... with The DMF String Quintet feat. Nina Kinert & Staffan Johansson, γιατί σπανίως μια καλοδοσμένη συναυλία δεν έχει και τους κρυφούς της, τους άλλους συντελεστές.
Στις μέρες μας ουδέν κρυφό στοιχείο ταυτότητας κάτω από τους ήλιους του MySpace και της Wikipedia. Ούτε καν για μια κυρία. Η Ane Brun (Brunvoll άνευ καλλιτεχνικού πειράγματος-συντόμευσης), λοιπόν, είναι μια κλασική σκανδιναβική φυσιογνωμία, ξανθομάλλα βεβαίως, 31 χρονών με καταγωγή από το Molde της Νορβηγίας. Αν και σε σχέση με άλλες συναδέλφους της του χώρου -που διατυμπανίζουν προς πάντες ότι ξεκίνησαν να τραγουδούν από τα 3, να παίζουν κιθάρα από τα 4 και να συνθέτουν από τα 6- η Brun μπήκε σε αυτόν όντας με πατημένα τα 20, ωστόσο έκτοτε δεν σταμάτησε να γράφει (και να διασκευάζει) και να ερμηνεύει τραγούδια. Πρόκειται για κανονικότατα, φυσιολογικά τρακ, όπως έχει στο νου του και αντιλαμβάνεται ο καθένας την απλούστερη σημασία της ποπ μπαλάντας. Με τις επιρροές της, δε, μονίμως να τσαλαβουτούν μεταξύ υπερατλαντικών και δυτικοευρωπαϊκών, ή και συνδυαστικών των δύο, αναφορών, όπως κι ο τρόπος που τραγουδά, η χροιά και οι χρωματισμοί που βγαίνουν απ' τη φωνή της. Η Brun σου μαγκώνει αμέσως το αφτί επειδή ακριβώς μιλάει για απτά νοήματα που φτάνουν και αφορούν τους περισσότερους, διότι αποτυπώνει στη μουσική της τις σκέψεις του μέσου ανθρώπου που είναι εντέλει κι οι προσωπικές της.
Το "A Temporary Dive" άλμπουμ του 2005 είχε τα στοιχεία για να την βγάλει ευθύς στον απανταχού μουσικόφιλο κόσμο. Απέτυχε οριακά, έστω κι αν δύο χρόνια μετά αποκτά από στόμα σε στόμα συνεχώς νέους φίλους. Από εκεί θα μπορούσαν να ξεκινήσουν όλα, ακόμα και το παρόν κείμενο. Εκτός όμως από τους Ιάπωνες (τους ξεφεύγει τίποτα τελικά;) που έβγαλαν μέχρι και limited έκδοση, ελάχιστοι από τους υπόλοιπους πήραν πρέφα το τι παιζόταν με την περίπτωση της Ane Brun, με πιο ψυλλιασμένους τους Ευρωπαίους λόγω εγγύτητας.
Ύστερα ήρθε η περσινή της συνεργασία με τους Koop ερμηνεύοντας το "Koop Island Blues" για το υποτιμημένο "Koop Island" των τελευταίων. Τι κατάφερε με όλα αυτά; Ίσα να περάσει τα σύνορα της γειτονικής Σουηδίας, κάτι που έτσι κι αλλιώς έκανε αφού από το 2000 κατοικοεδρεύει στη Στοκχόλμη (έδρα και του συνοδευτικού της κουιντέτου εδώ), σε μια τουρνέ που κατέληξε στο προκείμενο "Live In Scandinavia". Εκτιμώ εντούτοις ότι με τη θετική δυναμική που βγαίνει στο παρόν αποτέλεσμα συνολικά, ό,τι δεν μπόρεσε να γίνει με τα στούντιο άλμπουμ της, δεν είναι απίθανο να συμβεί από το δύσκολο δρόμο αυτού του club-άτου λάιβ των εγχόρδων, των κιθάρων, των σίγουρων, ώριμων φωνητικών, της σαφούς προσωπικής τοποθέτησης και των λιτών ενορχηστρώσεων. Μιας γενικώς νοούμενης επιτυχούς συνταγής για κονσέρτα σε μικρούς χώρους που είναι να τα συζητάς. Και ο επόμενος δίσκος της που ξεκινάει να ηχογραφηθεί με τον έμπειρο ισλανδό παραγωγό Valgeir Sigurdsson (Bj?rk, Will Oldham, Howie B, CocoRosie) φαίνεται πως θα κάνει τον γύρο της υφηλίου ευκολότερα και ταχύτερα. Εφεξής όλα όσα την (και μας) αφορούν κινούνται στο ξέφωτο.
Πάρτε για παράδειγμα τα "To Let Myself Go", "This Voice", "My Lover Will Go". Σπουδαία τραγούδια ήταν ήδη, εδώ όμως παίρνουν τις σπάνιες ροπές των συγκλονιστικών. Λεπτές, δυσκολ-απόχτητες, σπανιο-κατακτημένες ισορροπίες που αφήνουν στο πέρασμά τους την καθαρή διαφορά. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που κάποιος καλλιτέχνης ή συγκρότημα βρήκε το πώς να προσδώσει τις υπερβατικές προεκτάσεις στη συναυλιακή μεταφορά κι απόδοση του στουντιακού υλικού του. Σπανίζουν εύλογα τέτοιες επιτυχίες.
Στιλ και αισθητική, όταν μιλάμε για μπαλάντες βεβαίως, δεν είναι σε όλα ρόδινα. Αντιθέτως, είναι πολλάκις επισημασμένα ως επικίνδυνα και τα ολισθήματα προς την κοινοτοπία και τη γραφικότητα ούτε λείπουν, ούτε είναι λίγα. Επόμενο ήταν να υπάρχουν κι εδώ. Σε βαθμό που κραυγάζει να τονίσω, αφού για αυτούς ειδικά τους λόγους που μόλις προανέφερα ο δίσκος από τη μέση και μετά κάνει ένα παρατεταμένο κάθισμα που μειώνει σαφώς το ενδιαφέρον. Όπως και να το κάνουμε, η εποχή του θριάμβου του ακουστικού ήχου όταν ένα άλμπουμ αγγίζει τα 73', δεν μπορεί να είναι το 2007. Οι αναλαμπές με τις διασκευές των "The Dancer" (PJ Harvey) και "Laid In Earth" (Henry Purcell, επονομαζόμενος και μπαλανταδόρος της μπαρόκ), αρκούν για να αποσοβήσουν τα χειρότερα και να παγιώσουν έναν αξιοπρεπέστατο βαθμό. Συνολικά, λοιπόν, σχεδόν...