Shook
Ένα σχήμα της εποχής μας. Δύσκολα μπορείς να περιγράψεις τι παίζει... Του Ηρακλή Κοκοζίδη
Οι Algiers προέρχονται από την Atlanta, την πρωτεύουσα της πολιτείας Georgia των Ηνωμένων Πολιτειών και αποτελούνται από τους Franklin James Fisher (φωνητικά, κιθάρες, rhodes πιάνο), Lee Tesche (κιθάρες), Ryan Mahan (μπάσο, πλήκτρα) και Matt Tong (τύμπανα, κρουστά και πρώην μέλος των Bloc Party). Επισήμως ιδρύθηκαν στο Λονδίνο το 2012, όπου κυκλοφόρησαν το πρώτο τους δισκάκι επτά ιντσών «Blood / Black Eunuch» στην ετικέτα Double Phantom. Το όνομά τους είναι εμπνευσμένο από την ταινία «La battaglia di Algeri» (1966) του Ιταλού σκηνοθέτη Gillo Pontecorvo, η οποία βασιζόταν στα γεγονότα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Αλγερινών εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών και είχε τη συνοδεία της υπέροχης μουσικής του αείμνηστου Ennio Morricone. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 2012 από τη θρυλική ετικέτα του ανεξάρτητου ροκ ήχου Matador. Ακολούθησαν τα «The Underside Of Power» (2017), «There Is No Year» (2020) και «Shook» (2023), επίσης στην ίδια ετικέτα.
Ο ήχος τους περιλαμβάνει ετερόκλητα μουσικά στοιχεία και είναι επηρεασμένος από ένα μουσικό καλειδοσκόπιο διαφορετικών καλλιτεχνών και ειδών. Η επιρροή των μεγάλων ερμηνευτών της soul και της παράδοσης των gospel είναι εμφανής στην ερμηνεία του Fisher, η οποία συμπληρώνεται κατά διαστήματα από έντονα punk ξεσπάσματα έως hip-hop ρίμες. Στις ενορχηστρώσεις, εκτός από τα προαναφερθέντα είδη, συναντούμε jazz, industrial και afrobeat στοιχεία, τα οποία αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους κατά έναν περίεργο και θαυμαστό τρόπο. Η θεματική των στίχων εμπνέεται από τις ταξικές ανισότητες, την κοινωνική αποξένωση, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την υγειονομική κρίση και πολλά ακόμη αρνητικά που βασανίζουν τον μέσο άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνει μία έντονη προσπάθεια αφύπνισης του κοινωνικού συνόλου, το οποίο αποδέχεται στωικά τη μοίρα του. Είναι αξιοσημείωτο, ότι πριν από δύο χρόνια συνεργάστηκαν με τους Massive Attack στο κομμάτι με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Climate Emergency» και την καθηλωτική αφήγηση της Christiana Figueres, πρώην Ειδικής Γραμματέως στα Ηνωμένα Έθνη από το 2010 έως το 2016 στα θέματα της κλιματικής αλλαγής. Οι εικόνες με τις νεκροκεφαλές και η προβολή των καυστικών στίχων στο βίντεο κλιπ, αντικατοπτρίζουν τη φιλοσοφία και την ευαισθησία των καλλιτεχνών, υπενθυμίζοντάς μας το ρητό του Bertolt Brecht ότι: «Η τέχνη δεν είναι ένας καθρέφτης στραμμένος προς την πραγματικότητα, αλλά ένα σφυρί με το οποίο της δίνεις μορφή»
Το πρώτο σημείο που θα ξενίσει στην ακρόαση, είναι ο αριθμός των δεκαεφτά μουσικών θεμάτων, τα οποία ίσα που αγγίζουν το χρονικό όριο των πενήντα λεπτών. Κάποια από αυτά είναι ολιγόλεπτες απαγγελίες από προσκεκλημένους καλλιτέχνες ή ηχογραφήσεις από διάφορες εκπομπές. Το δεύτερο αισθητό σημείο είναι η ποικιλομορφία των θεμάτων, τα περισσότερα από τα οποία δε μοιάζουν μεταξύ τους και μπορεί να προκαλέσουν αρνητικές αντιδράσεις από ακροατές που ζητούν ομοιογένεια στον ήχο. Είναι φανερό ότι απαιτείται προσεκτική ακρόαση για να μπει κάποιος στο πνεύμα του δίσκου και ν’ ανακαλύψει την ουσία του, γεγονός το οποίο είναι αδιάφορο για τον μέσο ακροατή της σημερινής εποχής. Ως ρομαντικός και υποψιασμένος ακροατής, θα μπω στον κόπο ν’ αναλύσω κάθε μουσικό θέμα ξεχωριστά και να φανερώσω κάποια κρυμμένα μυστικά, βάζοντας το βινύλιο στο πικάπ και διαβάζοντας συγχρόνως το ένθετο με τους στίχους και τις σημειώσεις.
Την πρώτη πλευρά ανοίγει το «Everybody Shatter», το οποίο ξεκινάει με φωνητικά περασμένα από vocoder εφέ και έναν electro funk ρυθμό που φέρνει στο μυαλό τον Africa Bambaataa και τους Soulsonic Force, ενώ η ερμηνεία του Fisher θυμίζει τη χροιά της φωνής του Prince, αλλά χωρίς παρεξήγηση, με πιο αρρενωπή εκφορά. Οι στίχοι έχουν αναφορές στην κουλτούρα του δρόμου της δεκαετίας του ’80 και τις φράσεις «I wanna dance» και «We shatter, it’s a sign of the times» να εμφανίζονται συχνότερα και με μεγάλη ένταση. Ένα λεπτό πριν την ολοκλήρωση, ο rapper Big Rube επιδίδεται σε μία συγκλονιστική απαγγελία, όπου ξεχωρίζει η φράση «Too many of us shook» (η καλύτερη μετάφραση για το «Shook» που βρήκα είναι «φλιπαρισμένοι»), συγκεντρώνοντας όλη την πεμπτουσία του δίσκου.
Ακολουθεί το αποκορύφωμα του δίσκου, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το «Irreversible Damage», με τον krautrock ρυθμό στην εισαγωγή ν’ ακολουθείται από ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ηλεκτρική κιθάρα και τη φράση «Time is over» στο ρεφραίν. Η εξέλιξή του, μου θύμισε τις δυναμικές στιγμές των Public Enemy, αλλά είναι το μπάσιμο που κάνει ο Zack de La Rocha των Rage Against The Machine μετά το δεύτερο λεπτό, όπου για σαράντα δευτερόλεπτα εκτοξεύει το κομμάτι στην στρατόσφαιρα με την καθηλωτική του ερμηνεία που τόσο πολύ μας έχει λείψει, ενώ το κλείσιμο γίνεται μ’ ένα επικό παίξιμο στις κιθάρες.
Το «73%», είναι το απόλυτο post-punk κομμάτι του δίσκου, με τις χαρακτηριστικές κοφτές κιθάρες που μάθαμε από τους Gang Of Four του Andy Gill (1956-2020), το στιβαρό μπάσο που χαρακτηρίζει το είδος, ένα ευφυέστατο παίξιμο στα τύμπανα και με μία ερμηνεία, που προσωπικά μου θύμισε έναν οργισμένο Phil Lynott, να τα χώνει χοντρά φτύνοντας τη φράση «You all hail ‘cause it’s getting closer».
Ο ρυθμός πέφτει απότομα με το σκοτεινό και ολιγόλεπτο «Cleanse Your Guilt Here», μέσα από το οποίο μεταδίδεται ένα ηθικό δίδαγμα κατά των συνεπειών της καταναλωτικής κοινωνίας και της βίαιης εκμετάλλευσης των ανθρώπων.
Η πρώτη πλευρά κλείνει με το επίσης χαμηλότονο «As It Resounds» και την ανατριχιαστική απαγγελία του Big Rube, μέσα από το οποίο γίνεται ένα κάλεσμα αντίδρασης εναντίον της καταπίεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεκδίκησής τους μέσω των πολιτιστικών ιδανικών.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με το «Bite Back», στο οποίο συμμετέχουν ο Billy Woods και η Backxwash με rap φωνητικά, όπου δημιουργείται στην αρχή μία υφέρπουσα ηλεκτρονική ατμόσφαιρα, ενώ σταδιακά κορυφώνεται προς το τέλος, εκφράζοντας την οργή εναντίον αυτών που καπηλεύονται τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων.
Στο «Out Of Style Tragedy», εν μέσω σκοτεινής ατμόσφαιρας και επιβλητικού λόγου που εκφέρει ο Mark Cisneros (πρώην μέλος των The Make Up και Kid Congo & The Pink Monkey Birds), γίνεται μία εστίαση σε αληθινά τραγικά γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στους κόλπους θρησκευτικών αιρέσεων ή οργανώσεων και είχαν ως κίνητρο τη σεξουαλική βία και την πνευματική καταπίεση, ενώ ταυτόχρονα στηλιτεύεται η αδυναμία ή η αδιαφορία της πολιτικής εξουσίας να αποτρέψει τα κακώς κείμενα.
Το «Comment #2», είναι ένα κριτικό σχόλιο μερικών δευτερολέπτων από κάποια εκπομπή, στο οποίο γίνεται κριτική στο σχολιασμό των «άλλων», των «διαφορετικών». Μέσα από το λόγο που εκφέρεται, δίνεται η δυνατότητα να ιδωθεί το θέμα υπό θετικό πρίσμα.
Το δίλεπτο «A Good Man» που κλείνει τη δεύτερη πλευρά, θυμίζει τις punk στιγμές του Moby, της «Animal Rights» εποχής και κάποιων συγκροτημάτων της ετικέτας Captured Tracks, κυρίως των DIIV. Είναι μία βουτιά στην αναζήτηση της προσωπικής ηθικής και της κοινωνικής δικαιοσύνης, προκαλώντας εσωτερικούς προβληματισμούς και ερωτήματα στον ακροατή για τις προκαταλήψεις που διχάζουν τους ανθρώπους.
Η τρίτη πλευρά ξεκινάει με το «I Can't Stand It!», το οποίο ακολουθεί soul και R&B μονοπάτια, συμμετέχουν η Jae Matthews των Boy Harsher και ο Samuel T. Herring των Future Islands και αποτελεί προσωπικό τραγούδι του Fisher που γράφτηκε για την απώλεια ενός ανθρώπου που αγαπούσε και κόντεψε να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία.
Το «All You See Is...», είναι ένα μονόλεπτος ηχογραφημένος λόγος που δίνει έμφαση στη σημασία της έννοιας της συγχώρεσης και τα επακόλουθα της θετικής μεταμόρφωσης που προκαλεί η πράξη αυτή.
Το «Green Iris», είναι ένα αργόσυρτο κομμάτι που ξεκινάει με ψιθύρους, jazz πιάνο, Gospel φωνητικά, σαξόφωνο και μετά από τέσσερα λεπτά αναπτύσσει ένα ηλεκτρονικό beat που επισκιάζει την ατμόσφαιρα. Η στιχουργική του ασχολείται με το φόβο του θανάτου και το αιώνιο αναπάντητο ερώτημα του τι επακολουθεί μετά.
Η τρίτη πλευρά κλείνει με το «Born», έναν μονόλογο της LaToya Kent, που δίνει έμφαση στο ρόλο της Μητέρας και στο ότι όλοι οι άνθρωποι είναι όμοιοι και ίσοι μεταξύ τους, ανεξαρτήτου χρώματος, φυλής, θρησκείας, τάξης, αφού όλοι γεννηθήκαμε από μία Μητέρα.
Η τέταρτη πλευρά ανοίγει με το «Cold World», ένα εξαιρετικό κομμάτι σε trip-hop ρυθμό, με την ερμηνεία του Fisher να ραγίζει καρδιές και τις παρεμβολές της Αιγύπτιας καλλιτέχνιδος Nadah El Shazly να δίνουν έναν ανατολίτικο τόνο, παρόμοιο με της Natacha Atlas και των αξέχαστων Transglobal Underground. Θέμα του είναι οι δυσκολίες του ανθρώπου να ζήσει σ’ έναν παγωμένο κόσμο χωρίς συναισθήματα και η ελπίδα του να σταθεί όρθιος για να τις αντιμετωπίσει.
Στο «Something Wrong», αναδύονται ηχητικοί πειραματισμοί με κυρίαρχο το dub στοιχείο, ενώ μετατρέπεται στα τελευταία λεπτά σε post-punk ξέσπασμα που συνδυάζει τη φιλοσοφία του ιδιοφυούς μουσικού Jah Wobble στο σχήμα των Public Image Limited. Καταπιάνεται μ’ ένα θέμα που απασχολεί την αμερικανική κοινωνία και όχι μόνο, εδώ και πολλά χρόνια. Την απαράδεκτη συμπεριφορά της αστυνομίας και την απροκάλυπτη βία που χρησιμοποιεί εναντίον συγκεκριμένης μερίδας ανθρώπων, οι οποίοι τυγχάνει να έχουν απλά και μόνο «μαύρο» χρώμα δέρματος, καθώς και τους ρατσιστικούς τρόπους του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Το «An Echophonic Soul», παρά τον απαισιόδοξο τόνο του για το μέλλον του πλανήτη, διά στόματος του ακτιβιστή DeForrest Brown Jr., περιέχει ένα συναισθηματικό παίξιμο στο σαξόφωνο από τον μουσικό Patrick Shiroishi και μου προκάλεσε έναν περίεργο συνειρμό μεταξύ UNKLE και Joy Division.
Η τέταρτη πλευρά και ο δίσκος, ολοκληρώνονται με το «Momentary», έναν συνδυασμό soul και gospel με τη φωνή του Lee Bains III, που τονίζει τη σημασία του να ζούμε την παρούσα στιγμή και την εκτίμηση των εμπειριών που αποκτούμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας.
Ομολογώ, ότι μετά την προσεκτική αυτή ακρόαση και ανάλυση, ανακάλυψα στιγμές που έχω ζήσει έντονα τα τελευταία χρόνια και καταστάσεις τις οποίες αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων. Οι Algiers με το «Shook», καταθέτουν το μουσικό και ιδεολογικό τους μανιφέστο, τόσο στον τρόπο που πρέπει ν’ ακούμε τη μουσική, όσο και στο τρόπο που σκεφτόμαστε. Το εξώφυλλο δε δρέπει δάφνες εικαστικής πρωτοτυπίας, αλλά πιστεύω ότι διακρίνεται από έναν κρυφό συμβολισμό, βάζοντας στη θέση του ανθρώπου και τα προβλήματά του ένα καταβεβλημένο θηρίο (λύκος ή σκύλος; δεν κατάφερα να βρω τη διαφορά) το οποίο είναι αλυσοδεμένο.
Έχουν τιμήσει τη Θεσσαλονίκη με τη ζωντανή τους παρουσία δύο φορές, στις οποίες έδωσα το παρών και το ευχαριστήθηκα. Η πρώτη ήταν στο Eightball στις 8 Φεβρουαρίου του 2019, όπου άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις και δημιούργησαν ένα μικρό πυρήνα φανατικών οπαδών, αλλά η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ δε μου άφησε περιθώρια για να γράψω κάποια λόγια. Η δεύτερη ήταν στα πλαίσια του Street Mode Festival στο Λιμάνι της πόλης το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, όπου είχα μαζί μου για πρώτη φορά σε συναυλία τον δεκατριάχρονο τότε γιο μου. Στις 6 Οκτωβρίου 2023, μία εβδομάδα πριν τα γενέθλιά μου, είναι προγραμματισμένη η επόμενη εμφάνισή τους, ευελπιστώντας ότι ο κορονοϊός δε θα μας χαλάσει τα σχέδια και θ’ απολαύσουμε ένα συγκρότημα το οποίο έχει βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το παρελθόν, παρακολουθώντας πρόσφατα βίντεο στο διαδίκτυο. Ειλικρινά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, κοπανάνε αλύπητα. Αν όλα πάνε καλά, θεωρώ ότι το Eightball θ’ αποδειχθεί πολύ μικρό για τους Algiers.