημένο στις μελλοντικές γενιές. Αυτό το διπλό cd, το προτιμώ σε κάθε περίπτωση απ' το καλύτερο "best of" εταιρείας. Είναι ατόφιο Sixteen Horsepower. Είναι για να ζεις πράγματα. Είναι απ' τους λίγους απαραίτητους λάιβ δίσκους της δεκαετίας.