O νέος αυτός δίσκος των Air είναι καταρχήν ένα προϊόν, κάτι σαν ένα νέο κύκλο της σειράς "24", σαν ένα νέο βιβλίο του Dan Brown, σαν το νέο πιάτο στο μενού των Goody's ή σαν το νέο ρόφημα των Starbucks. Όλα φτιαγμένα για να αρέσουν. Μερικοί από τους στόχους του: σούπερ μάρκετ, πολυκαταστήματα, κομμωτήρια, αίθουσες αναμονής, αεροδρόμια, μπουτίκ, εμπορικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, καφετέριες που παλιά ήταν "lounge" (τώρα που ο όρος έγινε passe, αποκαλούνται απλά "στέκια"), διαφημίσεις κάθε είδους, σήματα τηλεοπτικών εκπομπών. Είναι προϊόν με την έννοια ότι ακόμα και το μικρότερο συνοικιακό δισκάδικο θα οφείλει να τον έχει στα ράφια του, με την έννοια ότι θα αγοραστεί εξίσου εύκολα από τον δεκεξάρη, την εικοσάρα αδερφή του, τον τριανταπεντάρη θείο τους και την πενηντάρα μαμά τους, και με την έννοια ότι θα μπορούσε να είναι μία από τις αντιπροσωπευτικές αγορές του περίφημου "καλαθιού της νοικοκυράς". Όπως και η κόκα-κόλα του Warhol, είναι το cd που θα ακούσουν ρομαντικοί και μη, κυριλέ και μη, ψαγμένοι και μη, κουλτουριάρηδες και μη. Με μια πρόταση: το "Pocket Symphony" είναι ένα από τα soundtracks του 2007, είτε το θέλουμε, είτε όχι.
Αξίζει ο μεγαλύτερος σεβασμός, λοιπόν, στο δίδυμο των Air, το οποίο θα μπορούσε να την βγάλει καθαρή με πολύ λιγότερα, αλλά αντί να μάς προσφέρει ένα τυποποιημένο άκουσμα, μάς δίνει τελικά κάτι τόσο αξιόλογο όσο το "Pocket Symphony". Χωρίς εκπλήξεις και ανατροπές, πρόκειται για το πιο στρωτό και συνεκτικό album των Air, χωρίς τους περιστασιακούς πειραματισμούς του προηγούμενου δίσκου ή τα φανερά hits τύπου "Sexy Boy" του "Moon Safari": για πρώτη φορά εδώ οι Air στήνουν έναν ενιαίο ήχο από την αρχή μέχρι το τέλος - αυτό το πατενταρισμένο πλέον ονειρικό pop ιδίωμα με την έμφυτη μελωδικότητα, τις κινηματογραφικές διαθέσεις, τον απροκάλυπτο αισθησιασμό και τα ντροπαλά φωνητικά (όταν υπάρχουν). Ο μόνος που χαλάει εδώ μέσα το κλίμα είναι ο Jarvis Cocker στο μάλλον ανιαρό "One Hell Of A Party", ενώ αντίθετα, ο Neil Hannon έχει προσαρμοστεί πλήρως στον κόσμο των Air (ως πιο gentleman, ανέκαθεν!) και βγάζει τον καλύτερό του εαυτό.
Χωρίς τίποτα να μοιάζει βεβιασμένο, οι Air διαπρέπουν σε ουκ ολίγες στιγμές του δίσκου, επιβεβαιώνοντας τη στόφα τους ως pop δημιουργοί, είτε όταν πρόκειται για την κοφτή αμεσότητα του "Napalm Love", για τον πηγαίο ερωτισμό του "Left Bank", ή για τις απολαυστικές "space" παραπομπές του "Mer Du Japon". Οι πλέον δύσπιστοι δεν αποκλείεται να ισχυριστούν ότι το "Pocket Symphony" είναι μια εσκεμμένη απόπειρα κατάκτησης του mainstream, αλλά για όσους παρακολουθούν τους Air από τις πρώτες τους μέρες, ο νέος αυτός δίσκος δεν είναι τίποτα άλλο από τον ήχο ενός group που δοκίμασε διάφορα πράγματα και καταστάλαξε σε αυτό που έκανε πάντοτε καλύτερα: στην αποτύπωση της νυχτερινής ηδυπάθειας και του ρομαντισμού σε ήχους. Ενός ρομαντισμού που μπορεί ενίοτε να ντύνεται με σπορ trendy αμφίεση, αλλά δεν είναι ποτέ τετριμμένος ή ψεύτικος.
Έτσι, μετά τα σούπερ μάρκετ, τα πολυκαταστήματα, τα κομμωτήρια, τις αίθουσες αναμονής, τα αεροδρόμια, τις μπουτίκ, τους εμπορικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, τις καφετέριες που παλιά λέγονταν "lounge", τις διαφημίσεις κάθε είδους ή τα σήματα τηλεοπτικών εκπομπών, το "Pocket Symphony" στοχεύει και αλλού: σε υπνοδωμάτια (μοναχικά και μη, όλες τις ώρες), σε δώρα εραστών και φίλων, σε αυτούς που θεωρούν το "daydreaming" το μεγαλύτερο ταλέντο τους, σε χειροποίητες συλλογές, σε άσκοπες βόλτες με το αυτοκίνητο, στα ακουστικά-ψείρες όσων έχουν τραγούδια στα αυτιά τους μέρα-νύχτα, στα στέρεο όσων κοιμούνται με μουσική (ναι, περνάει και αυτό το τεστ), στην ηχητική επένδυση της συνήθους ανοιξιάτικης παραζάλης. Είναι όντως φτιαγμένο για να αρέσει, κι αν τώρα αυτός είναι ικανός λόγος για να μην αρέσει, τότε οι ίδιοι οι Air θα ήταν οι τελευταίοι που θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει. Προορισμένο περισσότερο για να αποτελέσει έναν παγκόσμιο μουσικό κώδικα ερωτικής pop μουσικής, το "Pocket Symphony" θα βρεθεί σε πολλά χέρια, άλλα θα το εκτιμήσουν κι άλλα όχι - και πέρα από τη δύναμή του ως προϊόν και brand name, η καλλιτεχνική του ουσία, η κομψότητά του και η πληρότητά του είναι τέτοιες που το καθιστούν ένα album διαμάντι. Έστω και θαμμένο, αντί για τη λάσπη, στο καλάθι της νοικοκυράς.