Μουσική που πηγάζει πολύ πίσω στον χρόνο, σαν το μεγάλο μαύρο ποτάμι του Μισισιπή, αλλά και νέα, σαν το νερό που κυλάει αυτή δα τη στιγμή ανάμεσα στις όχθες του.
Ο μοντέρνος κόσμος φωτίζεται από αρχαίες ηλεκτρικές εκκενώσεις κι ύστερα όλα σβήνουν, δύο μάτια ασπρίζουν στο σκοτάδι ανάμεσα από τα παραθυρόφυλλα ανάμεσα στα φυλλώματα της ζούγκλας, η μηχανή δε σταματά ποτέ να δουλεύει και όλα να τ' αλέθει, η μπότα τραντάζει τα ηχεία το παλιό τύμπανο χτυπάει ακόμη κάπου μακριά σαν του ήλιου τη καρδιά, απλά προσπέρασε τον θόρυβο γύρω, κάνε στην άκρη τον ιστό, πέτα τον μηχανοδηγό απ' το τιμόνι και άφησε τον ρυθμό να οδηγεί, σβήσε όλες τις άχρηστες λέξεις και άκου το τραγούδι.
Νότες που έρχονται βαθιά μέσα απ' το παρελθόν, από τις άκρες μιας φωτιάς στη μέση του μεγάλου δάσους, τις μεγάλης νύχτας που ακόμη και πάντα και όλους μας περιζώνει, πνιγμένες κραυγές από τα δυσώδη αμπάρια δουλεμπορικών, όλα άλλαξαν το άδικο κι ο πόνος έμειναν ίδια, ο ιδρωμένος ρυθμός των φυτειών, βαμβάκι ή φράουλες, το ίσο το κρατάει το κροτάλισμα της αλυσίδας, μη κοιτάς στον αστράγαλο δε θα τη βρεις εκεί, αλλού σου τη φόρεσαν κι ας είσαι "δικός τους" κι ας είσαι λευκός, στο τέλος σου έδωσαν και μπισκοτάκι good boy, προσευχές και μακρινοί ψαλμοί ακούγονται μέσ' από μια ξύλινη εκκλησία, παλιό αχούρι "μόνο για νέγρους", κράτα εσύ το αχούρι κι ο κόσμος όλος για τους άλλους νέγρο μου και "νέγρο μου", ο Robert Johnson στο σταυροδρόμι μεσάνυχτα κάνει παζάρια, εμείς πουλήσαμε όσο-όσο και ήταν μέρα μεσημέρι, ο Abel Meeropol και η Billie μετρούν παράξενα φρούτα που κρέμονται στα δένδρα του νότου, οι ειδήσεις μιλούν για παράξενα ψάρια που επιπλέουν τουμπανιασμένα στη Μεσόγειο, η Nina Simone τραγουδάει I Wish I Knew How It Would Feel To Be Free, οι Last Poets το έκαναν ρίμα, ο Gill-Scott Heron το προφήτεψε, τα λευκά παιδιά του Punk το προσπάθησαν, του μετα-Punk τα παράτησαν, ο Chuck D το υπενθύμισε, αυτοί που ακολούθησαν το... και ψόφησε, και πάμε πάλι απ' την αρχή.
Εκεί που δύο λευκοί και ένας έγχρωμος, στον πρώτο δίσκο ενός συγκροτήματος που η μουσική του έρχεται βαθιά μέσα απ' τον χρόνο και προσπαθεί σαν αυτόν που ξέρει και δε μιλεί, και θέλει να πάει άλλο τόσο στο μέλλον. Και θα τα καταφέρει.
Και ξανά στο τέλος, όπου ο Charles Mingus τους έστειλε όλους στο διάολο και κίνησε για κείνο το νησί το δίχως χρώματα να συναντήσει τους δικούς του ανθρώπους, ο Langston Hughes ζωγράφισε με λέξεις το πορτραίτο τους, κι εγώ ιεροσυλώντας στο ποίημα του, προσθέτω έναν στίχο, τον δεύτερο με τα πλάγια στοιχεία, και σας χαιρετώ, όχι όμως πριν σας προτρέψω -για το καλό της ψυχής σας, αλλιώς τι με νοιάζει- να ακούσετε οπωσδήποτε αυτόν τον δίσκο.
The night is beautiful,
Beautiful, also, is the music
So the faces of my people.
The stars are beautiful,
So the eyes of my people
Beautiful, also, is the sun.
Beautiful, also, are the souls of my people.
(9)
Χρήστος Πελτέκης
Ποιο άραγε μυστικό νήμα ξεκινάει από εδώ, από τούτες τις θερμές μεσογειακές ακτές, τα λημέρια κάποτε των μελαψών ανυπότακτων Βερβερίνων πειρατών, και φτάνει εκεί στον Νότο (που λέει και ο Μαχαιρίτσας), τον σκληρό ρατσιστικό Νότο (ακόμη και σήμερα ναι), στην πολιτεία της Γεωργίας, από την οποία μας έρχονται οι πρωτοεμφανιζόμενοι Algiers; Οι οποίοι μας συστήνονται με έναν δίσκο για το Αλγέρι, όχι πάντως το λάγνο Αλγέρι του καμηλιέρη όπως το ήθελε το παλιό άσμα του Απόστολου Καλδάρα. Ούτε πάντως το Algiers του δίσκου των Calexico, εκείνος αναφερόταν στην ομώνυμη πόλη της Νέας Ορλεάνης. Ο Franklin James Fisher, ο μαύρος τραγουδιστής αλλά και η εμφανώς καθοριστική προσωπικότητα σου συγκροτήματος δεν κρύβει λόγια και μας αποκαλύπτει τη ...διαδρομή του νήματος η οποία μας οδηγεί στην ιστορία του Αλγερίου. Μια ιστορία αγώνα ενάντια στην καταπίεση και την αποικιοκρατία, η οποία μας πάει πίσω στο Αλγέρι το παλιό, της δεκαετίας του '50 και του '60, τότε που ο ανταρτοπόλεμος του FLN (του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου Αλγερίας) για ανεξαρτησία συγκίνησε, ενέπνευσε και κινητοποίησε σε παγκόσμιο εύρος (και δικοί μας θα βρεθούν εκεί ως απλοί συμπολεμιστές, μεταξύ αυτών ο Πάμπλο-Μιχάλης Ράπτης και ο Βασίλης Ραφαηλίδης). Και θα αποτελέσει κι ένα ακόμη σύμβολο αντίστασης απέναντι στα κατάλοιπα της γαλλικής τρομοκρατικής αποικιοκρατίας. Κι αν σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά, φαίνεται πως κάποια τέτοια σύμβολα μένουν ακόμη στις μνήμες...
Το σημαντικό εν προκειμένω είναι ότι το εννοιολογικό τούτο εύρημα των Algiers δεν παραμένει κενού νοήματος και περιεχομένου, δεν αποτελεί μια απλή δήλωση προθέσεων. Και πηγαίνει πέρα έναν διανοουμενίστικο ακτιβισμό με αγωνιστικούς στίχους ("four hundred years of torture/four hundred years a slave") και προκλητικούς τίτλους ("Ο μαύρος ευνούχος" /"Black Eunuch"). Φτάνει έως τον διαλεκτικό τρόπο με τον οποίο το σχήμα προσπαθεί να συζεύξει φαινομενικά ασύμβατες επιρροές σε ένα αποτέλεσμα το οποίο θα τις υπερβαίνει αλλά και θα τις εμπεριέχει ταυτόχρονα. Γενικότερα, ο δίσκος των Algiers αποτελεί ένα υποδειγματικό παράδειγμα διαχείρισης μιας κληρονομιάς, για το πως βιωματικές εμπειρίες, με ρίζες πίσω στους αιώνες συνδυάζονται με σύγχρονα, "ξένα", καινά ...δαιμόνια. Κι ενός δίσκου ο οποίος κινείται με αξιοθαύμαστη ισορροπία σε οριακές περιοχές, στα σημεία τριβής των τεκτονικών πλακών των ειδών. Εκεί ακριβώς που συμβαίνουν οι αλλαγές, εκεί που γεννάται το νέο...
Οι Algiers είναι τρεις, ένας τραγουδιστής (ο μαύρος), ένας κιθαρίστας κι ένας μπασίστας (λευκοί οι τελευταίοι δύο), με καταγωγή από την Georgia, τώρα πλέον έχουν διασκορπιστεί μεταξύ Λονδίνου και Νέας Υόρκης, τον δίσκο τον έγραψαν με υπερατλαντικές ανταλλαγές αρχείων, όχι πάντως κάτι ασυνήθιστο για τους τεχνολογικούς καιρούς μας (παλιότερα κι ένα συγκρότημα πήρε το όνομα του από μια τέτοια διαδικασία - οι Postal Service). Και είναι και σπουδαγμένα παιδιά, έχουν εντρυφήσει σε πολιτική και λογοτεχνία και τέχνες, έχουν θα λέγαμε όλα τα τυπικά προσόντα για να επιτύχουν στο εγχείρημα τους να αισθητικοποιήσουν το μουσικό τους όραμα, τις ρίζες τους και την υπέρβαση τους.
Και τι παίζουν λοιπόν οι Algiers; Δύσκολη ερώτηση, δυσκολότερη η απάντηση. Κρατήστε λογαριασμό... Οι ίδιοι στις συναυλίες τους έπαιζαν support στους Interpol, και πράγματι έχουν κάτι από το πομπώδες τους επικό στυλ της post-punk αναβίωσης, αυτού του κατά βάση λευκοκρατούμενου είδους, που κάποτε εξέφραζε τα λευκά αγόρια της εργατικής τάξης (με ουκ ολίγες να σημειώσω εχμμμ δεξιές παρεκκλίσεις). Τους αρέσει επίσης το hardcore της πρωτεύουσας (DC hardcore) αλλά και το νεοϋορκέζικο synth-punk Suicide. Οι ίδιοι έχουν και αυτοί σύνθια, μέχρι και ένα ...επάρατο drum machine, σύνθια σκοτεινά, κατευθείαν από ένα ανήλιαγο στούντιο της Μαγχεστρίας ενός Martin Hannett. Έχουν όμως και χορευτικά σύνθια, πιο "μαύρα", electro, τα οποία όμως αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, από μια ανίερη συμμαχία προέκυψαν, εκείνη η οποία είχε φέρει κοντά την ...ασπρίλα του Duesseldorf, της μεσαίας τάξης και της ψυχρής ρυθμολογίας των Kraftwerk με τα σκληρά και φτωχά μαύρα γκέτο του Detroit και του Bronx. Και δεν ξεχνούν και την μαχητική κληρονομιά της Motown του '70, εμφανέστατη ιδίως στα φωνητικά του Fisher. Ούτε και τις δικές τους ρίζες όμως, του χθόνιου βιβλικού Νότου, του gospel, της κυριακάτικης μάζωξης στην εκκλησία (κι αν τεθεί η απορία για το πως ένας συντηρητικός και κατά βάση καταπιεστικός οργανισμός όπως η εκκλησία μπορεί να γίνει φορέας αντίστασης και αλλαγής του κατεστημένου, ας σημειωθεί ότι για τους Αφρομερικανούς η εκκλησία υπήρξε για πολλά χρόνια ένας τόπος συνάθροισης, ένας τόπος όπου μπορούσε να βιωθεί μια (ψευδ)αίσθηση ελευθερίας και να σφυρηλατηθεί ένα κοινοτικό αίσθημα αλληλεγγύης και ταυτότητας).
Δεν ξέρω αν βγάλατε κάποια άκρη απ' όλα αυτά, οι ίδιοι λένε στο σπουδαίο "Irony. Utility. Pretext": "έχουμε πίστη στην afro pop, σε ένα απο-αποικιοκρατούμενο πλαίσιο". Ξέρω πάντως ότι ανάμεσα σας υπάρχουν και οι εύλογα καχύποπτοι, τους οποίους όλο αυτό το μπέρδεμα θα ξενίσει λίγο, ίσως και να το αποδώσουν συγκαταβατικά σε ένα ακόμη υβριδικό ανακάτεμα προς αναζήτηση της ποθητής ιδιαιτερότητας, όπως είναι πλέον κοινή πρακτική στην εντροπιακή εποχή μας. Επιφυλάξεις οι οποίες πάντως αφοπλίζονται από το αισθητικό αποτέλεσμα, εκεί όπου όλες οι προθέσεις, δηλώσεις, επιδράσεις υλοποιούνται/μελοποιούνται σε μια σειρά από σπουδαία τραγούδια, παιγμένα και ερμηνευμένα με ένταση και φορτισμένο συναίσθημα.
Νομίζω πάντως ότι θα μου άρεσε να ονομάσω αυτό που παίζουν οι Algiers "American Gothic". Όσοι βρίσκεστε στο Σικάγο πηγαίνετε στο μουσείο όπου εκτίθεται το έργο, όσοι βρίσκεστε αλλού ανοίξτε ένα βιβλίο ή μια ιστοσελίδα, και δείτε το πίνακα "American Gothic" του Grant Wood. Μην τον δείτε απλώς, εξετάστε τον, παρατηρήστε τον, αφήστε ελεύθερη τη φαντασία. Κι ας είναι άλλη η εποχή (μισώ την έκφραση "επίκαιρο έργο", η τέχνη είναι πάντοτε με τον τρόπο της επίκαιρη), θυμηθείτε ότι βρισκόμαστε στη χώρα της "ελευθερίας" (ο τι κακοπαθημένη και κακοποιημένη λέξη) αλλά και του ρατσισμού. Και του μαύρου (όχι τόσο μαύρου τελικά) προέδρου Ομπάμα. Ο αγρότης, η αγρότισσα, μια τσουγκράνα, ένα σπίτι σε νότιο ρυθμό. Σφιχτά ανέκφραστα χαρακτηριστικά, αγέλαστα, αυστηρό ντύσιμο, ούτε εκατοστό σώματος εκτεθειμένου πλην του προσώπου. Σαν σωματική έκφραση του φόβου της αμαρτίας. Αλλά και της αυστηρότητας της τιμωρίας. Κυριακή πάντοτε εκκλησία. Τις άλλες μέρες, δουλειά, δουλειά σκληρή, τα χέρια είναι ροζιασμένα από τίμια προτεσταντική εργασία. Και αυτά τα βλέμματα... Πίσω από την επιφανειακή και επίπλαστη αγροτική αγνότητα, υπάρχει κάτι το φοβιστικό. Μια υποβόσκουσα βία. Σαν να μυρίζεσαι ότι "θα υπάρξει αίμα". Είναι ίσως που ξέρεις ότι ο καλός αυτός χριστιανός αγρότης δεν θα διστάσει να σε "ξαπλώσει" με την καραμπίνα έτσι και πατήσεις πόδι στην ιερή ατομική του ιδιοκτησία. Ειδικά αν είσαι μαύρος... Εδώ είναι Νότος, δεν είναι παίξε-γέλασε...
(8)