Κάτι κουρασμένα παλικάρια... ή μήπως κάτι παλικάρια που γεννήθηκαν κουρασμένα; Όσο περνάνε τα χρόνια τείνω να καταλήξω προς τη δεύτερη κρίση μου σε σχέση με τον Mark Eitzel. Ο οποίος δείχνει και ακούγεται σε διαρκή και πολυετή κρίση. Κρίση έμπνευσης, έντασης, ενέργειας και μόνιμα (ίσως από πάντα) κρίση στόχων. Μια αξεπέραστη αξιοπρέπεια που καταντάει και αυτή φορτική πλέον.
Ο Eitzel δε με έψησε ποτέ. Πάντα τον θεωρούσα βήτα. Η θρυλική "ευαισθησία" του μου φαινόταν σαν φυσική αδυναμία να αντιμετωπίσει τον κόσμο, αλλά και τον εαυτό του. Τα περισσότερα τραγούδια του ακουγόταν στ' αυτιά μου αδιέξοδα, ατελή και απεγνωσμένες προσπάθειες έκφρασης ενός ταραγμένου ψυχισμού, χωρίς να έχει κατακτήσει τα εκφραστικά μέσα που θα τις μετουσιώσουν σε τέχνη.
Τα παραπάνω τα έγραφε ο Δημήτρης Κάζης στο review της συνεργασίας του Eitzel με τον Μανώλη Φάμελλο στο Ugly American, προ τετραετίας. Και σχεδόν με είχαν εξοργίσει. Σήμερα και καθώς ο Eitzel αποκαλύπτει με ολοένα και μεγαλύτερη ειλικρίνεια τον A.O.R. εαυτό του και αποσυνδέεται από τους μεγάλους τραγουδοποιούς των οποίων θεωρήθηκε πάντοτε άξιος συνεχιστής, είμαι σχεδόν σύμφωνος με τον Κάζη (πάντως κάτι πρέπει να γίνει με δαύτον τον συνταξιούχο γραφιά, όλο "σωστός" βγαίνει, κάπου θα τον πιάσουμε...).
Καταρχήν, να ξεκαθαρίσουμε ότι κατ' ευφημισμό πρόκειται για τους American Music Club. Η rhythm section απουσιάζει σύσσωμη στο San Francisco και οι Mark και Vudi προτίμησαν να παρατήσουν τα σχέδια περί Mac Arthur Music Club και να κυκλοφορήσουν το παρόν άλμπουμ υπό το unfamous trademark των American Music Club. Δικαίωμά τους. Του Μαρκ κυρίως δηλαδή..., μιας και από τον Vudi ασφαλώς προτιμάμε τον -και στην επανασύνδεση του 2004 απόντα- Bruce Kaphan.
Πρώτα τα καλά νέα: το Decibels And Little Pills εκτός από όμορφα τιτλοφορημένο είναι στο σύνολό του ένα από τα καλύτερα τραγούδια που θα ακούσετε φέτος. Περισσότερο alternative παρά folk, λιγότερο απεγνωσμένο παρά κλειστοφοβικό και με ατμόσφαιρα στην οποία δύσκολα αντιστέκεσαι αν υπήρξες ποτέ οπαδός των A.M.C. No one here is going to save you... προειδοποιεί ο Mark όσους έχουν τη διάθεση να συνεχίσουν βαθιά μέσα στο δίσκο. Καλά νέα τέλος!
Όπου οι ηρωικοί τίτλοι του παρελθόντος πάνε περίπατο και ένα ευπρόβλεπτο guitar pop τραγουδάκι που τιτλοφορείται Windows Of The World είναι όσο "μεσήλικο" όσο το φαντάζεσαι πριν το ακούσεις. Παντού ο δίσκος είναι ελαφρύς. Συνειδητά και τεχνηέντως. Ο Eitzel δηλώνει απερίφραστα ότι δεν ήθελε ακόμη ένα σκοτεινό δίσκο. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό που ήθελε ήταν ένας δίσκος προαστίων από τον οποίο απουσιάζει κάθε υποψία ανησυχίας.
Ασφαλώς και δεν του αξίζουν τραγούδια όπως το On My Way. Εδώ παρουσιάζεται ως κουρασμένος Jonathan Richman, που αδυνατεί να γεμίσει τις ιστορίες του. Η δε μπάντα ακούγεται ένα φάντασμα όχι του παρελθόντος της, αλλά του ανταγωνιστικού παρόντος που θέλει συγκροτήματα σαν τους Band Of Horses να τα βάζουν επί της ουσίας με τον ψυχεδελικό ηλεκτρισμό και να μη "χαοτίζουν" ασύστολα σαν να δοκιμάζουν τα καινούργια τους πετάλια για τις κιθάρες.
Δύο φορές στη διάρκεια του δίσκου επανέρχεται το San Francisco, που καθώς φαίνεται θα στοιχειώνει πάντα τον Eitzel ως δημιουργό. Ποτέ όμως δεν εμφανίζεται η αύρα της κυνικής μελαγχολίας και της συγκρατημένης αισιοδοξίας που έκανε στο παρελθόν και τα πιο απλά τραγούδια του να φαντάζουν σπουδαία.
Ένα απόλυτα βαρετό άλμπουμ, με μία και μοναδική στιγμή λάμψης, του οποίου η ολοκληρωτική ανικανότητα να προκαλέσει ενδιαφέρον και συγκίνηση είναι ικανή να αποκαθηλώσει οριστικά πλέον το θρύλο του ονόματος που το ακολουθεί, ενώ δεν θα έπρεπε να το κάνει.