Miami Memory
Αληθινές είναι οι ιστορίες που διηγείται εδώ ο Αυστραλός δημιουργός με τις cheesy 80s αναφορές ή ένα ακόμη λειτουργικό καλλιτεχνικό ψεύδος; Μικρή σημασία έχει τελικά... Του Γρηγόρη Λάσκαρη
- Μπαμπά, πόσους δίσκους πρέπει να έχει ακούσει έναν τέκνο των 10s για να αντιληφθεί τι τρέχει, τι δεν τρέχει, τι κινείται και τι μένει ακίνητο;
- 3 παιδί μου.
- ποιούς και ποιανού μπαμπάκα μου;
- τους 3 του Alex Cameron απωλωλόν πρόβατο μου.
- άσε μας ρε γέρο!
(Έχοντας φάει βροντερή πόρτα από τα τέκνα μας, συνεχίζω ακάθεκτος και εν πλήρη αμφιβολία).
- O Cameron παιδί μου είναι η υλοποίηση των χαμαιλεοντικών τάσεων των 10s, η συνέχεια των περσόνων του Bowie.
- γέρο, γέρο, γέρο
- όλοι οι δίσκοι του είναι μία μελέτη πάνω στο ψέμα.
...
- Όπα. Δεν μιλάς τώρα, ε; Σε τσάκωσα κωλόπαιδο! Τώρα αρχίζω το κήρυγμα και μη με διακόπτεις:
O Cameron βρίσκεται στη γύρα εδώ και 6 χρόνια προσπαθώντας μάταια να μετατρέψει τον βούρκο σε μαργαριτάρια. Άρχισε την αποτυχημένη πορεία του το 2013 με τον πρώτο του δίσκο ‘Jumping the Shark’ ο οποίος ήταν μία μελέτη πάνω στην κυριότερη ιδιότητα των εξελιγμένων όντων, το ψεύδος. Κάτι που ο Alex το διαλαλούσε ήδη από το εξώφυλλο: είχε φωτό το πρόσωπο του 2/3 προφίλ έτσι ώστε ο χρήστης να δει και να εκτιμήσει τις βαθιές ρυτίδες στο μάγουλο του. Με μία μεγάλη υποσημείωση: οι ρυτίδες ήταν ψεύτικες, πρόσθετες, μαϊμού. Γιατί; Για να συμφωνήσουμε κατ’ αρχάς ότι ο κύριος λόγος της προς τα έξω έκθεσης είναι το εμπόριο συναισθημάτων. Εκεί λοιπόν ο Alex διαπρέπει: το ψεύδος του είναι τόσο εξυπηρετικό, τόσο λειτουργικό που μόνο ως άσκηση αλήθειας μπορεί να εκληφθεί. Μία αλήθεια που ο Cameron έχει επιλέξει να επενδύσει ηχητικά κατά μίνιμαλ τρόπο. Όσο κι αν τo θέμα μας δεν είναι ο πρώτος δίσκος του αξίζει να ακούσετε το ‘Happy Ending’, το ‘Real Bad Looking’ (ναι ναι, φταίνε οι ρυτίδες), τις κοφτές ανάσες του ‘She’s Mine’ κλπ κλπ για να εκτιμήσετε και να καταλάβετε πώς o Alex Cameron κατάφερε μέσα σε 6 χρόνια και έφτασε από μία μεθυσμένη γέννα του heartland σε μία πρόβα mainstream.
Όλα αυτά δεν έγιναν εν κενώ. Σ’ αυτά τα 6 χρόνια ο Αυστραλός υποκριτής:
- περιόδευσε με την αφρόκρεμα του σύγχρονου indie (Olsen, DeMarco, Morby κλπ)
- έγραψε τραγούδια για τους Killers
- υπέγραψε συμβόλαιο με την Secretly Canadian
- αντικατέστησε πανοπλίες με φανελάκια
- πρόσθεσε σαξόφωνα, πιάνα και γυναικεία back vocals
- το 2017 μας χάρισε ένα από τα καλύτερα album της χρονιάς, το ‘Forced Witness’
έτσι ώστε εν τέλει το Σεπτέμβριο του 2019 να φτάσει στο “λυρικό θαύμα” ‘Miami Memory’ όπου -όπως είπαμε και παραπάνω- ο Cameron ξεχύνεται να κατακτήσει αυτό που αποτελεί το μοναδικό ζητούμενο όλων των σοβαρών καλλιτεχνών: το mainstream.
Δεν υπάρχει τίποτα το συνειδητά ζοφερό πια στη μουσική του, η προσπάθεια του κατατείνει στην ευχαρίστηση των αυτιών του ακροατή, κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό με το καλημέρα της ακρόασης: πλούσια, απέριττη, ρυθμική, πολυεπίπεδη synth pop που στοχεύει στην ένωση, στη συμφιλίωση έστω και αν τα ηχητικά του ποτάμια αρδεύουν στιχουργικές ερήμους που κόβουν την ψυχή μας φέτες: όση μουσική χαρά κι αν ξοδεύει, στο τέλος αδυνατεί να κρύψει ότι προέρχεται από τις κακόφημες γειτονιές της πόλης. Και για να λέμε την αλήθεια δε θέλει καν να το κρύψει, μάλλον να το διαλαλήσει επιθυμεί. Και ως γνωστόν η εμμονή στον πόνο στερεί βαθμούς ελευθερίας και δεν τον αφήνει να γίνει ο Billy Joel της γενιάς του. Ναι ναι καλά διαβάσατε, αν ο Billy Joel ή ο Randy Newman ήταν ανανήψαντες losers με εμμονή σε πόρνες, χωρισμένους, τσοντοστάρ και τσοντόβιους τότε το ‘Miami Memory’ θα ήταν το σημερινό ‘52nd Street’. Προς επίρρωση ακούστε τα ‘Far from Born Again’ και ‘Bad for the Boys’, με το σαξόφωνο του Roy Molloy να γλυκοκοιτάει προς ‘Aja’ (εεεμ, δίσκος των Steely Dan παιδί μου...) μεριά εκσφενδονίζοντας 50 κιλά σιροπιού σε πικρές ιστορίες σεξ, εξαθλίωσης και καθημερινής επιβίωσης. Ακόμα και στα μουσικά αμήχανα ‘Gaslight’ και ‘PC With Me’, η φωνή του βγάζει τέτοιο βελούδο που αναρωτιέσαι γιατί ο τύπος δε χτυπάει το Top-10. Η απορία δεν λύνεται -μουσικώς πάντα-, ιδίως μετά το άκουσμα τραγουδιών όπως το ‘Divorce’ και το ‘Other Ladies’ όπου πλέον ο Cameron πείθει ότι μπορεί να χρησιμοποιεί ευρύτατες μουσικές χειρονομίες έξω από εφήμερες τάσεις και φόρμες και να πλαισιώνει τους στίχους του με πεντακάθαρες κλασικές ποπ ροκ γραμμές. Το διαμάντι μας το φυλάει για το τέλος, με την υμνωδία ‘Too Far’: εδώ η synth pop του εκπτύσσεται πλήρως και καταλαμβάνει χώρους φαινομενικά απροσπέλαστους από μία τόσο minimal προσέγγιση χάρη στην εξαιρετική του ερμηνεία έστω κι αν στο τέλος βρίσκει όρια. E ήμαρτον κάπου ρε Alex, δεν είσαι ούτε Jim Kerr ούτε Presley.
Τι βαθμολογία να βάλουμε σε έναν δίσκο που θα μπορούσε να είναι το στάνταρντ μιας γενιάς αλλά ο δημιουργός του προτίμησε να τον πετάξει στα σκυλιά; 9 ρε φίλε, γεμάτο και ωραίο και θα τραγουδάμε όλη τη χρονιά ‘if the end is nigh, baby make it swift and let me die’.