Hopelessness
Μετά τους Walter Carlos, Wayne County, Steve Solamar, Genesis P-Orridge... Του Αντώνη Ξαγά
Μας το 'χε πει... Μας το 'χε τραγουδήσει για την ακρίβεια, με αυτή την ιδιότυπη θλιμμένη φωνή του ήδη από την εποχή του "I am a bird now", τότε που ονειρευόταν την ψυχή του να γίνεται πουλί που θα πετά ελεύθερο, "one day I’ll grow up, I’ll be a beautiful woman", πάνω από δεκαετία αργότερα (και με τη θυσία ενός άλλου ...πουλιού) ο Antony πλέον κυκλοφορεί στον κόσμο ως η Anohni (μα να αποκηρύξει ένα τόσο τιμημένο όνομα το οποίο φέρουν τόσες μεγάλες προσωπικότητες;). Μπαίνοντας έτσι στο μικρό κλαμπ ανθρώπων οι οποίοι έχουν γνωρίσει επιτυχία με αμφότερα τα φύλα, με πιο διάσημη ίσως περίπτωση εκείνη του/της πρωτεργάτη/τριας της ηλεκτρονικής (θυμηθείτε -αν είναι δυνατόν να το έχετε ξεχάσει- το Κουρδιστό Πορτοκάλι) Walter/Wendy Carlos.
(Παρέκβαση: στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μη θυμηθώ εκείνη την σπαρταριστή ιστορία από την "Ελληνική Μυθολογία" όπως αποδίδεται από τον Τσιφόρο, όπου ο Τειρεσίας με ...μαγικό τρόπο μεταμορφώνεται σε γυναίκα, με εξίσου μαγικό τρόπο ξαναγίνεται άντρας, κάπου εκεί τον ρωτά η Ήρα "εσύ, ρε, που έχεις κάνει κι απ' τα δύο, ποιος ηδονίζεται περισσότερο στον έρωτα, ο άντρας ή η γυναίκα;" ο Τειρεσίας μίλησε σταράτα, "εννιά φορές παραπάνω η γυναίκα", και τσαντίστηκε η Ήρα γιατί έχασε το προνόμιο της ...αδικημένης και τον τύφλωσε, ο δε Δίας για αποζημίωση τον έκανε μάντη. Τέλος παρέκβασης).
"Η" Anohni λοιπόν, γυναίκα πλέον, ή μήπως transgender, ή κάτι άλλο; Είναι που είναι μπερδεμένα και δύσκολα τα προσωπικά αυτά ταυτοτικά ζητήματα (μέχρι και ο ...σατανάς το facebook δίνει πλέον πάνω από πενήντα διαφορετικές επιλογές φύλου), έχουν πάρει στους καιρούς μας και διάσταση κοινωνική (το "φύλο είναι ένα πράττειν", ένας κοινωνικός ρόλος προς ενσάρκωση κατά την Judith Butler), πολιτική (κατά τον Ζίζεκ) ακόμη και γλωσσολογική/γραμματολογική. Με τις αντίστοιχες περιπλοκές. "Ο" "η", δύο τα έμφυλα άρθρα στη γλώσσα μας (σε άλλες είναι και λιγότερα), κάτι περισσεύει προφανώς. Είναι γνωστό άλλωστε, δεν θα κομίσουμε γλαύκα στην Αθήνα αν παρατηρήσουμε ότι η γλώσσα αυτή καθαυτή, η γραμματική και το λεξιλόγιό της, απηχούν κατεστημένες παγιωμένες απόψεις, ακόμη και προκαταλήψεις, θέτοντας κατά κάποιον τρόπο και όρια στην σκέψη τελικά. Είπαμε, δύσκολα τα ζητήματα, και ας μην τα πιάσουμε, κυκλοφορεί και μία πολίτικαλ υστερία στον χώρο μπας και δεν τον πεις σωστά τον χαρακτηρισμό και κατηγορηθείς για σεξιστής και μάτσο κλπ κλπ. Οπότε ας το προσπεράσουμε με ασφάλεια βγάζοντας και ...φλας. Άλλωστε αν έμπαινα στη θέση της Anohni, υποθέτω θα είχα σιχαθεί να ασχολούνται όλοι με την συγκεκριμένη μου επιλογή ταυτότητας, μίας από τις πολλές που έχουμε όλοι μας άλλωστε (πολλές και ενίοτε σε αντίφαση ή σύγκρουση η μία με την άλλη). Ειδικά τη στιγμή που έχω κάνει τον πιο πολιτικό δίσκο της καριέρας μου, και στον οποίο μόνο ίσως εμμέσως ασχολούμαι με το φυλετικό ζήτημα. Σφουγγάρι λοιπόν, και πάμε παρακάτω... Ήδη ξοδέψαμε κάμποσες λέξεις...
Στο παραπάνω πλαίσιο πάντως, μήπως θα άξιζε να εξετάσουμε το "Hopelessness" ως δίσκο ντεμπούτο; Ως έναν δίσκο "επανεφεύρεση του εαυτού" κατά πως το θέλει η μουσικογραφιάδικη στερεότυπη αργκό; Ήδη αναφερθήκαμε στην πολιτική διάσταση του έργου. Από μία άποψη θα μπορούσε να έχει κι εναλλακτικό τίτλο ..."Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι". Έτσι ξεκινάει κιόλας, με τα λόγια ενός κοριτσιού στο Αφγανιστάν που είδε τον πατέρα του να διαμελίζεται από επίθεση ηρωικού αμερικάνικου drone. Και στην ίδια θεματολογία συνεχίζει. Εκτελέσεις (όχι εκείνες των βάρβαρων των τζιχαντιστών, αλλά οι δικές μας, οι πολιτισμένες). Γκουαντάναμο. Φτώχεια. Ανισότητα. Διακρίσεις. Υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο δίσκος είναι μια πραγματική πολεμική στο american dream, το american way of life. Μέχρι κι ένα τραγούδι-γράμμα ανοιχτό στον Ομπάμια έχει, τον άνθρωπο που πήρε την ελπίδα και την κατάντησε ...stand-up κωμωδία. Τα μηνύματα είναι σαφή μέσα στην αφέλεια τους ίσως, δυνατά αλλά δοσμένα με ευαισθησία η οποία αμβλύνει την οξύτητα του Κατηγορώ αλλά κι έναν θυμό λελογισμένης έκφρασης ο οποίος τελικά εκβάλει στην μελαγχολία (μελαγχολία και Antony; έλα, δεν το πιστεύω...).
Ένα τέτοιο δυνατό και προβοκατόρικο περιεχόμενο όμως θέλει, απαιτεί σχεδόν και μια εφάμιλλα δυνατή φόρμα (κάτι που...δεν το πολυακούσαμε ας πούμε στον φετινό δίσκο της PJ). Ειδάλλως το πράγμα ...κουτσαίνει. Υπήρχε αυτός ο φόβος εύλογα, μεταξύ μας, ο artist formerly known as Antony βρισκόταν σε ένα δημιουργικό στάσιμο για χρόνια. Δεν έχουμε άλλωστε να κάνουμε με νεούδι στο κουρμπέτι, από τότε που ξεπετάχτηκε σαν ένα ακόμη εξωτικό παράξενο βλαστάρι από τον κήπο του David Tibet (και τα ραντάρ του mic τον είχαν πιάσει και περίμεναν από αυτόν κάτι "εντυπωσιακό στο μέλλον" -τάδε έφη Πανότας κάπου το 2000), έχει περάσει καιρός, στο ενδιάμεσο, ειδικά με τους Jacksons (εντάξει, Κλάψονς, αν επιμένετε εσείς οι "κακοί") παγίωσε ένα στυλ χτισμένο πάνω στην love it or hate it φωνή του, μία κατατονική (στα όρια της βλεφαρόπτωσης σχεδόν) ερμηνεία, περισσότερο μια αισθητική ήχου από την οποία απουσίαζαν όμως τα σπουδαία τραγούδια. Τα οποία τα έβρισκε περισσότερο στις ουκ ολίγες συνεργασίες του ως δανεικό λαρύγγι (με CocoRosie και Hercules & Love Affair να ξεχωρίζουν σαφώς). Ίσως σκεπτόμενη αυτό ακριβώς, να επέλεξε να δώσει τα μουσικά ηνία του δίσκου σε δύο γνωστούς μουσικούς/παραγωγούς, τον Hudson Mohawke και τον Oneohtrix Point Never. Έναν πιο "mainstream" και έναν πιο "πειραματικό", έτσι για να δράσουν συμπληρωματικά ίσως, αμφότεροι πάντως υπηρέτες μιας σύγχρονης ηλεκτρονικής, λίγο στρυφνής, λίγο "έξυπνης", λίγο dubstep, λίγο trap και πολλά ψηφιακά φυσίματα, από αυτή που αποκαλείται του "εδώ και του τώρα" (βασικά αυτά που έκανε η Björk εδώ και πολλάαα χρόνια).
Ο στόχος ήταν, κατά τα λεγόμενα της τουλάχιστον, ένας δίσκος χορευτικός τον οποίο να τον διαπερνά ένα υπόγειο σκοτεινό ρεύμα. Μην το παίρνετε πάντως της μετρητοίς και μην περιμένετε να ξεβιδωθείτε στον χορό με το "Hopelessness" (ξεκαθαρίζουμε, "Blind" δεν έχει). Το σκοτεινό ρεύμα πάντως το πιάνεις με τη μία. Οι ενορχηστρώσεις έχουν ακόμη κάτι το λυρικό και μελοδραματικό (έξις δευτέρα φύσις...), είναι όμως λιγότερο στυλιζαρισμένες και περισσότερο ουσιώδεις (διάβαζε: μελωδικές) και (ω ναι), εξωστρεφείς. Χορευτικός μπορεί να μην είναι λοιπόν, είναι μολαταύτα ένας όμορφος και ποπ, ναι ποπ, πολιτικός δίσκος. Και ο συνδυασμός αυτός έχει ήδη την αξία του.
Και αν πεταχτεί στο σημείο αυτό ο αναμενόμενα (κατά φαντασία και αυτο-αποκαλούμενος) ορθολογιστής-ρεαλιστής, φιλότεχνος όμως βεβαίως-βεβαίως, (στην εποχή των εναλλακτικών δισκοθηκών-άλλοθι των πιο συντηρητικών και αντιδραστικών ιδεών), "και αν δεν της αρέσει η Αμερική και η Δύση να πάει στον Κιμ στην Βόρεια Κορέα ή στους τζιχαντιστές να δει τι έχει να πάθει" ή (σε πιο διανοούμενη εκδοχή) "ναι, αλλά προτάσεις δεν έχει, άλλο το συναίσθημα και άλλο ο ορθολογισμός, καλές είναι οι ουτοπίες, τα όνειρα και οι διαμαρτυρίες, αλλά η πραγματικότητα απαιτεί τεχνοκράτες που να ξέρουν πριν από σας για εσάς, δεν είναι αυτή δουλειά των καλλιτεχνών", δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε ότι στην Ιστορία η τέχνη έχει πολλάκις βρεθεί σε μέρη απάτητα πολύ πριν φτάσει εκεί η κοινωνία και οι πολιτικοί.
Κι ο τίτλος; Hopelessness; Απελπισία; Πέφτουμε λοιπόν στην μαύρη τρύπα; Ούτε αυτόν θα τον πάρουμε τοις μετρητοίς. Όχι τόσο επειδή είναι κατανοητό ότι δεν είναι δυνατόν να ασχολείσαι με την σημερινή πολιτική και να μην σε πιάνει μελαγχολία και ανημποριά. Είναι και ότι ο δίσκος εν προκειμένω αποπνέει κάτι παραπάνω, κάτι το αναθαρρυντικό. Να το πούμε ελπίδα; Ριζοσπαστικό πεσιμισμό, έτσι κάπως λόγια; Κάτι σαν αυτό δηλαδή που είχε πει ο συχνά μνημονευόμενος εσχάτως Αντόνιο (και αυτός) Γκράμσι: απαισιοδοξία στη σκέψη, αισιοδοξία στην πράξη. Γιατί η ζωή και η πάλη συνεχίζεται...