The watchful eye of the stars
Σπουδαίος τραγουδοποιός στη ζωή και στη μουσική, του οποίου συναντάται μια πλειάδα πολιτισμών, ειδών, οργάνων και ιστοριών. Η Χίλντα Παπαδημητρίου ακούει (ασταμάτητα) και γράφει σε mood παραληρήματος
Πόσο συχνά σας τυχαίνει, τα τελευταία χρόνια, να ακούσετε έναν καινούργιο δίσκο για δεύτερη φορά; Εμένα, σπάνια, ενώ η τρίτη-τέταρτη επανάληψη συνήθως σημαίνει ότι βρήκα τον δίσκο της χρονιάς. Βάση αυτής της λογικής, ο ένατος δίσκος του Δουβλινέζου Adrian Crowley, ‘The watchful eye of the stars’, θα είναι μάλλον για μένα ο δίσκος της δεκαετίας. Τον ακούω ασταμάτητα, τον φόρτωσα στο iPod για να τον απολαμβάνω στον δρόμο και για να με νανουρίζει τα βράδια.
Και αναρωτιέμαι αδιάκοπα γιατί. Επειδή, όπως γράφουν οι αλλοδαποί μουσικογραφιάδες, η φωνή του θυμίζει Leonard Cohen και Bill Callahan; Ναι, και συγχρόνως όχι. Ο Crawley δεν γράφει ποιητικές αλληγορίες περί έρωτος και θρησκείας σαν τον Cohen, αλλά μικροδιηγήματα που τα ενορχηστρώνει με κιθάρες και έγχορδα, άρπα και ξύλινα πνευστά, και στη συνέχεια τα τραγουδάει ή τα απαγγέλει, με τη διακριτική συνοδεία των φωνητικών της Λιβανέζας Nadine Khouri και της Ουαλής/Βρετόνας Katell Keineg. Με εξαίρεση το «Singalong» και το «Crow Song», στο οποίο η ομοιότητα της φωνής του με τον Cohen είναι ανατριχιαστική, στα υπόλοιπα οκτώ τραγούδια του άλμπουμ, ο Adrian Crawley ερμηνεύει με τη φαινομενική αποστασιοποίηση που διακρίνει τον Bill Callahan, μόνο που η δική του προφορά έχει την κρυστάλλινη και αμυδρά ένρινη προφορά των Κελτών (Ιρλανδών και Σκοτσέζων). Το τραγούδι με το οποίο κλείνει ο δίσκος, το «Take me driving», μού έφερε στο νου τη γλυκιά μελαγχολία του Richard Hawley. Την παραγωγή του δίσκου έκανε ο John Parish, ενώ ο Jim Barr των Portishead παίζει διπλό μπάσο.
Αλλά πάλι δεν κατάφερα να σας εξηγήσω γιατί αυτός ο δίσκος με κάνει να παραληρώ. Οι ιστορίες που αφηγείται ή τραγουδάει ο Crowley συνδέονται μέσω ενός αόρατου νήματος με την πανάρχαια παράδοση των πλανόδιων τραγουδιστών, μια παράδοση που χάνεται στα βάθη του χρόνου. Για παράδειγμα, το τραγούδι με το οποίο ξεκινάει το άλμπουμ, το «Northbound Stowaway» μιλάει για έναν λαθρεπιβάτη που σκαρφαλώνει κρυφά σ’ ένα πλοίο με άγνωστο όνομα και άγνωστο φορτίο, το οποίο ταξιδεύει προς τον Βορρά. Ο λαθρεπιβάτης αυτός θα μπορούσε να είναι ένας από τους χαμένους συντρόφους του Οδυσσέα, ένας Ιρλανδός που αναζητάει καινούργια ζωή στις ΗΠΑ ή ένας οικονομικός πρόσφυγας που πασχίζει να γλιτώσει από την κόλαση της χώρας του. Ακούγοντας την ιστορία του, καθώς διψασμένος και πεινασμένος, πίνει νερό της βροχής και γλείφει αλάτι, και γλύφει αλάτι και πίνει νερό της βροχής, θα αποτολμήσω τη σκέψη ότι ο Όμηρος συνάντησε τον Woody Guthrie και ανταλλάσσουν ιστορίες. Στο «Underwater Song», ο αφηγητής διηγείται ένα όνειρο στο οποίο φτάνει κολυμπώντας σε μια πόλη βυθισμένη κάτω από το νερό μιας τεχνητής λίμνης, επισκέπτεται το σπίτι της αγαπημένης του, ακούει τις καμπάνες της βυθισμένης εκκλησίας και πλανιέται σ’ έναν υποβρύχιο κόσμο, οικείο και εξωπραγματικό. Το «Crow Song» είναι η αληθινή ιστορία της διάσωσης ενός κορακιού με σπασμένο φτερό, το οποίο ο αφηγητής ταΐζει και φροντίζει, μέχρι να συνέρθει και να πετάξει χαρούμενο στον ουρανό, παίρνοντας μαζί του τα όνειρα του ήρωα για τη ζωή σε άλλες χώρες. Αλλά καθώς αυτές οι ιστορίες έχουν συνήθως unhappy end, το ίδιο τέλος θα έχει και η συγκεκριμένη.
Όλος ο δίσκος μυρίζει αγριεμένη θάλασσα κι αρμύρα, τρίζει από τη μελαγχολία και τη μοναξιά των μικρών παραθαλάσσιων πόλεων, όπως στο τραγούδι «Bread and Wine», όπου ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής μιλάει για την προσωρινή στάση του σε μια τέτοια πολίχνη, στην οποία βιοπορίζεται παίζοντας πιάνο σ’ ένα μπαρ, με αντάλλαγμα το ψωμί και το κρασί του τίτλου. Να είναι άραγε η ίδια πολίχνη από το λιμάνι της οποίας παρακολουθεί επί επτά ημέρες μοναξιάς επτά πλοία να περνούν στη διάρκεια της μέρας;
Εξίσου συναρπαστική είναι η ιστορία της ζωής του Crowley. Από πατέρα Ιρλανδό και μητέρα Μαλτέζα, οι γονείς του γνωρίστηκαν στην Αφρική κι έζησαν για κάποιο διάστημα στο Καμερούν και στη Σιέρα Λεόνε. Ο ίδιος, πριν ασχοληθεί με τη μουσική, σπούδασε αρχιτεκτονική και εικονογράφηση, ζωγραφική και φωτογραφία. Απ’ ό,τι ακούμε σε παλιότερα άλμπουμ του (π.χ., στο ‘Season of the Sparks’ του 2009), δεν είναι από τους folkies που περιορίζονται στις τυπικές ενορχηστρώσεις του είδους, αλλά έχει χρησιμοποιήσει όργανα όπως το marxophone, το shruti box, η viola da gamba και η baroque viola.
Παρότι ο δρόμος που χαράζει ο Adrian Crawley είναι καθαρά προσωπικός και πρωτότυπος, ήδη στην πρώτη ακρόαση του ‘The watchful eye of the stars’ ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τον πιο συναρπαστικό σύγχρονο επίγονο μιας μακριάς σειράς singer/songwriters που περιλαμβάνει στις τάξεις της τον Nick Drake, τον Jeff Buckley, τον Townes van Zandt, τον King Creosote, τον Kris Kristofferson.