Με την ιδιότητα του παραγωγού, το όνομα του Adrian Sherwood έχει αναφερθεί συχνότατα στα credits. Και σε τι γκάμα κυκλοφοριών, ε; Από Nine Inch Nails και Ministry μέχρι Coldcut και Pop Will Eat Itself. Ακόμη και η εμπλοκή του με την Real World από κει ξεκίνησε, συγκεκριμένα από ένα remix session για τους Temple Of Sound. Δεν θα μάθουμε ποτέ βεβαίως το τι ακριβώς προσδοκούσαν ο Peter Gabriel και οι συνεργάτες του από ένα album του Adrian Sherwood, ο ίδιος όμως τους επεφύλασσε τη δανεική, σαρδόνια ως γνωστόν, κυνικότητα του Johnny Rotten ('Never Trust A Hippy' ήταν το σχόλιο του τελευταίου όταν υπέγραφε το συμβόλαιο με την Virgin Records του Richard Branson που οδήγησε στην κυκλοφορία του 'Never Mind The Bollocks, Here's The Sex Pistols' το 1977).
Δεν φαίνεται όμως, πέρα από τον εντυπωσιασμό καθαυτό, να έχει και την ίδια κατάληξη (πόσο μάλλον την υστεροφημία) και πρόκειται καθαρά περί αναλώσιμου, εμπορικού trick.
Ο Adrian Sherwood μπορεί να έχει ήδη μια πολυετή ενασχόληση με το dub και τη μίξη της reggae με το rock ή και το punk κάποτε, ενασχόληση που φτάνει πίσω στη δεκαετία του ογδόντα με το On-U Sound label και σχήματα όπως οι Mark Steward & The Mafia, African Head Charge και Dub Syndicate, εδώ όμως απλώς επαναλαμβάνει εαυτόν και μάλιστα ενθυμούμενοι πολύ καλά τον ρυθμικό του πειραματισμό εντυπωσιαζόμαστε που εδώ του λείπουν δύο βασικά στοιχεία, το νεύρο και η ουσία. Το μόνο που θα μπορούσε να είναι η δύναμη του ''δικού'' του 'Never Trust A Hippy' είναι η λίστα των καλεσμένων του, η οποία περιλαμβάνει τους Τζαμαϊκανούς παραγωγούς Jazzwad και Lenky, τον rapper Ghetto Priest, τους Sly & Robbie, τους σπουδαίους Skip McDonald στην κιθάρα και Harry Beckett στην τρομπέτα, τους τραγουδιστές Hari Haran και S E Rogie, τους Temple Of Sound, τον παλιό συνεργάτη του Keith Le Blanc, ακόμα και τις δύο του κόρες, Denise και Emily Sherwood (υπάρχουν κάμποσοι ακόμα, καλύτερα διαβάστε τους στο ένθετο). Τότε ίσως και να ήταν αυθυπόστατο.
Πότε όμως υπήρξαν από μόνες τους αρκετές η άψογη, δεν χωράει αμφιβολία, εκτελεστική δεινότητα και η εξαιρετική στουντιακή επεξεργασία στις μίξεις των ήχων και τη συνολική παραγωγή (το ξέραμε πως σε αυτά είναι μαέστρος), όταν δεν υπάρχουν συνθέσεις; Το αποτέλεσμα ΕΙΝΑΙ οι συνθέσεις. Ενδεικτικό πράγματι της ψυχρής, τεχνοκρατικής αντιμετώπισης του συνόλου των δεδομένων εδώ είναι το γεγονός πως το περισσότερο αξιόλογο θέμα έρχεται τελευταίο (το 'Majestic 12' εννοώ) και ακούγεται σαφώς περισσότερο απλό. Ειδικότερα, όταν ενδιάμεσα έχουν περάσει χίλια-μύρια κλισέ του είδους, πομπώδη και επαναλαμβανόμενα σε τέτοιο βαθμό, λες και ο συνθέτης ξεχνάει να πει κάτι που μετέπειτα θεωρεί σημαντικό ή θέλει να προσθέσει λεπτομέρειες σε ό,τι μόλις είπε και συνεχώς ξαναπιάνει το νήμα από την αρχή. Και με άλλους συνεργάτες κάθε φορά.
Έτσι όπως πλατειάζει το 'Never Trust A Hippy' είναι μάλλον απίθανο να φέρει κάποια πρόοδο στην εξέλιξη του Adrian Sherwood (όπως το σχήμα των Talkhead και η συνεργασία του με τον Gary Clail στο παρελθόν). Είναι υπέρ του δέοντος στατικό στις dub/reggae/dance φόρμες που χρησιμοποιεί και αδιέξοδα ρηχό στις ethnic ροπές του (συγκρίνετέ το με κάτι από Bill Laswell ας πούμε). Αν γράψω πως έγινε απλώς για να κλείσει ένα κενό (έλλειψης νέας κυκλοφορίας περισσότερο, γιατί κάποιο άλλο δεν αντιλαμβάνομαι), ίσως θεωρηθεί υπερβολικό ή ακόμα και υποκειμενικό. Κάπου εκεί όμως οδηγούνται τα πράγματα από μόνα τους και το πρόβλημα εντέλει είναι ότι όσοι εμπλέκονται εδώ δεν μπορούν καν να δουν πως υπάρχει όντως πρόβλημα. Χαρακτηριστικό των hippies δεν ήταν και αυτό; Ή μήπως δεν θυμόμαστε (-ούνται) κάτι σωστά;