Anicca
Μετά το tribute του τρομπετίστα στους Pink Floyd, ένα cd με δικό του υλικό. Του Πάνου Πανότα
Ανήκεις σε όσους ασχολήθηκαν αρκετά το '08 με την κλασικοτροπία επί της σύγχρονης τζαζ που σου έφερε στα αφτιά το "Perfume Garden" του Poly Quartet; Να 'χεις υπόψη σου τότες πως αυτό δεν είναι από μόνο του ικανό για να σε φτάσει σήμερα στο "Anicca". Χρειάζεται επιπρόσθετα να εμβαθύνεις και στο προ διετίας "Heart Of The Sun: The Music Of Pink Floyd". Άλλωστε, από τη σύλληψή του εκείνος ο δίσκος υπήρξε πολύ ιδιαίτερος κι εξακολουθεί να συνιστά ως κόνσεπτ μια πρόκληση για τη μοντέρνα συνείδηση που αγγίζει μέχρι και τα όρια του σκανδάλου. Επίσης, ήταν το άλμπουμ που πέρασε τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο σε ήχο πιο ηλεκτρικό κι άλλης δομής.
Τα πινκφλοϊδικά στοιχεία διατηρούνται σχεδόν αυτούσια και στο φετινό "Anicca", κάτι που δεν λέγεται εν προκειμένω ως λεπτομέρεια μα ως ουσία. Βασικός εκφραστής και δότης αυτών γίνεται ο Κωστής Χριστοδούλου στα Rhodes και σινθεσάιζερ, ο οποίος συμμετείχε και στο εγχείρημα-πρότζεκτ του Πολυζωγόπουλου πάνω στους Pink Floyd που ήδη αναφέραμε.
Ωστόσο, από εκεί και πέρα κρίνονται ως καταλυτικές προς την κατεύθυνση ενός τζαζ ροκ φιούζιον υψηλού αποτελέσματος οι επιδόσεις της ρυθμικής βάσης των Άλεξ Δράκου Κτιστάκη στα ντραμς και του γνωστού μας από τους Mode Plagal Αντώνη Μαράτου στο μπάσο, αλλά και του Ανδρέα Χουρδάκη στην κιθάρα, ο οποίος μας άφησε θετικές εντυπώσεις στους σόλο δίσκους του Magnus Ostrom (των E.S.T.) όπου και συμμετείχε, όπως παρόμοιες αφήνει και στο "Anicca", κι αποσαφηνιστικά και του ίδιου του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου, που συν τοις άλλοις υπογράφει και το σύνολο των οκτώ συνθέσεων, σε τρομπέτα, φλικόρνο, καλίμπα και διάφορα εφέ.
Απαιτείται να εκτεθείς ιδίως στο εξαιρετικό ομότιτλο τρακ και στα "Σε Νοσταλγώ", "Pont Luis Blanc" και "Barbas" για να αντιληφθείς ότι πιθανόν να μην μπόρεσαν οι λέξεις της προηγούμενης παραγράφου να σου μεταφέρουν ακριβώς τη βαθιά χημεία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους πέντε εμπλεκόμενους μουσικούς κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Οι κύριες μελωδίες συνοδεύονται από κάθετες αρμονικές υποστηρίξεις, ατμόσφαιρα, συμπλοκή, ανταλλαγές και δυναμογόνες συγκινήσεις όπως είχαμε καιρό να ακούσουμε σε εγχώριο τζαζ δίσκο. Και τούτο ανεξάρτητα αν κάποια απ' τα υπόλοιπα κομμάτια του cd είναι πιο τυπικά ή ακόμη και προβλέψιμα.
Να γνωρίζεις, προτού αφήσεις τον εαυτό σου στο εν λόγω, παραλίγο ωριαίο, άλμπουμ πως καθώς θα κινηθείς στη διάρκειά του θα συναντήσεις και τον Paolo Fresu (σου συμβαίνει και με κάθε δίσκο του Πολυζωγόπουλου έτσι κι αλλιώς), τον Ennio Morricone, τον Miles Davis, τον Jon Hassell, αλλά αναπάντεχα και τους Mahavishnu Orchestra, καθώς και κάποιο κονσέρτο για τζαζ-ροκ ορχήστρα του μακρινού παρελθόντος.
Συνεπώς από το "Anicca" και στο εξής μπορούμε να πούμε πως η τζαζ, μα κι η ευρύτερη, γραφή του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου άρχισε να μετατρέπεται σε κατακτητική. Η μουσική εξάλλου, δεν θα πάψει ποτέ της, όπως κι αν τη δούμε, να είναι, ή να καταλήγει να είναι, ανθρωποκεντρική. Και τούτο ακούσια περνάει και στην κειμενογραφία που την αφορά.
Από τους μουσικοσυνθέτες της νεότερης ελληνικής γενιάς, λοιπόν, λίγοι ήταν αυτοί που έκαναν μέσα σε επτά χρόνια τα βήματα εξέλιξης κι ωριμότητας του Πολυζωγόπουλου. Το δικαιούται επομένως να πανηγυρίζει με κοροϊδευτικό, αντιτιθέμενο, πείσμα ενάντια σε κάθε ρεύμα εμπορικότητας, τσαρτ, χάιπ ή όποιων άλλων ποσοτικών μετρήσεων κι όρων έχουμε εφεύρει για να μιλούμε για μουσική χωρίς να λέμε τίποτα. Διότι κάπου μεταξύ Αθηνών και Παρισιού όπου ζει, ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος βρήκε τον τρόπο να πει με οικονομία πάρα πολλά και να κάνει τη βαθιά ανθρώπινη προσωρινότητα έμπνευση.