Drive In Hell
Από την εικόνα στον ήχο και από το ομαδικό στο ατομικό. Του Πάνου Πανότα
Είτε αφορούν στη μουσική είτε στη φωτογραφία, πάρα πολλές απ' τις πιο ενδότερες απόψεις κι ανησυχίες του Νίκου Βανδώρου δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στη βαρύνουσα συμβατικότητα. Και μάλλον δεν θα το κάνουν και ποτέ τους, υπόθεση που επαφίεται πια στο μέλλον να δείξει αν είχε την ισχυρή βάση που πιστεύουμε πως έχει σήμερα.
Υπόθεση; Όχι και τόσο. Έκβαση, κατά πως υπάρχουν ήδη μια βιωμένη ταυτότητα καθώς κι αποδεικτικές πληροφορίες χρόνων:
Αρχικά στη μακριά πορεία από το μικρόφωνο των Teenage Dolls το '83 με '85 ως την πολύ πρόσφατη μα επίσης υστερόχρονα eighties αφήγηση των Van D'Ark.
Και προχωρώντας σημαντικά πέρα απ' το ποστ πανκ κι οτιδήποτε άλλο του μοιάζει, μα και παράλληλα αυτού, στα δύο φωτογραφικά λευκώματα "Girl Next Door" και "Femme de Cine" -ο Βανδώρος φωτογραφίζει για περισσότερο από δύο δεκαετίες στην Ελλάδα, κι ευτυχώς όχι μόνον για ευπώλητα περιοδικά- όπου περιέχεται ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ματιά περί του γυναικείου γυμνού που μπορεί να εντοπίσει κανείς στην ημεδαπή.
Όλα τα παραπάνω μαζί, και το καθένα τους ξεχωριστά, έχουν τη σημασία τους εδώ, οδηγώντας μας σε αρκετά συγκεκριμένους δρόμους προσέγγισης, ανάλυσης και τελικώς κατανόησης του "Drive In Hell", του ορχηστρικού δίσκου που έδωσε πέρυσι ο Νίκος Βανδώρος, ο οποίος τυγχάνει να είναι κι ο πρώτος του υπό το σόλο ηλεκτρονικό πρότζεκτ με το όνομα Analock.
Για τον κόσμο του Analock λοιπόν, που μονάχα χρονολογικά δύναται να θεωρηθεί ως καινούργιος, το δυσδιάκριτο ενός ατελούς περιγράμματος, οι σκιές κι η υποψία πως κάτι που αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε κυκλοφορεί κάπου κοντά μας, αποτελούν τις πιο κατάλληλες αισθητικές και συγκινησιακές αφετηρίες του. Γεγονός που δεν αλλάζει ακόμη κι όταν ο χορευτικός ρυθμός (στα "Electric Theater", "Cognitive Distortion" κ.α.) δείχνει να ελέγχει το διαμορφούμενο ηχητικό τοπίο, εν δυνάμει παραπλανητικά.
Διότι σε κάθε ένα απ' τα οκτώ θέματα του "Drive In Hell" η σαφήνεια ενός σε στιγμές δυνατότερου φωτισμού δηλώνεται κι ακριβώς την ίδια στιγμή υπονομεύεται αφού καθώς φαίνεται ο ιθύνων νους δεν πιστεύει στην υψηλή αξία αυτής της σαφήνειας. Ο Analock αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη ατμόσφαιρα χωρίς να την διαφοροποιεί σε τίποτα από καθαυτή τη ματιά του Βανδώρου μέσα από το φακό. Αντιθέτως την καθιστά τόσο σύνθετη και περίπλοκη όσο εκείνην, συχνά και πιο πολύ, λες και τούτη τη φορά φωτογραφίζει με ήχους.
Το εξαιρετικότερα τρακ του άλμπουμ, που ακούνε στους δηκτικούς τίτλους "Obsession", "Wasted Vision", "Uncertain Edge", "Drive In Hell", κι απολογιστικά είναι οι στιγμές με τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, καταλήγουν υπογείως στη μοναξιά και στην αλλοτρίωση, φιλοτεχνώντας πορτρέτα περί αυτών, κι ως εκ τούτου γεννώντας στον κατά μέσο όρο πέντε με έξι λεπτών χρόνο τους νέες αγωνίες.
Το μόνικερ του Analock δεν αποτελεί μια ασφαλής εφεύρεση επομένως. Δεν θα μπορούσε να είναι τέτοια, καθότι συνιστά τελικώς κάποιο είδος alter ego εξωτερικού παρατηρητή ως προς την άγνωστη χαρμολύπη που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Κι έτσι συνακόλουθα, το "Drive In Hell" γίνεται δίσκος μετασχηματισμού. Ξεκινώντας από την προσωπική, θεληματική ενδοσκόπηση του δημιουργού του και των σκέψεων που τον ενέπνευσαν. Και κατόπιν μπαίνοντας στα πλείστα κοινά σημεία που βρίσκουμε εμείς μαζί τους.