Η εναλλακτική ιντελιγκέντσια αποφεύγει τα intro στα άλμπουμ της. Τα θεωρεί progressive ατοπήματα. Περνάει άμεσα στο θέμα. Το οποίο, βέβαια, τις περισσότερες φορές απουσιάζει. Το Velouria ήταν intro στο best of the Pixies;
Το Life After Life είναι. Και συνδέει ιδανικά την πολυκαιρική μελαγχολία του Family Life με την ώρα των εκρήξεων και των απογνώσεων, που έφτασε για ακροατές και μέλη της μπάντας. Τα συγκροτήματα εκείνα που δε "μισούν" τις προηγούμενες δουλειές τους, υποθέτω ότι διάγουν ζωή ευτυχή!
Στον αντίποδα της ροκ μυθολογίας των "σπουδαίων" ντεμπούτων και της κατάπτωσης του δύσκολου δεύτερου δίσκου, υπήρξαν πάντοτε τα εκλεκτά εκείνα σχήματα που οικοδόμησαν μια δισκογραφία χωρίς το στοιχείο της εσωτερικής σύγκρουσης και της ενδοπαραταξιακής σύγκρισης.
Το 2 δεν έρχεται σε ρόλο Meat Is Murder, ούτε -πολύ περισσότερο- επιτίθεται άσκοπα σαν υποψήφιο What's The Story (Morning Glory). Είναι το Before Hollywood. Που ήρθε όμως μετά από ένα πολύ πιο στιβαρό άλμπουμ από αυτό που πάντοτε υπήρξε το Send Me A Lullaby.
Η λογική και το άγχος της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, της τραπεζικής συνοδείας, των έντεχνων ντουέτων (ειδικά αυτών, γαμώτο!) προς διεύρυνση του ακροατηρίου και της επείγουσας ένεσης γνώσεων, ακουσμάτων και μουσικών εμπειριών, με σκοπό την τελική μυθοποίηση, δειλά αλλά ευδιάκριτα ξεκινάει να καταστρέψει οτιδήποτε θεωρεί ο καθένας πως "γεννάται" στην ελληνική σκηνή σήμερα. Προφυλάξεις;
Το Lovesong είναι ένα αμιγώς catchy pop τραγούδι με κλιμακούμενα όμορφη και τεχνικά άψογα κρεσενταρισμένη μελωδία. Ο Βασιλικός από τους Pleasure έχει την τιμή και συνοδεύει την πιο ουσιαστική γυναικεία φωνή που δέχτηκε ποτέ να καταπιαστεί με τα της pop rock ευτέλειας στα καθ' ημάς. Δεν είναι ύπουλο, πρόστυχα πιασάρικο και φθηνιάρικα φτιαγμένο για να το σιγοψιθυρίζετε. Φέρει το μεγαλείο της καλοδουλεμένης απλούστευσης των πραγμάτων.
Είναι το επόμενο αγαπημένο σας τραγούδι. Το Such A Shame για το οποίο αιωνίως θεωρούν όλοι ότι οι Talk Talk ήταν μια mainstream pop έλλειψη οδύνης. Μπορεί και να είναι ικανό να παίξει έναν τέτοιο ρόλο.
Γυρνάω πίσω στη δισκογραφία σπουδαίων συγκροτημάτων. Με ενοχλούν όσοι δεν αλλάξανε ποτέ τίποτε. Όχι οι Ramones, οι Cowboy Junkies ας πούμε. Με ενοχλούν και όσοι γκρέμισαν την αισθητική τους στο βωμό νέου ήχου, ήθους και πρότασης, ακριβώς τη στιγμή που ξέμειναν από έμπνευση. Δε θέλω έναν Thom Yorke για κάθε Neil Hannon. Ούτε το αντίστροφο. Ίσως να θέλω έναν Paul Weller, για κάθε Morrissey τελικά.
Στο Heliotrope Portrait "στρώνεται" με dream pop λιπαντικά η μηχανή που πήγαινε ρελαντί στο Family Life και άμεσα στο Clown παραλείπονται οι μεσαίες ταχύτητες και παύουν να μουρμουρίζουν όσοι θεωρούσαν τους Abbie Gale μια καλή αλλά υποτονική μπάντα που εγείρει συναισθήματα, αλλά αφήνει στην άκρη τα πάθη. Αν το πάθος για εσάς σημαίνει ένταση, καταπιάνονται και με αυτήν πλέον οι Abbie Gale.
Στο Gone αντιλαμβάνεσαι σαφή διαμάχη ανάμεσα σε ένα σκοτάδι που ασυνείδητα έρχεται από τα 80s και στη happy pop αφέλεια που μας έμαθε να αγαπάμε τη μουσική στα 90s.
Στο Danko δεν πρέπει να ξεγελαστείς και να θεωρήσεις ότι έχεις να κάνεις με την Άννα την Clarke. Η Evira είναι μια ευγενική Lydia Lunch που προλογίζει και δεν παιανίζει την καταστροφή. Είναι η Laetitia Sadier σε αυτά τα νέας κοπής καναδέζικα οχήματα που μετατρέπουν την indie μελαγχολία σε μετριοπαθές έπος με ηρωικό τέλος. Είναι η Φλώρα Ιωαννίδου από τους Make Believe χωρίς τη μάστιγα της σκληρής μουσικής να κατατρέχει την αγωνία της φωνής της.
Κανείς πλέον δε δουλεύει πάνω στις ιδέες του. Μπαίνουν όλοι στο στούντιο με τη σιγουριά του ότι ο Martin Hannett, με μία κούτα Marlboro στην κονσόλα, θα τους μεταμορφώσει σε απτό μεγαλείο, χωρίς να τους επιτραπεί καμιά απολύτως παρέμβαση. Άλλοι πάλι χτίζουν στούντιο και χάνονται μέσα σε αυτά. Μαζί χάνουν τις ιδέες και την επαφή τους. Νομίζοντας ότι -και καλά- τα πράγματα έχουν φτάσει σε κάποιο όριο που οι ίδιοι καλούνται να ξεπεράσουν.
Στο 2 χωρίς τη μεγαλομανία της γραντιόζας παραγωγής, ενυπάρχει η πιο ουσιαστική και σωστά προσανατολισμένη ηχητική πρόταση που μας έδωσε ποτέ η εγχώρια σκηνή. Επίκεντρο των Abbie Gale, τα τραγούδια τους. Και επιστρέφουν σε αυτά. Και ξανά σε αυτά. Και σε αυτά μόνο. Και στην τελική δεν υπηρετούν κάποιο file under αχρείαστο μουσικό ιδίωμα.
Γιατί άνευ των τραγουδιών αυτών θα ήταν αναγκασμένοι να υποκύψουν στις γνωστές ελληνομανείς post punk εμμονές, στις νέας κοπής brit pop παντομίμες ή -το χειρότερο- στα κρυογενετικά χέρια υποψηφίων νέων μπράϊαν-οίνων που ορκίστηκαν να σκοτώσουν το ροκ με intelligent επικάλυψη στις τεχνικές τους. Κάπως έτσι πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη πραγματικά ανεξάρτητη ελληνική ηχητική παραγωγή.
Ένας τρόπος υπήρχε για να περάσουν μπροστά από το φαινομενικά αξεπέραστο Family Life με το οποίο μας είχαν συστηθεί με σχεδόν οριακό τρόπο. Δεν ξέρω ποιος, αλλά οι ίδιοι οι Abbie Gale τον βρήκαν και τον εφάρμοσαν με εντυπωσιακή άνεση.
Mε τραγούδια πέρα από την αγωνία του zeitgeist και εντός της ουσίας των διαχρονικών εναλλακτικά pop ακουσμάτων όλων μας, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο στην προοπτική του να δώσει και η αγγλόφωνη ελληνική σκηνή κάτι πραγματικά αυτοφυές και σχεδόν έτοιμο να "επιδράσει" και εκτός συνόρων.
Ναι όντως, πήγαν ένα βήμα παραπέρα και από εκείνο το ντεμπούτο των Bokomolech το οποίο υποψιαζόμασταν ως μοναδικό σχετικό παράδειγμα μέχρι σήμερα...
Με ευχαρίστηση,