As the Moon Rests
Το φεγγάρι έριχνε από τα αρχαία ήδη χρόνια το εύσπλαχνο του φως στα ανθρώπινα δράματα. Τραγουδιστικά και μη... Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Οι πιο δύσπιστοι και ίσως επικριτικοί θα το θεωρούσαν ως ένδειξη αδυναμίας. Εμένα μου θύμισε εκείνη την ακατέργαστη, μα τρομερά άμεση, αίσθηση και πράξη επικοινωνίας των ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών που «διαπραγματεύονταν» το πρόγραμμά τους με τους ακροατές. Όταν η AA Williams, λίγο πριν την κυκλοφορία του ντεμπούτου της “Forever Blue” (2020) άνοιξε διάλογο με τους φαν της, ζητώντας από αυτούς να της πουν ποια τραγούδια θα ήθελαν διασκευάσει και ανέβαζε τα σχετικά σόλο βίντεο των “Be Quiet and Drive” των Deftones, “Where is My Mind” των Pixies, “Lovesong” των The Cure, “Every Day is Exactly the Same” των Nine Inch Nails, “If You Could Read My Mind” του Gordon Lightfoot ,“Creep” των Radiohead, “Nights in White Satin” των The Moody Blues και “Into Your Arms” του Nick Cave, οι βάσεις για το επίσης γέννημα της πανδημίας “Songs From Isolation”(2021) έμπαιναν κοινή συναινέσει. Όπως επίσης φαίνονταν, έστω και μέσω προτιμήσεων ομογάλακτων τρίτων, οι συντεταγμένες της έμπνευσής της. Από τη μια, λοιπόν, αυτή η μάλλον ξεχασμένη διαδραστική επιβλητική ατμόσφαιρα και από την άλλη η επιβλητικά εξομολογητική στάση του ντεμπούτου, συνέτειναν στο να μεγαλώσουν οι προσδοκίες μας για το “As the Moon Rests”.
H AA Williams έπιασε και πάλι την κιθάρα και τα πλήκτρα, ο (it runs in the family) συμπαραγωγός και σύζυγος Thomas Williams το μπάσο και ο Geoff Holroyde τα ντραμς. Χωρίς να χάσει χρόνο, η ίδια δήλωσε ότι, τελώντας υπό το βάρος των παραπάνω εύλογων προσδοκιών, ξεπέρασε τη σχετική με το δεύτερο δύσκολο άλμπουμ ανησυχία της, εμπιστευόμενη απόλυτα τη μουσική που άρεσε στην ίδια, την οποία στην προκειμένη περίπτωση έγραψε έχοντας περισσότερο χρόνο στη διάθεσή της. Πώς το λένε αυτό; Αυτοπεποίθηση; Δε δίστασε μάλιστα να πει πως το δεύτερο άλμπουμ της είναι δέκα φορές καλύτερο από το “Forever Blue”. Εντάξει, σε ακούσαμε αγαπητή ΑΑ, αλλά μήπως υπερβάλεις λιγάκι;
Καταρχήν και χωρίς περιστροφές, δηλώνω με τη σειρά μου απόλυτα σύμφωνος μαζί της, μειώνοντας όμως την ομολογουμένως by excessive numbers εκτίμησή της στο ρεαλιστικό και μονολεκτικό: «καλύτερο». Ο δεύτερος δίσκος της είναι τουλάχιστον σε μερικές συνθέσεις κατά κάτι πιο δυνατός, αν και οι ήπιες στιγμές του εξακολουθούν να καθορίζουν με τον οικείο τρόπο το αποτέλεσμα των δυνατότερων. Να τολμήσω να πω ότι το άλμπουμ είναι καθαρτικό; Χμ, δε θα το έκανα, επειδή πιστεύω ότι ο χαρακτηρισμός «δραματικό» αποδίδει περισσότερη δικαιοσύνη. Μήπως, παράλληλα, είναι και σκοτεινό; Εδώ δε θα διστάσω καθόλου να απαντήσω καταφατικά, αν εσείς θεωρείτε τη μουσική της Chelsea Wolfe και των Anathema ως τέτοια. Άλλωστε, ας μη γελιόμαστε, τα μεταξύ τέτοιων εννοιών όρια είναι τουλάχιστον ομιχλώδη και άκρως υποκειμενικά. Και μια ερώτηση ακόμα: είναι μελαγχολικό; Ε, καλά… εδώ κι αν μιλάμε υποκειμενικά. Όχι, για μένα δεν είναι. Απλά είναι τόσο «αργό» και υπερφορτισμένο συναισθηματικά, που κάποιοι μπορούν να το θεωρήσουν ως τέτοιο, την ίδια στιγμή που άλλοι θα το πουν σίγουρα επικό. Τώρα, όσον αφορά τους στίχους, η Williams φαντάζει ωριμότερη από το μέσο όρο της εποχής της, αναρωτιέται μέσω αυτών για καίρια υπαρξιακά ζητήματα και τους χρησιμοποιεί για να εκφράσει την αγωνία της να βρει απαντήσεις. Εντάξει, αυτό είναι αναμφίβολα καλό, αλλά, σε μια εποχή που οι αληθινοί ποιητές και όλοι εκείνοι που θυσίασαν την ίδια τη ζωή τους εν σιωπή (συγχωρήστε μου την καθαρεύουσα, αλλά… δεν αποδίδεται αλλιώς αυτό που θέλω να πω), είναι εξορισμού καταδικασμένο να ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί της αδιαφορίας των περισσοτέρων. Κακώς; Μα, καλά, το συζητάτε; Όσο για τα εκφραστικά φωνητικά της, βάλτε ότι θέλετε μετά το συνθετικό “post-“, αρκεί να ανήκει στον ευρύτερο rock χώρο. Προσωπικά, προτιμώ να τα ακούω ως εξομολογητικά και κατά στιγμές έντονα φορτισμένα. Μάλιστα, δε θα είχα κανένα δισταγμό να πω ότι, με το εύρος και τη χροιά που έχουν, αποτελούν το κυριότερο μέσο έκφρασης της μουσικής της.
Τώρα, απαιτείται να προσδιορίσω σαφέστερα τις παραμέτρους της καινούργιας της δουλειάς, κάτι που δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο, όσο κι αν οι δύο δίσκοι με δικά της τραγούδια μοιάζουν αφετηριακά ως συναφείς στο περιεχόμενό τους. Το πιο προφανές που μπορεί κάποιος να πει αφορά τα έγχορδα, που εδώ αποδίδονται από ένα ανσάμπλ, σε αντίθεση με το ντεμπούτο που εκτελέστηκαν σόλο από την Williams. Κι αυτό γίνεται όντως αντιληπτό στην πιο μεστή αίσθηση του τελικού ήχου, αλλά και στην αβίαστα αναδυόμενη κινηματογραφική διάστασή του. Κατά τα λοιπά, στο “I can’t stop the violence in my mind” του “Evaporate” ακούμε τους Evanescence να κοντράρονται με τους Paradise Lost, στα “Mumurs” και “The Echo” τους πανταχού παρόντες μέντορες φαζαρισμένους και πάντα επικούς Mogwai, στο “Hollow Heart” τη νέα πνοή των Wolf Alice, στο “Shallow Water” μια ‘60s εκμοντερνισμένη και ευαίσθητη μπαλάντα, στα “Alone Into the Deep” και “Pristine” εμφανείς metal επιρροές και στο φερώνυμο τραγούδι όλα τα παραπάνω σε μια ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη.
Με άλλα λόγια, όσο κι αν καινοτόμο δεν το λες με τίποτα, υπέροχο το λες εύκολα.