Οι Trail Of Dead έχουν παντού μόνο φίλους. Τους κέρδισαν από νωρίς ακόμη, με τα ισοπεδωτικά live όπου, πιστοί στ' όνομα, αφήνουν πίσω τους καμένη γη και τους πολλαπλασίασαν εκθετικά με τις δύο προηγούμενες εξαιρετικές δουλειές τους. Η καρδιά των Τεξανών θορυβοποιών βρισκόταν όμως πάντα στο art-rock, συνήθως κρυμμένη καλά κάτω από τα επάλληλα στρώματα θορύβου που έστρωναν οι κιθάρες και την απολαυστική μανία τους. Μικρότερη επομένως θάπρεπε να είναι η έκπληξη από την ολοφάνερη εδώ στροφή τους, για την οποία προετοίμαζε άλλωστε και το ΕΡ που μεσολάβησε.
Και πάλι όμως, θα είναι δικαιολογημένος όποιος νομίσει ότι έβαλε λάθος δίσκο στο cd player ακούγοντας το κλασσικό πιάνο και τα βαγκνερικά χορωδιακά στην υποδοχή με τον πομπώδη τίτλο ('Ode To Isis') ή, πιο κάτω, τον -μετριασμένο- θόρυβο της κιθάρας να διακόπτεται από ιντερλούδια εγχόρδων, σαξόφωνα και παιδικές φωνούλες, ανάμεσα σε σχεδόν επικές ενορχηστρώσεις. Οι ToD όμως επέδειξαν πάντα πλήρη αδιαφορία για τους κανόνες παραμένοντας ανορθόδοξοι κι αταξινόμητοι, ποιότητες οπωσδήποτε απαραίτητες για την μεγαλόσχημη όσο και γενναία αυτή (μετα)κίνηση στην τέταρτη δουλειά τους, απομένει λοιπόν το ερώτημα για το τελικό αποτέλεσμα.
Κάποιοι θα σπεύσουν βέβαια να υποδείξουν τους παραλληλισμούς με τα έπη των Smashing Pumpkins, ενώ κι η πρόσφατη prog αναβίωση έχει αρκετούς οπαδούς και οι ToD, διαβασμένοι όπως δηλώνουν στην θεωρία της μουσικής και λάτρεις του κλασσικού rock, οπωσδήποτε στον τομέα αυτό τα καταφέρνουν εδώ καλύτερα απ' όσους σύγχρονους αναμασούν τις '70's prog αερολογίες καθώς παραμένουν αρκετά προσγειωμένοι. Όσο όμως κι αν ξενίζουν οι υπερβολές αυτές, είναι μόνο -άστοχα- στολίδια και αντιπερισπασμός για την απόπειρα των ToD να μετακινηθούν από τον Sonic Youth-ικό νιχιλισμό στην indie (και επομένως πιο προσιτή) τραγουδοποιϊα, εγχείρημα που τους βρίσκει σε ανοίκεια νερά χωρίς όμως να τους εμποδίζει να δώσουν μερικά αξιοπρόσεκτα δείγματα.
Υπάρχουν λοιπόν τα 'The Rest Will Follow' και 'Let It Dive', μεγαλοπρεπής indie pop με ανθεμικά chorus που γνέφει προς τους Guided By Voices ή το έντονο -παρά την δραματική υπερβολή- 'The Best', ενώ και το 'A Classic Arts Showcase' θ' ακουγόταν λιγότερο ανούσιο χωρίς τα τελευταία δυόμισυ λεπτά του. Υπάρχει ακόμη το ομώνυμο όπου η φωτεινή pop και τα παιδικά γέλια αντιπαραβάλλονται στην πικρία των ToD καθώς σχολιάζουν με ζοφερό τρόπο την σημερινή κατάληξη της χώρας τους (έχει γίνει σχεδόν υποχρεωτικό πλέον για κάθε αμερικανό). Υπάρχουν όμως και τραγούδια ασήμαντα όπως το 'The Summer Of '91', το Pink Floyd-ικό 'All White' ή το 'The Lost City Of Refuge', ενώ το λυρικό instrumental 'To Russia My Homeland' θα στεκόταν καλύτερα κάπου αλλού. Στο 'Caterwaul' ο όγκος αντικαθιστά την κιθαριστική μανία, ξεχωρίζει όμως οπωσδήποτε σαν το κοντινότερο στον γνώριμο ήχο των ToD, ο οποίος εμφανίζεται τελικά μόνο στα δύο bonus tracks ('Mach Schau' και 'All Saints Day') απ' το προηγούμενο ΕΡ, τοποθετημένα ίσως για την αποκατάσταση κάποιας ισορροπίας.
Ανάμικτη τελικά η συνολική εικόνα, αισθητά απομακρυσμένη όμως από τους ToD που γνωρίζαμε, θρυμματισμένα δείγματα των οποίων μπορούμε ακόμη να βρούμε σκόρπια μέσα στο 'Worlds Apart'. Ίσως η αποχώρηση του Neil Busch (μπάσο) ανέτρεψε κάποιες ισορροπίες ή, το πιθανότερο, οι ToD βρέθηκαν τελικά αντιμέτωποι με το κόστος των υπερβολών τους (όπως υποστηρίζουν μερικοί κυνικοί), οι νέες διαδρομές τους όμως συνοψίζονται στους αυτοπεριγραφικούς όπως φαίνεται στίχους που ανοίγουν το 'Will You Smile Again?' ("close the door and drift away into a sea of uncertainty"). Αβεβαιότητα λοιπόν και, οι φίλοι τους θα είναι μάλλον διατεθειμένοι να τους δώσουν μία ακόμη ευκαιρία, οπωσδήποτε όμως τα περιθώρια των ToD στενεύουν εφεξής σημαντικά. (6,5)
Γιάννης Παπαϊωάννου
"ΑΑΑΑΑAAA!!!!!!
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΜΕ ΕΝΑ ΤΕΡΑΣ!!!"
Αυτή ήταν η αντίδραση του αγαπητού Neil Busch, μπασίστα των Trail of Dead (ο οποίος αμέσως μετά το τέλος της ηχογράφησης αποχώρησε από το group για λόγους υγείας - και εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα, αν έπρεπε να ξαναγυρίσω τον κόσμο παρέα με τον Conrad Keely και τον Jason Reece) όταν άκουσε στο studio τo αποτέλεσμα των ηχογραφήσεων που σκάρωσαν οι Τεξανοί μέσω Χαβάης, μέλη της πιο εκρηκτικής live μπάντας που έχουν δει τα ματάκια μου. Και δεν το λέω στον αέρα αυτό, την αντίδραση του Neil εννοώ, υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία! (βλέπε το dvd που συνοδεύει την limited edition έκδοση του "Worlds Apart")
Ακολουθούν δύο τρομακτικές διαπιστώσεις, οι οποίες δικαιώνουν την κραυγή απελπισίας του Neil:
1. Οι Trail of Dead την είδαν prog!
2. Ο Conrad Keely νομίζει ότι μπορεί να τραγουδήσει!
Παρακαλώ! Οι κραυγές πανικού να παύσουν, ειδάλλως θα αναγκαστώ να αδειάσω την αίθουσα!
Οι Trail of Dead λοιπόν, οι μικροί δαίμονες του σπαρακτικού και καταστροφικού "Source Tags & Codes" δεν μένουν πια εδώ. Ή καλύτερα, ας πούμε ότι προσωρινά μετακόμισαν για να γνωρίσουν άλλες περιοχές, πιο "βαρετές" κατά κύριο λόγο και ελπίζουμε να γυρίσουν πίσω σύντομα (για να είμαι ειλικρινής, αμφιβάλλω).
Προτού συνεχίσουμε ας ομολογήσω ότι η αρνητικότητά μου έναντι του "Worlds Apart", ύστερα από ένα μήνα και κάτι ψηλά συνεχών ακροάσεων, ίσως και να προέρχεται και από τις μεγάλες προσδοκίες που είχα καλλιεργήσει για αυτό το δισκάκι. Ας μην γελιόμαστε. Πρόκειται για το επόμενο βήμα μίας μπάντας που εκεί στις αρχές του 2002 κυκλοφόρησε έναν από τους συγκλονιστικότερους rock οδοστρωτήρες των τελευταίων δύο δεκαετιών. Το "Source Tags & Codes" ήταν (και είναι) ένας τυφώνας που σάρωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Κιθαριστικής Κοινοτυπίας, ένα αυθαδέστατο κωλοδάκτυλο από τέσσερις αλητήριους στα μούτρα μας και μία ωδή για τις ένδοξες εκείνες μέρες που ήμασταν αγρίμια. Ήταν μία φυσική συνέχεια, ένα αποκορύφωμα από ότι φαίνεται, μίας πορείας που άρχισε ουσιαστικά να διαγράφεται από εκείνο το αλησμόνητο "Mistakes & Regrets EP", που προηγήθηκε του "Madonna", για λογαριασμό τότε της Merge.
Το "Source Tags & Codes", ακόμα και 3 χρόνια, μετά και πάμπολλες ακροάσεις, παραμένει μία πραγματική περιπέτεια στα βάθη της rock ψυχής. Το "Worlds Apart" από την άλλη μοιάζει με μία ανούσια βόλτα σε ένα πάρκο. Συναντάμε βέβαια δύο τρεις φίλους που μας θυμίζουν παλιές καλές στιγμές, αλλά κατά τα άλλα... ανία έως και ενόχληση.
Και όμως, στην αρχή του album "ψαρώνεις"! Πρώτα, το Βαγκνερικών διαστάσεων εισαγωγικό "Ode To Isis" με το απόκοσμο πιάνο και το χορωδιακό κομμάτι και τα βιολιά, το οποίο διακόπτεται πάνω στην απογείωση από μία γυναικεία φωνή που ανακοινώνει το όνομα του group, αλλά και η εκρηκτική έναρξη του "Will You Smile Again?" σε κάνει να χαμογελάς σαν αρχιμανδρίτης αμολημένος μέσα σε μοναστήρι γεμάτο με 19χρονα τεκνά ασκητές-μοναχούς. Όταν όμως ο στακάτος δαιμονιώδης ρυθμός και τα θορυβώδη κυκλικά κιθαριστικά ριφάκια του κόβουν ταχύτητα για να μείνει σχεδόν γυμνή η φωνή του Conrad Keely, είναι σαν να εμφανίστηκαν οι κάμερες του Καρατζαφέρη και του Μάκη μέσα στη μονή.
Εντάξει, κουτσά στραβά μέσα στον μελοδραματισμό του, το "Will You Smile Again?" σώζεται κουτσά στραβά αφού ξανανεβάζει ταχύτητα. To ομότιτλο τραγούδι του album όμως δεν σώζεται με τίποτα. Κάποια παιδάκια γελάνε (;) ο Conrad τους λέει να πάνε να γαμηθούνε (;;;) και το "Worlds Apart", το πρώτο single του δίσκου (εδώ βάλε όσα ερωτηματικά θέλεις) ξεκινάει, για να τελειώσει με κάτι φωνές από γλάρους, πουλάκια, κότες και κουκουβάγιες, για να μείνουμε με την απορία πώς είναι δυνατόν να πάρουμε σοβαρά τον Conrad όταν τα χώνει στο MTV και τις σταρλετίτσες του με το πιο απλό, κακό και κομμένο και ραμμένο για prime time MTV zone τραγούδι που έχει ηχογραφήσει, αν αφαιρέσουμε τους ήχους του ζωικού βασιλείου.
To πιο κακό; Σημειώστε λάθος! Το χειρότερο από όλα ακολουθεί! Το μπαλαντοειδές "The Summer of '91" θα μπορούσε να ήταν b-side του... Bryan Adams (ok, υπερβολή) και τα φωνητικά του Keely... άλλο πράγμα!
Το "The Rest Will Follow", παρά τα εφέ από φωνές δελφινιών στο βάθος, είναι από τα τραγούδια που διασώζονται, όπως και το εξαιρετικό "Caterwaul". Εξαιρετικό αν σας αρέσουν οι Smashing Pumpkins της εποχής του "Siamese Dream" βέβαια, γιατί περί αυτού πρόκειται.
Στο "Classic Arts Showcase" χάνουμε την μπάλα λιγάκι διότι εκεί που πάει καλά το πράγμα, πέφτει ο ρυθμός ξεκινάνε κάτι Χριστουγεννιάτικα καμπανάκια, κάτι Genesis drum σόλα πάνω σε χορωδιακά ουουουουααααααα οπότε κάπου εκεί πατάμε skip.
Το "Let It Dive" είναι συμπαθές αλλά ανούσιο, ενώ το ιντερλούδιο "To Russia My Homeland" με την θείτσα από την μαμά Ρωσία να το εισαγάγει, είναι ένα παραπλανητικό βαλσάκι για να μας μεταφέρει σε μία ακόμα ανούσια στιγμή, το Πινκφλοϋδικομπητλικό παραπέταμα που είναι το "All White".
Όσο για τα δύο καινούργια τελευταία τραγούδια "The Best" και "The Lost City Of Refuge"; Ας πούμε απλά ότι αμφιβάλλω αν θα τα ξανακούσω.
Ωραία.... Και τι μας μένει;
Στην limited edition που έχω στα χέρια μου δύο ζωντανές εκτελέσεις των παλαιότερων "Aged Dolls" και "Richer Scale Madness. Στην κανονική έκδοση, τίποτα. Μόνο η απορία, για το τι μπορεί να πήγε τόσο στραβά.
Βαθμολογία η παρακάτω, με πάρα πολύ επιείκεια, λόγω πρότερου αριστουργηματικού βίου και εξαιρετικού artwork. Μισώ τις απογοητεύσεις. (5)
Ηλίας Πυκνάδας