Becoming Air/Into The Vanishing Point
Αντισυμβατική από τα νιάτα της (όταν έκαιγε πιάνα), ακάματη ερευνήτρια του ηχητικού κόσμου συνεχίζει στην 9η δεκαετία της, εδώ πειραματίζεται με κύριο όργανο την τρομπέτα (ομολογουμένως πιο... δύσκολη στο κάψιμο). Του Χάρη Συμβουλίδη
Φτάνοντας αισίως στα 82, η Annea Lockwood έκλεισε την περιπέτεια του 2021 καταθέτοντας την ολοκληρωμένη εκδοχή δύο διαφορετικών έργων στα οποία δούλευε τα τελευταία χρόνια· του "Becoming Air" (2018), που τη βρήκε να συμπράττει με τον Nate Wooley και του "Into The Vanishing Point" (2019), που πραγματώθηκε με όχημα το κουαρτέτο Yarn/Wire. Παράλληλα κυκλοφόρησε και το βιβλίο Hearing Studies μαζί με την επί χρόνια σύντροφό της Ruth Anderson: μια συλλογή 26 μελετών για τις βιολογικές και ψυχολογικές διαδικασίες που εμπλέκονται στο πώς ακούμε –όχι μόνο τη μουσική, μα και τους άλλους ανθρώπους ή γενικότερα το περιβάλλον μας. Δυστυχώς η Anderson δεν έζησε για να δει την έκδοση.
Το "Becoming Air" λαμβάνει ξεχωριστή θέση στην πορεία της Νεοζηλανδής δημιουργού, καθώς πρόκειται για την πρώτη της εμπλοκή με μια τρομπέτα –έστω κι αν προέκυψε έμμεσα, καθώς η ιδέα έπεσε στο τραπέζι από τον Nate Wooley, λόγω κάποιων αναθέσεων που είχε ήδη αναλάβει για ένα νεοϋορκέζικο φεστιβάλ. Εκείνος θεωρεί βέβαια ότι πρόκειται για δικό της έργο, η Lockwood δεν το δέχεται, για μας τέλος πάντων δεν έχει (και τόση) σημασία.
Πρόκειται για ένα δημιούργημα στα όρια της μουσικότητας, το οποίο χτίζεται στις ανάσες του Wooley, στους ανεπαίσθητους ήχους που παράγει το σώμα της τρομπέτας του, σε φυσήματα, τριξίματα, σκουξίματα, αλλά και σε έναν σαρωτικό, ογκώδη ήχο που αναδύεται εκκωφαντικά –και παραμορφωτικά– στο 13ο λεπτό της διάρκειας, με προφανή στόχο να ταράξει. Παρότι συνεισφέρει και κάποια εφέ (με πολλή διακριτικότητα), η Lockwood στέκει κυρίως ως «χαρτογράφος» της αυτοσχεδιαστικής πορείας του Αμερικανού μουσικού: επιλέγει ήχους, καθορίζει τη σειρά με την οποία θα τους ακούσουμε, χωρίζει άτυπες ενότητες χρησιμοποιώντας ένα γκονγκ, αποφασίζει για τις παύσεις.
Εν τέλει Lockwood και Wooley αρθρώνουν μαζί μια δομή. Η οποία παρουσιάζεται με όρους τελετουργίας, χωρίς όμως οι δυο τους να επιθυμούν να την τιθασεύσουν. Εσκεμμένα, λοιπόν, αφήνουν τον ήχο να ξεφύγει από κάθε έλεγχο κι εμάς να αποτιμήσουμε κατά το δοκούν το περιβάλλον που δημιουργείται. Από εκεί και πέρα, δηλαδή, γίνεται ζήτημα οπτικής, προσοχής και μύησης, αν και όλα δείχνουν να οικοδομούνται με όρους μεταφοράς ενέργειας από τον πομπό προς τον (όποιον) δέκτη.
Το "Into The Vanishing Point", από την άλλη, είναι μια πολύ διαφορετική υπόθεση, καθώς δεν ποντάρει στη (σχεδόν) αδιαμεσολάβητη φυσικότητα του αυτονομημένου ήχου ενός μουσικού οργάνου, αλλά στην προαποφασισμένη χρήση πιάνου και κρουστών ώστε να επιτευχθεί η επιφανειακή μίμηση ενός αλλότριου κόσμου και να ξεκινήσει ένα διαφορετικό παιχνίδι.
Το σενάριο που δίνει εδώ η Lockwood στους δεξιοτέχνες των Yarn/Wire εκτυλίσσεται στα πλαίσια της νυν υπερθέρμανσης του πλανήτη μας: σε μια κλίμακα πολύ μικρή για τη δική μας προσοχή, μια αποικία εντόμων πληρώνει αθόρυβα τη νύφη, οδηγούμενη στην κατάρρευση. Το πιάνο και τα κρουστά των Yarn/Wire καλούνται λοιπόν να αναπαραστήσουν αυτόν τον μικρόκοσμο, πότε με την πρέπουσα διακριτικότητα που τον καθιστά «αόρατο» για τα αισθητήριά μας, πότε με την αναγκαία περιγραφικότητα, πότε με τη δέουσα δραματικότητα της καταστροφής. Απώτερος στόχος, η επίτευξη ενός επίκαιρου οικολογικού στοχασμού πάνω στην κλιματική αλλαγή.
Τα μειονεκτήματα της συνολικής εμπειρίας είναι μάλλον ευδιάκριτα: μισός αιώνας πειραματισμών γύρω από τα σύνορα μουσικής και θορύβου υποχρεώνει το άλμπουμ να ενταχθεί σε ένα ήδη συγκροτημένο πλαίσιο αναζητήσεων, το οποίο δεν υπερβαίνεται. Επιπλέον, το ευφυές μικροσύμπαν του "Into The Vanishing Point" δεν πολυλειτουργεί δίχως τις σημειώσεις πλαισίωσης και την εξήγηση του όλου οράματος, με αποτέλεσμα να μην στέκει ισότιμα δίπλα στη σαφώς ισχυρότερη εμπειρία του "Becoming Air".
Ώσπου να φτάσουμε πάντως σε αυτό το «ταβάνι» που σχηματοποιεί και η βαθμολογία, η Annea Lockwood δεν πετυχαίνει λίγα. Ο δίσκος της αποπνέει μια αισθητική ευχαρίστηση συγγενή με εκείνο το ψυχρό κι απέριττο κάλλος που ο Μπέρτραντ Ράσελ απέδωσε κάποτε στα μαθηματικά. Και όποιος είναι εξοικειωμένος με την πορεία της δεν γίνεται παρά να θαυμάσει την όρεξή της να συνεχίζει στα 82 τις εξερευνήσεις στο άγνωστο, αντί να αρκείται στις νεανικές της Fluxus ανησυχίες –όταν ηχογραφούσε καιόμενα ή καταβυθιζόμενα πιάνο που στις δικές μας μέρες έγιναν «καύσιμο» για τα samples των Clipping– ή να αναπαύεται στις δάφνες μετέπειτα αναζητήσεων, όσων οδήγησαν λ.χ. σε δουλειές σαν το A Sound Map Οf Τhe Hudson River (1982) ή το Thousand Year Dreaming (1991).