Petrol
Ένας angeleno επιχειρεί να υμνήσει βουβά ιδιαιτερότητες της πόλης του. Του Άρη Καραμπεάζη
Δεχόμενος αρκετή δόση ειρωνείας όταν προσπαθώ να εξηγήσω πως και γιατί το Los Angeles μου άρεσε περισσότερο από τη Νέα Υόρκη (στις 5-6 ημέρες που πρόλαβα να... ζήσω σε κάθε πόλη), επειδή ακριβώς είναι μια πόλη στην οποία είσαι ένα τίποτα αν δεν έχεις αυτοκίνητο, υποδέχτηκα με την πρέπουσα ανακούφιση χρηστικότητας το νέο (τρίτο "κανονικής διάρκειας" αν μετράμε σωστά) άλμπουμ του ντόπιου μουσικού και παραγωγού, Brian Allen Simon, επιλέγοντας με δόλο να πιστέψω ότι ακόμη περισσότερο και από τα freeways, εδώ εξυμνούνται και τοποθετούνται στη θέση που τους αξίζει τα ατέλειωτα οχήματα που κινούνται επ' αυτών, και που άλλωστε ευθύνονται εδώ που τα λέμε για τον περιβόητο "ήχο της πόλης".
Κάτω από τον δ.τ. του project Anenon, ο Simon, εδώ και αρκετά πλέον χρόνια, πηγαίνει αρκετά βήματα πιο κάτω την υπόθεση 'συναρπαστική μουσική από μη συναρπαστικούς ανθρώπους', δηλαδή από ανθρώπους που απομακρύνονται ακόμη περισσότερο και από ότι ο Richard James (ως Aphex Twin) από την έννοια του ροκ σταρ, που κατά πως πάμε θα μας αφήσει χρόνους για τα καλά (ή θα επιστρέψει και θα μας καταπλακώσει μια καλή). Δουλεύει εξαντλητικά πάνω στις ιδέες του, συνεργάζεται με ισάξιους του μουσικούς για την ουσιαστική πρόοδο τους, μέχρι να χρειαστεί να μείνει μόνος του για το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο και φροντίζει να διατηρεί σε διαρκή ρευστότητα και αντίδραση με τους τελικούς αποδέκτες του.
'Χτισμένο' και ηχογραφημένο σε διάφορες και διαφορετικές μεταξύ τους φάσεις, το Petrol ξεκίνησε από sessions αυτοσχεδιασμού "αληθινών" μουσικών (δώστε στην αλήθεια, όποια έννοια εσείς θέλετε), πέρασε από την ερμητικά προσωπική επεξεργασία του Simon και στην πορεία δεν ξέφυγε και από μακροπερίοδες 'εγκαταστάσεις τέχνης', στην πόλη που ενέπνευσε την δημιουργία του.
Όλα αυτά τα περίεργα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι αυτή τη φορά το "σύστημα Anenon" κατέληξε σε ένα μάλλον δυσπρόσιτο, ίσως και ακαδημαϊκό, άλμπουμ προχωρημένης αυτοσχεδιαστικής και ηλεκτρονικής μουσικής. Καθώς απομακρύνεται από την χορευτική επίφαση του προηγούμενου δίσκου (Sagrada, 2014), εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος να απομακρύνει τελικά και τους ακροατές εκείνους, που από καιρό έχουν αποφασίσει ότι ο όρος intelligent είναι ότι πιο ηλίθιο έχει συμβεί στο οποιοδήποτε μουσικό υπό-είδος. Ασφαλώς και δεν συνέβη κάτι τέτοιο όμως και αυτό "ακούγεται" από την πρώτη μόλις ακρόαση, χωρίς να χρειάζεται να θυσιάσει κανείς άπειρες ώρες, για να του αποκαλυφθεί επιτέλους η ακριβοθώρητη αλήθεια, όπως λέγεται συχνά- πυκνά για διάφορους (και μάλλον αδιάφορους τελικά) δίσκους, που παίζουν με τις εκάστοτε αντοχές μας.
Η τελική αίσθηση ως προς το Petrol είναι ότι τελικά όντως συνέβη αυτό που έπρεπε και επιδιώχθηκε εξ αρχής να συμβεί, δηλαδή το να "καταπιεί" και να απορροφήσει το Los Angeles τον δίσκο και όχι ο δίσκος το Los Angeles. Η εικόνα που έχει ο καθένας για αυτή την μάλλον ανάδελφη πόλη, είτε μέσα από ταινίες, αλλά και προηγούμενες προσπάθειες ηχητικής αντανάκλασης της, είτε επειδή έτυχε να την επισκεφτεί για λίγες ώρες ή ημέρες, επιβεβαιώνεται και σχεδόν επιβραβεύεται ως προς την αισθητική της και στις εννέα συνθέσεις του Petrol. Αποκορύφωμα της προσπάθειας η ομώνυμη του δίσκου σύνθεση, στα τελικά εφτά λεπτά της οποίας, τεχνικές και μέθοδοι γίνονται επιτέλους ένα, και η επιλογή της ανεβασμένης ταχύτητας συντελεί αποφασιστικά στο να ταυτιστεί η μουσική με τον σφυγμό της πόλης, χωρίς να περιορίζεται σε ένα απλό παρακολούθημα της.
Στις περισσότερες στιγμές του δίσκου, και δη στις χαμηλότονες, το Petrol υπενθυμίζει με έξυπνα σαρκαστικό τρόπο ότι το Los Angeles είναι μία πόλη που ανήκει σε μεγάλο βαθμό στη δεκαετία του '80, καθώς όλες οι "αναμνήσεις" που διατηρούμε από εκείνη την περίοδο, είτε επιβεβαιώθηκαν, είτε διαψεύστηκαν στο πέρασμα του πραγματικού μέλλοντος, διατηρούν πάντοτε την πολυπόθητη φουτουριστική νοσταλγία, βάσει της οποίας κινούνται πλέον τα πράγματα και στη μουσική. Το ότι μία από τις βασικές ιδιότητες του κυρίως υπεύθυνου για όλα αυτά είναι αυτή του σαξοφωνίστα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ως προς αυτό, καθώς το σαξόφωνο και η θέση του σε όλη την εκτός jazz σύγχρονη μουσική, αποτελεί πάντοτε μια ιδιάζουσα υπόθεση, την οποία με τα χρόνια έχουμε μάθει να επικροτούμε ακόμη και στις πιο πλαστικές της εκφάνσεις.
Αυτό ακριβώς άλλωστε είναι που τονίζεται με εξαιρετικά θολή έμφαση και στο πολύ όμορφο εξώφυλλο του δίσκου, που σε προετοιμάζει για κάτι ανάμεσα σε αφαιρετικό no wave και πλαστικά πνευστά της δεκαετίας του '80, χωρίς σε κάποια από τις δύο περιπτώσεις να έχεις πέσει ακριβώς μέσα ή ακριβώς έξω στην πρόβλεψη σου. Το ότι σε ορισμένες στιγμές του δίσκου πίστεψες ότι θα εμφανιστεί στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο η φωνή της Sade, πάντως, ίσως τελικά να μην ήταν και μία τόσο άστοχη προσδοκία.