Φαντάζομαι πως κάποιες φορές όλους μάς βρίσκει μια νοσταλγική διάθεση κι αναρωτιόμαστε τι έχουν απογίνει αγαπημένα πρόσωπα του παρελθόντος. "Where have they been?", που έγραψε κι ο μεγάλος τραγικός του καιρού μας.
Φυσικά, όσοι αγαπούν υπερβολικά τη μουσική στη ζωή τους, σε σημείο που γίνεται η ίδια η ζωή τους, συχνά μεταθέτουν το ερώτημα στον κύκλο των χαμένων μουσικών. "Πού να είναι εκείνοι οι φίλοι;", όπως τραγούδησε κάποιος άλλος 'καταραμένος'.
Πού βρίσκεται άραγε ο Σαντιάγκο απ' τους Big Black; Ο Γκρεγκ από τους Husker Du; Ο Μάικλ απ' τους Therapy; Ο Φιλ των Cop Shoot Cop, η Αννέκε απ' τους Guts Pie Earshot, η Μάριον των Dog Faced Hermans, η Κερασιά των Petunia Pig, ο Θοδωρής απ' τη Γενιά του Χάους, πού είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι τώρα που μιλάμε, τι σκέφτονται, τι ονειρεύονται, πώς τα περνούν;
Υποθέτω ότι οι περισσότεροι προετοιμάζονται για κάποια επανασύνδεση ή συνεχίζουν να παίζουν ακάθεκτοι εν αγνοία μου: η γειωμένη εποχή μας δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για ονειροπολήσεις και ρομαντισμούς, γαμώ το.
Όπως και να 'χει, η διάθεση αυτή είναι που μας οδηγεί να αναζητήσουμε την καινούρια δουλειά ενός παλιού καλού φίλου, όταν μαθαίνουμε νέα του. Κανονικά, δε θα 'πρεπε. Σχεδόν πάντα βρισκόμαστε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Παρόμοια και με τον Άντονι Ρέινολντς. Τραγουδιστής παλιότερα των Moose, μ' είχε κερδίσει με τη happy sad ερμηνεία του -ποιος ξέρει, θυμάται κανείς το Jack ep;- κι ορισμένα αριστουργηματικά, εύθραυστα, Buckley-ικά τραγούδια (ίσως αρκεί να αναφέρω μόνο το 'This River Will Never Run Dry').
Πρόσφατα απασχόλησε τον μουσικό τύπο εκδίδοντας μια βιογραφία των Walker Brothers. Κατά τα άλλα, δεν έχω ιδέα με τι ασχολούταν από τότε που τον έχασα, δηλαδή τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια. Αν δεν κάνω λάθος, αυτό είναι το πρώτο του άλμπουμ έπειτα απ' τη διάλυση των Moose.
Ας ξεκινήσουμε κατ' αρχάς με την παρατήρηση πως το British Ballads δεν έχει καμία σχέση με το παλιό του γκρουπ. Αν είναι να σκεφτούμε κάποιο άλλο σημείο αναφοράς από την πρώτη στιγμή, αυτό προς έκπληξή μου είναι οι Tindersticks. Μόνο που ευτυχώς εδώ λείπουν τα δρακουλίνεια φωνητικά και υπεισέρχεται η επιρροή του Σκοτ Γουόκερ. Φανταστείτε μιαν ερμηνεία που ακολουθεί από μακριά τα χνάρια των πρώτων προσωπικών του δίσκων (Scott, Scott II, Scott III κ.λπ.). Έκπληξη Νο 2 - τι έχει μεσολαβήσει και προέκυψαν αυτές οι συγγένειες;
Φυσικά θα μείνουμε με την απορία. Διότι το ερώτημα είναι... 'σοφιστικό'. Πριν από λίγο αγαπητοί αναγνώστες, στην αρχή του τρίτου τραγουδιού και καθώς το γυρνούσα στο μυαλό μου, συνειδητοποίησα ότι ο Ρέινολντς δεν ήταν τραγουδιστής των Moose που είχαν γράψει το (υπεραγαπημένο) κομμάτι 'Jack' αλλά των Jack, που αμφιβάλλω αν είχαν γράψει κομμάτι ονόματι 'Moose' και ούτως ή άλλως δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
Υποθέτω πως ο Φρόιντ με τις θεωρίες του για τη διαταραχή της μνήμης θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σχετικά με το τι συνέβη και τα μπουρδούκλωσα έτσι στο κεφάλι μου. Διαφορετικά, μπορούμε να καταφύγουμε και στον Άκη Πάνου ("Με κάνει και παραμιλώώώ..."). Λάβετε υπόψη ωστόσο ότι ο τραγουδιστής των Moose λέγεται Ράσελ Γέιτς και υπάρχει και ο Άντονι Ράσελ εκεί μέσα (στο... θολωμένο μου μυαλό, ντε). Μ' αυτό το όνομα, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, εντόπισα έναν παπά, έναν κωμικό γ' κατηγορίας και ένα λογιστικό γραφείο. Σε Ράσελ Ρέινολντς βρήκα έναν ορθοδοντικό κι ένα γιατρό. Τρέχα γύρευε.
Ανεξαρτήτως εξήγησης πάντως, το θέμα είναι πως έχω βρεθεί να κάνω κριτική στον Ρέινολντς κατά λάθος. Και είμαι (σχεδόν) σίγουρος ότι δεν κοιμάμαι τώρα που σημειώνω αυτές τις γραμμές. Πάνε στράφι κι όλες οι αμπελοφιλοσοφίες μου περί χαμένων φίλων. Μια σοβαρή review είπα να γράψω κι εγώ... Φτου!
Το άλμπουμ συνεχίζει να παίζει και παρατηρώ κι άλλες 'εκλεκτικές συγγένειες', που δε με χαροποιούν και πολύ. Ανέφερα πριν τον Σκοτ Γουόκερ. Δυστυχώς στο British Ballads δεν έχουμε ούτε Ματθίλδη ούτε Αγγελική ούτε Κυρίες από τη Βαλτιμόρη ή Ναυτικούς που ξέμειναν στο Άμστερνταμ. Και στ' αλήθεια κάτι τέτοιο προβληματίζει: ποπ η μουσική του Γουόκερ, ποπ κι εκείνη του Ρέινολντς. Πώς όμως η δεύτερη καταλήγει να γίνει ανυπόφορη;
Μπορεί να φταίει που η φωνή συχνά ακούγεται μελιστάλαχτη, ενώ δεν καταφέρνει να αποφύγει και την επιτήδευση, η οποία επιπλέον είναι παρούσα και στους στίχους ("How I wish there was blood in my veins/ except for vinegar and wine"). Μπορεί να φταίει ότι στην προσπάθειά του να παίξει κάποιου είδους 'στυλάτη ποπ' σε στιγμές θυμίζει υπερβολικά Divine Comedy και... (και μη χειρότερα!) My Life Story. Ή που ερμηνεία, ενορχήστρωση, παραγωγή, όλα είναι υπέρ το δέον λουστραρισμένα και κυλούν τόσο αρμονικά και ήμερα ώστε στο τέλος σε πιάνει ναυτία (Αλήθεια, πού να βρίσκονται τα μέλη της θρυλικής σαλονικιώτικης HC μπάντας σήμερα;).
Το 'Country Girl', όπου συμμετέχει η Βάστι Μπάνιαν φαίνεται να είναι το καλύτερο τραγούδι, μαζί με τα τρία που προηγούνται, το 'I Know You Know' δηλαδή, το 'Those Kind of Songs' και το 'Bread and Wine'. Από τη μέση και μετά όμως ο Ρέινολντς ψάχνει να βρει ανεπιτυχώς μια κατεύθυνση και το British Ballads γίνεται μάλλον ανιαρό.
Παρ' όλ' αυτά, δε θα τον αφήσω μετεξεταστέο. Αφενός γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να θυμηθώ μια μουσική σκηνή ιδιαίτερα αγαπητή: στους Moose πρόσθεσε τους Chapterhouse, τους Curve, τους Cranes, τους Boo Radleys, τους Ride, τους 5:30, τους Revolver, τους Slowdive... Αφετέρου γιατί αν κάποιος ανελέητος κριτής εξέταζε την κριτική μου θα την είχε διαγράψει εξ αρχής, ως "εκτός θέματος".
Στο μεταξύ το ερώτημα παραμένει: τι έχουν απογίνει οι Moose;