Codes/Early Singles (1981-1982)
Δύο παράλληλες κυκλοφορίες φέρνουν το παρόν και το παρελθόν σε κατ' αντιπαράσταση εξέταση. Του Αντώνη Ξαγά
Τι ειν’ η Heimat μας; Μην ειν …. θα μπορούσε να είχε μεταφέρει τον γνωστό στίχο στα γερμανικά συμφραζόμενα ένας αντίστοιχος Ιωάννης Πολέμης συμπληρώνοντας τα αποσιωπητικά με τα δικά του στοιχεία μιας θεωρούμενης αποκλειστικά ‘γερμανικής’ φύσης και μνημειακής παράδοσης. Και πράγματι υπήρξαν πολλοί ανάλογοι ποιητές και διανοητές (από τον Χέρντερ, τον Φίχτε, ή και ο Νίτσε ακόμη) οι οποίοι στοχάστηκαν, κυρίως μέσα από τα γυαλιά του ρομαντικού πνεύματος, πάνω στο ζήτημα του έθνους, της «γερμανικότητας» (Deutschtum) και της πατρίδας/μητρίδας (Vaterland), αν και δεν ξέρω πόσο καλά μεταφράζεται έτσι η έννοια της ‘Heimat’ η οποία έχει μια πιο υπαρξιακά μεταφυσική, φαντασιακή (έως και επινοημένη) διάσταση, ούσα ένα αίσθημα ριζωμένο σε βιωματική ακραία υποκειμενικότητα. Το οποίο έφτασε κάποια στιγμή στην πιο ακραία του διεστραμμένη έκφραση αφομοιούμενο στα κηρύγματα των εθνικοσοσιαλιστών (ή μήπως να πούμε ότι ο ναζισμός ήταν κατά βάθος μια επικράτηση της αντικειμενικότητας επί του υποκειμενισμού;). Μέχρι και σήμερα χαίνει η πληγή, παρά την απενενοχοποίηση που έχει επιφέρει η πάροδος των ετών (μέχρι και το υπουργείο Εσωτερικών έλαβε την προσθήκη «και για την Heimat» ήτοι Bundesministerium des Innern und für Heimat), η κουβέντα για το τι «ειν’ η πατρίδα μας» και για την Leitkultur, την κυρίαρχη κουλτούρα της δηλαδή, και για συναφή ζητήματα ταυτότητας έχει φουντώσει οξυμμένη τα τελευταία χρόνια, υπό το φως και των μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων των τελευταίων χρόνων, ρίχνοντας μπόλικη κοπριά στα ακροδεξιά μποστάνια. Γιατί όπως έχει πολλάκις δείξει η Ιστορία (με τα μαθήματα της ωστόσο να πέφτουν στο κενό) τα προβλήματα ξεκινούν όταν αυτή η ούτως ή άλλως φαντασιακών βάθρων έννοια αρχίζει να αποκτά μονοσήμαντους ορισμούς και κατά συνέπεια και (περι)ορισμούς, και κατά συνέπεια αποκλεισμούς, η αλυσίδα των συνεπειών μπορεί να στρώσει τον δρόμο προς την κόλαση. Σοφά ποιώντας ο ποιητής, βαθιά συναισθηματικός και μακριά από τις εθνικιστικές ακρότητες της εποχής, τελικά λειτουργεί… συμπεριληπτικά: «Όλα πατρίδα μας ! Κι αυτά κι εκείνα, και κάτι, που ‘χομε μες στην καρδιά». Μία, δύο, πολλές πατρίδες. Πατρίδα εις την νιοστή. Xmal πατρίδα…
«Χmal Deutschland» λεγόταν και το βιβλίο του σοσιαλδημοκρατικών πεποιθήσεων δημοσιογράφου Rudolf Walter Leonhardt που είχε κυκλοφορήσει στη Γερμανία το 1961 και προσπαθούσε να περιγράψει και να αποτυπώσει την ποικιλότητα και πολυσπερμία της χώρας τη δύσκολη μεταπολεμική δεκαετία του ’50 (η άχρηστη πληροφορία του κειμένου: ο ίδιος είχε βγάλει και βιβλίο με τίτλο… «77mal England»). Ξεφυλλίζοντας το συναντάμε κι ένα υποκεφάλαιο αφιερωμένο στο Αμβούργο, «Η πύλη στον μισό κόσμο», εκεί όπου το τοπικό συμφύρεται με το οικουμενικό, πράγματι κάτι τέτοιο υπήρξε (και είναι ακόμη) αυτή η ιδιαίτερη πόλη του Βορρά, με τις δεκάδες όψεις της κι αυτή (όπως είναι στην πραγματικότητα κάθε αστική συνάθροιση ανθρώπων) και τις έντονες αντιθέσεις της, από την μία μερικές από τις πιο πλούσιες συνοικίες της χώρας και από την άλλη φτωχικές γειτονιές, και στη μέση το λιμάνι και το διαβόητο St. Pauli με την αναρχοαυτόνομη/πανκ προϊστορία του, τις καταλήψεις, τα πορνεία, τους ναυτικούς, τους μπίζνεσμαν, τους τουρίστες και τους καλλιτέχνες (εδώ… κωλοπετσώθηκε άλλωστε και ένα γκρουπ που λεγόταν The Beatles).
Κάπου σε μια βιβλιοθήκη, σε ένα νεανικό δωμάτιο στη πόλη υπήρχε στο ράφι και το βιβλίο του Leonhardt, κάποιο μάτι τυχαίο ίσως έπεσε επάνω του, ίσως θεώρησε κι ότι ο τίτλος υποστήριζε μια πρόθεση ή έδινε έως και δικαίωμα ύπαρξης, και κάπως έτσι μια παρέα κοριτσιών (Anja Huwe, Manuela Rickers, Fiona Sangster, Rita Simon και Caro May) βρήκε το όνομα για να ξεκινήσει την συλλογική μουσική του περιπέτεια, κι ας μην ήξεραν από μουσική, κι ας μην είχαν ακόμη καν τραγούδια, συνεπαρμένες ωστόσο από το diy πανκ πνεύμα το εκπορευόμενο εκ της Νήσου. Μια τυπική ιστορία η οποία επαναλήφθηκε τότε χιλιάδες φορές ανά τον κόσμο, με συνήθη ωστόσο κατάληξη την παραίτηση μετά τον πρώτο ενθουσιασμό και τις πρώτες άτεχνες (και κακότεχνες) δημιουργίες και τη τελική εκβολή στο ποταμό της Λήθης (και μετά του καλτ και μετά του… digging).
Εκτός εάν οι ικανότητες και κυρίως οι συγκυρίες έχουν άλλο πλάνο κατά νου. Κάπως έτσι θα είχαν χαθεί και οι πρώτες προσπάθειες των νεόκοπων Xmal Deutschland, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από έναν ορυμαγδό πρωτόλεια ξυραφένιων κιθάρων, φωνητικά που έφταναν τις συχνότητες ουρλιαχτών, σαν μια ορδή μαινόμενων και ατίθασων αμαζόνων (ή να πούμε Βαλκυριών λόγω…εντοπιότητας;) σε στίχους απλοϊκούς και μάλλον κρυπτικούς, χωρίς πολιτικές αιχμές αλλά με πολλές αναφορές σε σκοτεινά θανατερά θέματα και την συναισθητική παρουσία χρωμάτων στοιχείων και στοιχειών της φύσης (η γερμανική φόρτιση μας οδηγεί σε στερεότυπα για παραμύθια των Γκριμ ή πίνακες του Φρίντριχ). Και φυσικά ευάκουστες αναφορές στο πρότυπο Siouxsie αλλά και στην «fetisch» μόδα (μεταξύ μας, θα υπήρχε άραγε πανκ χωρίς τη μόδα;).
Η θεά Fortuna εμφανίστηκε όμως για τα κορίτσια στο πρόσωπο του διαβόητου Alfred Hilsberg, του αφεντικού της ανεξάρτητης αμβουργιανής δισκογραφικής ZickZack, ο οποίος είχε την τάση και πρόθεση να μην θέτει πολύ αυστηρά κριτήρια στις κυκλοφορίες της, έχοντας μότο «εμπρός ας κάνουμε έναν δίσκο», καλύτερα ένας παραπάνω, παρά ένας λιγότερος, σχεδόν κάθε εβδομάδα η εταιρεία κυκλοφορούσε κι ένα νέο σινγκλ (κάτι σαν γερμανική …Wipe Out). Και κάπως έτσι βγήκε στο φως και το «Schwarze Welt-Großstadtindianer» (‘Μαύρος Κόσμος’-‘Ινδιάνοι της μεγαλούπολης’ -όχι δεν έχει στίχο… «θα σκοτώσουμε Ινδιάνους»).
Από εκείνη ακριβώς την εποχή αλιεύει τα κομμάτια της η νέα συλλογή που κυκλοφορεί η (μεταξύ μας κάπως χιψτερίζουσα) Sacred Bones, τιτλοδοτημένη ‘Early Singles (1981–1982)’, περιέχει κομμάτια ακατέργαστα, τραχιά, φοβιστικά, χωρίς στουντιακά φτιασίδια και επεμβάσεις παραγωγών «που ξέρουν», αποτυπώνει τις Xmal Deutschland και το ανόθευτο τους όραμα, χωρίς πείρα και γνώση (ενίοτε ο χειρότερος σύμβουλος της δημιουργικότητας) αλλά με μπόλικη άγνοια κινδύνου και απονενοημένη μαυρίλα νεανικής υπερβολής. Για τους σύγχρονους φαν του συγκροτήματος η συλλογή πάντως δεν κομίζει κάτι πρωτάκουστο, και τα θεωρούμενα μπόνους, το ‘Kälbermarsch’ και μια ζωντανή εκδοχή του «Allein», υπήρχαν σε παλαιότερες συλλογές.
«Ακούγεστε τόσο βρετανικές, τι γυρεύετε εδώ; Αναζητήστε ένα βρετανικό label» είχε συμβουλέψει-προφητεύσει ο Alexander Hacke των Neubauten όταν τις είχε πρωτακούσει, γιατί πράγματι… ουδεμιά προφήτρια στον τόπο της, όπως λέει το λαϊκό ρητό, και οι ήχοι των Xmal σίγουρα ξένιζαν έως και απωθούσαν τα εθισμένα στα ελαφρά schlager αυτιά των συμπατριωτών τους. Το Νησί από απέναντι περίμενε, οι DAF είχαν ήδη στρώσει ένα έδαφος αποδοχής, ακόμη και η ανοίκεια γερμανική γλώσσα (με όλες τις αρνητικές συμπαραδηλώσεις και μνήμες της για τους Βρετανούς) δεν έστεκε εμπόδιο, δίνοντας μια επιπλέον χροιά αντισυμβατικότητας, υπογραμμίζοντας κιόλας την αγριάδα και κάνοντας την «τευτονικότητα» αποδεκτή ως… εξωτισμό. Και η θεά Fortuna εμφανίστηκε ξανά, μια ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του John Peel (τέσσερα sessions θα κάνει μαζί τους μέσα στα χρόνια), και μια σε εκείνο του διαβόητου (και αυτού) Ivo Watts, και έτσι οι Xmal (πλέον όχι 100% οιστρογονικές, με τον συγχωρεμένο Peter Bellendir να έχει πάρει θέση στα ντραμς) βρέθηκαν όχι μόνο να ανοίγουν συναυλίες των Cocteau Twins αλλά να κυκλοφορούν και δύο δίσκους στην 4AD («Fetisch», «Tocsin») και να συμμετέχουν μέχρι και στο supergroup της εταιρείας, τους This Mortal Coil (όπου η κιθάρα της Manuela Rickers έδωσε μια πνοή έντασης στο αρχικά μάλλον άψυχο «Not me» του Colin Newman).
Με τον καιρό τα τραγούδια τους γίνονταν όλο και πιο φροντισμένα (κάποια θα έλεγε πιο γυαλισμένα), τα φωνητικά πιο μελωδικά, τα σύνθια πιο εμφανή, κάθε βήμα πήγαινε προς μια πιο «ποπ» κατεύθυνση (όπως και η μαμά Siouxsie θα έλεγε μια…κακή γλώσσα), ωστόσο είχαν ακόμη μια υπόσταση που κρατούσε αποστάσεις ασφαλείας από τις goth γραφικότητες που αφθονούσαν εκείνο τον καιρό. Μαζί μεγάλωναν και οι φιλοδοξίες, ο τρίτος δίσκος, το «Viva» θα τις βρει στα χέρια της Phonogram (μια ακόμη χρήσιμα-άχρηστη πληροφορία: μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το CD της πρώτης έκδοσης μεταπωλείται ακριβότερα από το LP). Το αποτέλεσμα είναι συμπαθές, εύπεπτο, σε πιο λαϊκούς δρόμους («Matador» και λοιπά, από το χέρι του Hugh Cornwell), κάπου εκεί όμως χάθηκε και το φαν, εντάσεις δημιουργήθηκαν και οξύνθηκαν, μετά από μαιάνδρους αποχωρήσεων και αλλαγών, απέμεινε η Anja Huwe με τον Wolfgang Ellerbrock να βγάζουν το παντελώς αδιάφορο «Devils», έναν δίσκο ξεπλυμένης συμβατικής ποπ από εκείνη που κυριαρχούσε στα τσαρτς των ύστερων 80s.
Σε σύνοψη θα έλεγε κανείς ότι όλη αυτή η πορεία είναι ένα πολύ καλό case study. Έτσι, οι Xmal μπορεί φεύγοντας από την Γερμανία να γλύτωσαν μια μοίρα που πιθανότατα τις ήθελε ή να μένουν στο καβαφικό «πρώτο σκαλί» ή να καταλήγουν στην εμπορική μυλόπτερα της Neue Deutsche Welle με όλες τις ευτελείς απολήξεις της, μετά όμως κατέληξαν να βιώσουν στο πετσί τους όλες τις συνέπειες της αλλαγής κλίμακας μεγέθους και των ζητημάτων και των αναπόφευκτων συμβιβασμών που αυτή θέτει. Η επιτυχία (ότι τέλος πάντων νοείται ως τέτοια) δεν είναι για όλες και για όλους, και τούτο λέγεται χωρίς καμία επιρροή ελιτιστικής απαξίωσης. Έτσι μπορεί μεν να έχουμε κατακεραυνώσει πολλές φορές την οπαδική στάση που εύκολα κατηγορεί τα γκρουπ για «ξεπουλήματα» και για σπονδές στην εμπορικότητα, ωστόσο τούτη η στάση απηχεί και μια αμείλικτη πραγματικότητα: ότι ο μουσικός ή το συγκρότημα που ανεβαίνει στην κλίμακα είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιήσει την μετάβαση «αβρόχοις ποσί», θα έρθει η στιγμή που θα υποκύψει στις απαιτήσεις ανθρώπων που έχουν επενδύσει «τα ωραία τους λεφτά» και περιμένουν αποδόσεις ή έχουν τα δικά τους καλλιτεχνικά οράματα (κι ας είναι τύποι σαν τον Ivo, ο οποίος κατά την ίδια την Huwe «ήθελε να μας κάνει σαν Wire», οδηγώντας έτσι και στην ρήξη), στις πιέσεις μιας δημοσιότητας αλλά και στην αυτο-λογοκρισία που επιφέρει η εκούσια ή ακούσια υποταγή και ο αυτοεγκλωβισμός στο γούστο των ακολούθων (η μεγαλύτερη παγίδα για κάθε δημιουργό).
Κάπως έτσι το «Devils» έμελλε να είναι το τέλος. Ήταν 1989. Την ίδια χρονιά θα έπεφτε το Τείχος. Η χώρα άλλαζε. Με… xmal νέες όψεις και καταστάσεις. Μια άλλη εποχή ξεκινούσε.
Για να βάλω τώρα και την προσωπική διάσταση (τον απώτερο άλλωστε σκοπό μιας κριτικής στις μέρες μας, που ως γνωστόν είναι να μιλήσεις για τον εαυτό σου), οι Xmal έχουν σημαντική θέση στην ακουστική μου πορεία και μου είναι αδιάφορο αν θα βρουν (δεν…) αντίστοιχη θέση στις δέλτους της επίσημης μουσικής ιστορίας. ‘Γράψε κάτι’ με παρότρυνε κατά καιρούς ο χρόνια συνοδοιπόρος Γιώργος Κοτσώνης, προκαλώντας και αμφισβητώντας την τάση μου να κρατώ κάποια πράγματα στο παρελθόν, κεφάλαια κλειστά κι ερμητικά (που εεί θα μείνουν βέβαια...)
Ωστόσο όλα αυτά τα χρόνια είχαμε αμφότεροι τον νου μας, καμιά φορά ρίχναμε μια ματιά τι απέγινε το γκρουπ που αγαπήσαμε, ένα google search, παρακολουθούσαμε μια πορεία της Anja Huwe στα εκτός μουσικής καλλιτεχνικά, στην ζωγραφική, στην τηλεόραση (σε σταθμό με το όνομα …VIVA). Φαινόταν ότι η μαύρη (τι άλλο;) πέτρα είχε πέσει για τα καλά.
Τελικά όμως φαίνεται ότι το παρελθόν ότι δεν σ’ αφήνει να ξεφύγεις. Κι έτσι η είδηση ότι μαζί με την προαναφερθείσα συλλογή η Sacred Bones θα έβγαζε και το νέο άλμπουμ της Anja Huwe έσκασε σαν βόμβα, που λέει το δημοσιογραφικό κλισέ. 35 χρόνια είναι αυτά. Σε σύγκριση βέβαια με ονόματα όπως η Shirley Collins ή Linda Perhacs που ξεπέρασαν την τεσσαρακονταετία (με το παγκόσμιο ρεκόρ διαλείμματος να το κατέχει ένας Dean L. Gitter με… 57 χρόνια) δεν είναι πολλά. Δεν είναι και λίγα όμως.
Και μπορεί η ίδια να αρνείται (ακόμη;) πεισματικά μια επανασύνδεση των Xmal (κράτα γερά Anja), ωστόσο στον δίσκο ο οποίος φέρει τον τίτλο «Codes» («η ζωή αποτελείται από κώδικες» λέει σε μια συνέντευξή της, και βασίζεται σε κώδικες, θα συμπληρώναμε), πέρα από την συνεργασία με την φιλενάδα της και παλιά εν πανκ συναγωνίστρια Mona Mur (η οποία έδωσε και την καθοριστική ώθηση για την κυκλοφορία) συμμετέχει σε κάμποσα κομμάτια με τα χαρακτηριστικά της κιθαριστικά γρατζουνίσματα η Manuela Rickers.
Ο ήχος παραμένει αυτό το «glamorous gloom» που είδα γραμμένο σε περιγραφή στο bandcamp και το βρήκα εύστοχο, πιο συγκαταβατικός ασφαλώς, με λιγότερες αιχμές, με μπόλικες συνθετικές γραμμές, υπνωτικά φωνητικά πιο κοντά στην απαγγελία, γλωσσικές εναλλαγές από τα γερμανικά στα αγγλικά, το κυρίαρχο χρώμα εξακολουθεί βέβαια να είναι το μαύρο (εδώ σε κορακί απόχρωση, ήτοι «Rabenschwarz», στο πιο κοντινό στον παλιό εαυτό των Xmal κομμάτι), ενώ το «Pariah» (κλείσιμο ματιού στην άλλη αποσυρμένη των σκοτεινών 80s, την Danielle Dax;) θυμίζει περισσότερο Propaganda, ένα ακόμη σπουδαίο γερμανικό σχήμα που είχε κι αυτό διαβεί για τα καλά την Μάγχη τότε.
Υπάρχει κι ένα ιστορικό κόνσεπτ που διατρέχει τον δίσκο, μάλλον προσχηματικό και συμβολικό, γιατί μέσα από τα ημερολόγια επιβίωσης ενός νεαρού Εβραίου παρτιζάνου στα δάση της Λευκορωσίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Huwe ουσιαστικά αυτοβιογραφείται, αξιοποιώντας την ιστορία ως μια αναπαράσταση της κοινής ανθρώπινης κατάστασης και ιδιότητας, μιλώντας για τον φόβο, τον πόνο, την μοναξιά, την αντοχή, την επιμονή, την ελπίδα, τα φαντάσματα του παρελθόντος που κυκλοφορούν σε ένα σκοτεινό δάσος (πραγματικά και μεταφορικά). Υπάρχουν και δύο κομμάτια αναφορές σε αυτό, «Oh Wald» και «Living In The Forest». Βασικό στοιχείο το δάσος στην γοτθική (αλλά και την μαυρομεταλλική) εικονοποιία. Κάποιος είχε γράψει ότι δεν καταλαβαίνεις την γερμανική ψυχή αν δεν καταλάβεις το δάσος…
«I don’t regret anything I’ve done, Ι’ve lived and I sinned», η βαριά σκιά του χρόνου πέφτει ήδη στο εναρκτήριο «Skuggornas». Είναι και το ίδιο το εγχείρημα de facto που σχεδόν επιβάλλει τον αναστοχασμό, που στρέφει το βλέμμα πίσω, με την ανάγκη να βρεις ένα νόημα ή έστω ένα μοτίβο, έναν προσωπικό μύθο, μια κατάθεση που θα αφήσεις. Ο συχρονισμός των δύο κυκλοφοριών είναι σαν να βάζει αυτεπαγγέλτως τη δημιουργό στο εδώλιο της (σύγ)κρισης, σε μια κατ’ αντιπαράστασιν εξέταση και αντιδιαστολή του σημερινού εαυτού με τον παλιό, ο οποίος είναι εκεί να θυμίζει όχι τόσο (μόνο) περασμένες δόξες αλλά και δυνητικούς δρόμους, xmal πιθανότητες και xmal δρόμους που δεν ακολούθησες και άφησαν πίσω αιωρούμενα Αν.
Η Anja Huwe πάντως μας κοιτάζει μέσα από το εξώφυλλο του δίσκου με αυτοπεποίθηση. Είμαι εδώ, σαν να λέει. «Gefoltert auf der Streckbank der Zeit», βασανισμένη στην προκρούστεια κλίνη του χρόνου, όπως λέει ένας στίχος από το παλιό νεανικό κι ανυποψίαστο «Zu jung zu alt». Too old to …goth, to young to die; «Σπατάλησε τα νιάτα σου», «Verschwende deine Jugend» ήταν ένα κομμάτι των DAF. Οι Xmal είχαν απαντήσει με το «Danthem», έναν «ύμνο στην καταραμένη νεολαία». Wasted youth… Well wasted ωστόσο…