Le Nove Ombre Del Caos
Μουσική ακατάλληλη για νυχτερινές μοναχικές ακροάσεις. Να την έχει άραγε ακούσει ο Dario Argento; Του Αντώνη Ξαγά
Τα βήματα αντηχούν στον έρημο ναό... Ιταλική επαρχία, ώρα απογευματινή, ελάχιστοι οι επισκέπτες στον καθεδρικό ναό της μικρής πόλης. Νιώθεις ένα κρύο κι ας σκάει έξω ο τζίτζικας. Ή μήπως είναι ανατριχίλα; Ο ήλιος που οδεύει προς τη δύση του παιχνιδίζει με τις σκιές οι οποίες όλο και μεγαλώνουν, δαιμονικές μορφές γλυπτά σκαλισμένες τριγύρω, οι ήχοι αιωρούνται στα ύψη, εδώ μέσα ο θεός είναι απόμακρος και τιμωρός, εδώ μέσα ο άνθρωπος είναι μικρός κι αδύναμος κάτω από το καταθλιπτικό βάρος της μικρότητας της ύπαρξης του, της αμαρτίας, του στίγματος που φέρει και μόνο που υπάρχει...
Νομίζω ότι αν αναζητεί κανείς σώνει και καλά ένα χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης (λέμε τώρα), τότε το καταλληλότερο μέρος για να το αντικρύσει να ανοίγεται μπροστά του απύθμενο, είναι σε έναν ναό (και τούτο ανεξαρτήτως του εάν πιστεύει σε οτιδήποτε, στον Θεό, τον Αλλάχ ή το Ιπτάμενο Τορτελινοτέρας).
Νομίζω επίσης ότι κάπου εκεί πίσω στην ιστορία της καθολικής εκκλησίας, στους καμένους στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης, στα αμαρτωλά εξομολογητήρια, στους σφαγμένους των θρησκευτικών πολέμων, στην ίδια την ενοχική υπόσταση του ανθρώπου, μπορούμε να ανακαλύψουμε ένα σωρό νήματα τα οποία θα μας οδηγήσουν μέχρι τις σύγχρονες ταινίες τρόμου. Ή ακόμη και στους σύγχρονους δίσκους ...τρόμου. Γιατί, ναι, υπάρχουν και τέτοιοι.
"Το σάουντρακ μιας ταινίας που δεν έχει γυριστεί ακόμη"... Πόσες φορές δεν έχετε διαβάσει τη στερεότυπη αυτή φράση, ειδικά όταν ο τεμπέλης μουσικοκριτικός έχει να αντιμετωπίσει την πρόκληση μιας μουσικής χωρίς καθοδηγητικούς στίχους, μιας μουσικής η οποία αφήνει αχαλίνωτα ελεύθερη τη φαντασία του ακροατή να σκηνοθετήσει τη δική του ταινία.
Κάποιες φορές βέβαια θα λέγαμε ευτυχώς που δεν έχει γυριστεί ακόμη... Όπως (δεν) συμβαίνει και με τον δίσκο αυτόν του Ιταλού Adamennon, ενικός ο αριθμός καθώς ένας είναι ο ηθικός και υλικός αυτουργός του έργου αυτού. Γιατί η φανταστική ταινία αυτή θα ήταν (βάλε τη νοερή μουβιόλα να γυρίζει) ένα μπαρόκ δαιμονικό δημιούργημα μεταφυσικού τρόμου, επιβλητικά εφιαλτική, με ζωντανά όμως χρώματα, με το βαθύ κόκκινο να κυριαρχεί και ένα σωρό σύμβολα να πυροδοτούν καταρράκτες συνειρμών. Κάτι σαν... Κάτι σαν το "Suspiria" δηλαδή! Την αρχέτυπη αυτή ταινία τρόμου του επίσης Ιταλού Dario Argento, αυτού του στυλίστα των εικόνων ακαταμάχητης τεχνικολόρ φρίκης. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι πάλι στην κινηματογραφική επικαιρότητα, 40 ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, καθώς ο Luca Guantanino έχει ήδη ετοιμάσει το ριμέικ (ωχ ωχ είναι η αυθόρμητη αντίδραση στην λέξη αυτή).
Δεν την κρύβει ο Adamennon την καταλυτική αυτή επίδραση, ακόμη και αναφορές έχει ενσωματώσει στο "Le Nove Ombre Del Caos" (Οι εννέα σκιές του χάους δηλαδή), το οποίο υπό το πρίσμα αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει και σαν ένα εναλλακτικό σάουντρακ της θρυλικής ταινίας, συμπληρωματικό εκείνου του αριστουργηματικού μετα-ψυχεδελικού, μετα-progressive δημιουργήματος των Goblin (σημ: γενικά όπου βλέπετε πολύ και καταχρηστική χρήση του όρου "μετά-" -όπως κι εδώ- να διακρίνετε συγχρόνως την αδυναμία λεκτικής προσέγγισης ενός έργου). Αξίζει να σημειώσουμε δε, ότι η μουσική του Suspiria υπήρξε (ή για να ακριβολογούμε υπήρξε η πρόθεση να είναι) "ένα σάουντρακ μιας ταινίας που δεν έχει γυριστεί ακόμη", ο Argento την ήθελε έτοιμη πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει για να χτίσει για τους ηθοποιούς του την υποβλητική ατμόσφαιρα που επιδίωκε.
Ο Adamennon στέκεται αντάξιος του εγχειρήματος, καταφέρνοντας να χτίσει έναν κόσμο πειστικά τρομακτικό, κορφολογώντας από παντού, ακούς Coil, ακούς Black Tape for A Blue Girl, ακούς ιταλικό progressive, ακούς μαύρο μέταλ, κάπου είδα να το χαρακτηρίζουν και ψυχεδέλεια (γοτθική ψυχεδέλεια, να το αφήσω;). Ένα επιβλητικό εκκλησιαστικό όργανο αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο κεντιούνται ένα σωρό λεπτομέρειες, οι ερημικές νότες ενός πιάνου, σκληρά ξεσπάσματα, χορωδιακές φωνές, απαγγελίες στα λατινικά, γέλια που μάλλον δεν προοιωνίζουν κάτι ευοίωνο, κραυγές που σίγουρα δεν προοιωνίζουν κάτι ευοίωνο, ψίθυροι, ξαφνικοί θόρυβοι, στο τέλος μια καθαρτήρια(;) λειτουργία. Πράγματι, ισχύει ότι όλα αυτά είναι εμφανή κόλπα, αναμενόμενα εφέ, που βοηθούν και στην εκλογίκευση του τρόμου (αγάπη μου πως κάνεις έτσι, κέτσαπ είναι βρε), τούτο όμως δεν μειώνει κατ' ελάχιστον την σκιαχτική επίδραση του έργου.
Αναρωτιέμαι γιατί μας αρέσουν τόσο οι ταινίες τρόμου (σε όσους μας αρέσουν). Ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές έχουν δώσει ένα σωρό ερμηνείες.
Είναι που στο τέλος επέρχεται (συνήθως!) η κάθαρση, με την αριστοτελική σημασία του όρου και αποκαθίσταται η τάξη στον κόσμο (έστω και στην οθόνη); Ή είναι για τον μη-ρεαλιστικό ρεαλισμό τους, για αυτό το προκλητικό αίσθημα του σασπένς και της αγωνίας η οποία βιώνεται μέσα από μια ψυχολογική απόσταση ασφαλείας; Όλα αυτά μαζί; Και...
-Τι θα γίνει μωρό μου, θα το κλείσεις επιτέλους αυτό το doom πράγμα που παίζει τόση ώρα, μου 'χει πάρει τ' αυτιά; Και άντε έλα να πέσουμε, πήγε αργά.
(....)
- Και δεν μου λες, είσαι σίγουρος ότι κλείδωσες καλά ε;