Anima Triste
Ελληνικής προέλευσης και σύγχρονης ματιάς μετα - γοτθική τραγουδοποιία αξιώσεων. Του Πάνου Πανότα
Δεν μας παρουσιάζονται συχνά σήμερα ποστ-πανκ/νταρκ γουέιβ δίσκοι που να απεικονίζουν υπό κάποια έστω μικρή αλλαγή τον τρόπο με τον οποίο συνήθως κοιτάζουμε το παρελθόν. Κάπως έτσι όμως συμβαίνει εδώ. Οι Anima Triste, αθηναϊκό κουαρτέτο με ζωή μόλις απ’ το ’14, στήνουν αναίσχυντα στο ντεμπούτο τους έναν σκοτεινό θάλαμο, μία camera obscura, που εντός της ενεργοποιούνται σαν σε χορωδία μνήμες, διαθέσεις κι επιθυμίες. Και το άλμπουμ τους ανάγεται στην σπουδαιότερη πρόσφατη κατάθεση αναφορικά με το τι σημαίνει οδηγώ ασφαλώς στην ενστικτώδη, μα και κάπως θολωμένη σκηνογραφικά, νοσταλγία.
Δεν δείχνει δηλαδή ουσιαστικές επιρροές το “Anima Triste”; Ρωτάτε; Το κάνει καταφανέστατα. Αν και δεν περιέχει καμία απ’ τις διασκευές που παίζει το γκρουπ στις συναυλίες του (σε Joy Division και Λευκή Συμφωνία λ.χ.), σε ένα υποτιθέμενο “Invisible Jukebox” θα ψελλίσεις με περισσή σιγουριά τους Joy Division ακούγοντας τα μπασο-τύμπανα στο πρώτο κουπλέ του “When Nightmares Are Most Alive” ή το όνομα του Θάνου Ανεστόπουλου στους λίγους ελληνικούς στίχους του “The Last Days Of Our Youth” ή τους πρώιμους The Cult φτάνοντας ήδη στα μισά του πρώτου λεπτού του “You Don’t Belong To The Stars”, και θα ’χεις να λες ότι δικαιώθηκες για τις σωστές υποσημειώσεις σου.
Ωστόσο η γενικότερη στάση των Anima Triste κινείται στο όριο, ίσως και λίγο πιο πέρα, των όποιων επιρροών. Καθότι μοιάζουν να ενσαρκώνουν το σύγχρονο ιδεότυπο των αντίστοιχων γκρουπ του ’80 με βασικό σκοπό την αισθητικά εκ νέου κεφαλαιοποίησή τους. Κάθε μονάδα χρόνου στα εξαιρετικά “Idiocracy”, “Believe In Nothing”, “Misery”, στα “You Don’t Belong To The Stars” και “The Last Days Of Our Youth” που προαναφέραμε κι ασφαλώς στην αυλαία του “Anima Triste”, αποκτά ιδιαίτερο νόημα. Γεγονός που θα πρέπει να χρεωθεί συλλογικά στο συγκρότημα, σε καθένα απ’ τα τέσσερα μέλη του ξεχωριστά, μα και στην ευθεία κι άμεση παραγωγή που έκανε ο Πάνος Τσεκούρας (των Mani Deum) πάνω στις λάιβ ηχογραφήσεις που πήρε απ’ το The New Fab Liquid.
Ο Γρηγόρης Δημόπουλος φερειπείν δεν αποφεύγει να διακινδυνεύσει στις κιθάρες μερικά άλλα, ας τα πούμε πιο ροκ, λειτουργικά χαρακτηριστικά, αποκαθιστώντας έμμεσα το παραγκωνισμένο έργο που υπέγραψαν πολλά χρόνια πριν οι Brian James, Billy Duffy, Steve Green κ.ά. Στα καλύτερα απ’ τα κομμάτια των Anima Triste, οι κιθάρες δίνουν εκείνες τις απλές μα αρκούντως διορατικές ιδέες που τελικώς θα εντυπωσιάσουν. Για το αληθές, φτάνει μόνο να χαρτογραφήσετε προσεχτικά τα δέκα τραγούδια του δίσκου.
Επίσης, κάθε ερμηνευτής που σκοπεύει στην υπέρβαση ξέρει πάντα το πού θα καταλήξει αλλά ποτέ πώς. Περισσότερο από τον οποιοδήποτε το ξέρει ένας πανκ. Κι ο Κωνσταντίνος Μπατής γίνεται ανατρεπτικός, ή κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει, μέσω μιας ιδιαίτερης κι ενίοτε ευέλικτης θεατρικότητας –κι αυτό είναι το καθοριστικό– ώστε ανάγεται στον κύριο, περιγραμματικό εκφραστή σχεδόν σ’ όλα τα τρακ του cd, με την έννοια του ειδικού προσόντος.
Οι στίχοι έχουν πολύ ορθώς τυπωθεί στο εσώφυλλο του digipak, ακόμη μια σοβαρή ένδειξη πως οι Anima Triste προσπάθησαν εν προκειμένω να μας πουν και κάτι παραπάνω. Π.χ. τον μέχρι παρεξηγήσεως αναθεωρητισμό του “Absent mind, death with Joy Division…”, αρκετό για να σε δηλητηριάσει παραπαίοντας για ώρες μετά, όπως και πρέπει άλλωστε.
Μέσα στην απολυτότητά της, κι έχοντας ως αφετηρία την αμφισβήτηση της ιδέας της κανονικότητας στη μεταγκόθικ τραγουδοποιΐα, ήταν σε αρκετά μεγάλο βαθμό ζήτημα χρόνου και κλίμακας το να ακούσουμε τούτη την άκρως ενδιαφέρουσα και συνάμα προκλητική διάσταση της εγχώριας μουσικής γεωγραφίας με τη ματιά του νεοφερμένου. Πάλι καλά που δεν μεγαλώσαμε κι άλλο περιμένοντάς την…