The Being As Just Present-At-Hand And No More As Ready-To-Hand
Όσοι έτυχε να παρακολουθήσουν τους Fun With Nuns απ’ την ίδρυσή τους και στη λεπτομέρεια των εμπλεκομένων σ’ αυτούς προσώπων (κάτι καθόλου εύκολο), έχουν καλές πιθανότητες να αναφωνήσουν πως από κάπου ξέρουν τον Αχιλλέα Πολυχρονίδη. Σήμερα, πλέον στα 38 του, τον συναντάμε στην Μάλαγα, σταθερά όμως υπό το ακρώνυμο Aki Po –με μία λέξη, με δύο, με κεφαλαία τα A, P, με όλα τα γράμματα μικρά, πρόκειται περί εσκεμμένα ευέλικτης υπογραφής συμμορφούμενης πιθανόν με τους εκάστοτε ρόλους του– και σε σειρά από ενδιαφέροντα σχήματα, Skullfuck, Orthodox, Forceps λ.χ. αλλά και συνεργασίες.
Ο ικανός αυτοσχεδιαστής περισσότερο από άλλους οδηγείται όπως το έρμαιο απ’ την βαβελική ποικιλία της επιθυμίας του για έκφραση. Εκείνη την αυστηρά ατομική, την ταυτισμένη με τον ανεξιχνίαστο δαιμονισμό της ελεύθερης δημιουργίας. Δεν θέλει και δεν τηρεί καμία ουδετερότητα στους ενίοτε σχιζοειδείς τρόπους οργάνωσης του ηχητικού του υλικού. Σέβεται. Αφουγκράζεται. Ζυγίζει. Ενεργεί.
Επομένως, μουσική για σχετικά λίγους όπως η παρούσα εκκινεί από μία ας την πούμε ουτοπική διάθεση κι είναι μέρος τής επιτυχημένης υλοποίησής της να τελειώσει όπως ξεκίνησε. Ο Πολυχρονίδης βιώνει το παίξιμο θεατρικά και συγχρόνως διονυσιακά. Τούτος είναι ο σοβαρότερος λόγος για να ασχοληθεί κανείς ερευνητικά με τα πρότζεκτ του.
Βρίσκονται πολλά λοιπόν μη προφανή μα αρκούντως συναρπαστικά σημεία σ’ αυτά τα δύο 15λεπτα τρακ, όπως επίσης κι αρκετή δόση μυστηρίου κι αναψηλάφησης. Η τελευταία ξετυλίγεται απ’ την αρχή σε κάθε επαφή, ασχέτως αν άλλοτε υποπίπτει αβίαστα στην αντίληψή σου κι άλλοτε απαιτεί από σένα προσπάθεια για να την βρεις συγκεκριμένα. Συνολικά στο άλμπουμ υπάρχει έντονη η κατανόηση για τη λεπτομέρεια, τόσο ασυνείδητα όσο κι ενσυνείδητα - αν όχι προπάντων ενσυνείδητα. Κατανόηση που επιτυγχάνεται μέσα απ’ τη βαθιά αφοσίωση των ιθυνόντων (συνυπολογίζουμε ορθά τον Nacho Jaula που επιμελήθηκε το γράψιμο) στην όποια στιγμή κι όχι με αφαίρεση από κείνη.
Εμμέσως πλην σαφώς, δηλαδή, διδάσκεσαι για τον αυτοσχεδιασμό και γενικότερα για την σόλο περφόρμανς όσα χρήσιμα ήθελες κάποτε να ξέρεις. Π.χ. τι είδους ακουστική γίνεται να λάβεις από ένα χαμηλοτάβανο πατάρι; Δίχως να λύνεται απόλυτα η απορία, κι ευτυχώς λέμε, απ’ την πρώτη κιόλας ακρόαση αισθάνεσαι ότι η ακουστική ήταν πρωτεύουσας σημασίας εδώ, ακόμη και δρομολογημένη έτσι σκόπιμα ως παρεκκλίνουσα.
Από πολλές πλευρές το “The Being As Just Present-At-Hand And No More As Ready-To-Hand” είναι πολύ προσωπικός δίσκος. Το σχέδιο που εμπνεύστηκε κι ακολούθησε ο Αχιλλέας Πολυχρονίδης, ήτοι το να συμβαίνουν ιδιοτρόπως παράλληλα πράματα στην πλοκή των κομματιών του, αντλεί απ’ τη ζωή καθαυτή. Κι έφτασε να πάρει τις διαστάσεις του εκστατικού και βαθέως τελετουργικού ημίωρου που ακούμε. Ο ίδιος μάς λέει: «…ηχογράφησα τα ντραμς αρχικά και μόνα τους. Μετά έπαιξα τα υπόλοιπα όργανα από πάνω, χωρίς να ακούω τα ντραμς. Τα είχα μόνο ως βάση στο μυαλό μου, κάπως σαν αντίθεση αντί για μια σταθερή ρυθμική βάση, μία αφηρημένη βάση που αντί να προσφέρει κάποιον μαθηματικά σωστό ρυθμό, σκοπεύει στο να «δέσει» τα διάφορα στοιχεία του συνόλου». Ποια τα όργανα; Άλτο σαξόφωνο, φλάουτο, και τα δύο σε ιδιαίτερους παρατονισμούς, ηλεκτρονικά και φωνή.
Καθίσταται επίσης εμφανές ότι έγινε κάμποση δουλειά με λούπες και ντιλέι, κόβοντας οποιαδήποτε επεξήγηση για το πού ξεκινάει και πού λήγει ο ζωντανός ήχος σε σχέση με τις εγγραφές (και το ανάποδο), ή έστω ανάγκη για επεξήγηση, αμέσως μόλις την σκεφτούμε.
Στη συμπυκνωμένη τελευταία παράγραφο: Το “The Being As Just…” θα μπορούσε να ήταν έργο ζωγράφου, αναποφάσιστου για το αν θα εφαρμόσει τελικά φόρμα και με ποια χρώματα ή φωτογράφου που εστίασε λίγο σε αποσπάσματα κορμιών και πολύ στις σκιές αυτών, και που αμφότεροι έκαναν τις αμφιβολίες τους ηχητικά δεδομένα. Ανήκει στα άλμπουμ που καλύτερα τα κατανοεί όποιος προσπαθήσει να φανταστεί μπρος και μέσα του την γραμμή της ίδιας τής υπόστασής του. Τώρα όμως, πριν περάσει η ευκαιρία και χαθεί.