Κάτι Παράξενο
Ο Άρης Καραμπεάζης βάζει στην άκρη κουρασμένες ακροάσεις, στερεότυπες ενοχές, προκαταλήψεις και τις βαριές σκιές του "έντεχνου" και ακούει εις τη νιοστή επανάληψη...
Ακούγοντας σε νιοστή επανάληψη το πρώτο αυτό άλμπουμ του Απόστολου Κίτσου, και σε ατέρμονη το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι (για το οποίο παρακάτω), δεν μπορεί κανείς (από εμάς) παρά να μπει και πάλι από την αρχή στο trip ιδεολογικής (ίσως και ιδεοληπτικής) μανίας σκέψεων γύρω από το τι είναι (και κυρίως τι δεν είναι) έντεχνο και γιατί μας ενοχλεί τόσο πολύ.
Και τούτο διότι το τελικό πρόσημο του δίσκου δεν είναι απλώς (υπερ)θετικό, αλλά βάζει σε ενοχικές σκέψεις και πάλι όσους εδώ γύρω πιστεύουμε ότι η ψυχωμένη μουσική άπτεται μόνο ιδιαιτεροτήτων και ακροτήτων, είτε αυτές παλινδρομούν σε κουρασμένα ήδη post punk χαντάκια, στα οποία άλλωστε οι περισσότεροι πέφτουν και τσακίζονται, είτε σε κάποια ούτως ή άλλως απροσδιόριστη αναθεώρηση αβάντ κύκλου του παρελθόντος, που ολοένα και μεταθέτει προς τα πίσω την έναρξη της electronica.
Είναι τελικά δυνατόν να υπάρξει συναισθηματική ταύτιση αξίας, και όχι μίζερης κλάψας ή σιδερωμένης ευαισθησίας, με clean cut ερμηνευτή με καλοβαλμένη χωρίστρα και πουκάμισο ατσαλάκωτο εις το διηνεκές; Όλα γίνονται ως γνωστόν στον κόσμο της pop, εκτός από το να κάνει τεράστια καριέρα ο Michael Head. Αυτά είναι πράγματα γνωστά.
Σε μουσική του Μιχάλη Καλογεράκη και ποίηση διαφόρων (που θα έγραφε και μια καθώς πρέπει παρουσίαση στην Καθημερινή της κάθε Κυριακής), το άλμπουμ του Απόστολου Κίτσου έχει εύστοχα σύντομη διάρκεια, η οποία αντανακλάται το πρώτον στην επιμελή μουσική ανάπτυξη κάθε τραγουδιού. Ενορχηστρώσεις που ξεφεύγουν μεν από την ευταξία των ωδείων, αλλά είναι σαφές ότι δεν στοχεύουν να την προσπεράσουν ως απαραίτητα μουσειακή. Η σύγχρονη άποψη στον ήχο του δίσκου, που σωστά επισημαίνεται και στα δελτία τύπου που τον ακολουθούν, έχει να κάνει περισσότερο με το ότι όχι μόνο δεν προσβάλλει, αλλά αντίθετα βάζει σε ανησυχίες όσους εμμονικά θεωρούμε πως οτιδήποτε «βρώμικο» στην αισθητική της μουσικής, είναι απαραίτητα και θετικό.
Αυτό το τελευταίο βέβαια έχει σαφώς να κάνει με την υποκειμενική οπτική του κάθε ακροατή, και μιας και σε αυτό το εδώ το site η πλειοψηφία πιστεύει πως δεν υπήρξε Άγιος Coltrane, παρά μόνον Άγιος Lee Pierce, καλό είναι να οριοθετούμαστε (αν και κατά βάση πρόκειται για το ίδιο άτομο). Τα σωστά τοποθετημένα κρουστά, τα πνευστά που δεν διονυσιάζονται, αλλά παρακολουθούν, ένα καλά μελετημένο πιάνο του οποίου κανένα πλήκτρο δεν πρόκειται να σπάσει ποτέ, βιολιά, τσέλα κλπ «φυσικά έγχορδα» όχι εν είδει συναισθηματότροπων strings, αλλά σε ρόλο που προσιδιάζει στον φυσικό τους, δεν συνιστούν απαραίτητα μια ακαδημαϊκή μουσική κόλαση. Δηλαδή τις περισσότερες φορές τη συνιστούν, αλλά όχι εδώ. Και αν σκεφτεί κανείς ότι μια τέτοια κόλαση δεν προσεγγίζεται καν με την έλευση της χορωδίας, αλλά αντίθετα αυτή η τελευταία δίνει τον πανηγυρικά θλιμμένο τόνο στο πιο ισχυρό τραγούδι του δίσκου, τότε σίγουρα ο Απόστολος Κίτσος, που εκτός από ερμηνευτής είναι αυτός που ευθύνεται για το παραπάνω εύστοχο των ενορχηστρώσεων, πρέπει να θεωρηθεί ως ισότιμος συν-δημιουργός του μουσικού- ηχητικού αποτελέσματος.
Από εκεί και πέρα, η επιλογή των ποιημάτων που μελοποιούνται, όπως στις περισσότερες των περιπτώσεων στο είδος, έχει να κάνει κυρίως με αυτό που αυθαίρετα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ερωτικό υπαρξισμό». Δηλαδή όχι απλά «με αγαπάς- σε αγαπώ» κλπ, αλλά ούτε και σκέτο «βουλιάζει ο κόσμος, μαζί με την ψυχή μας», κάτι εκεί προς το «και που σε αγαπώ η ψυχή μου βουλιάζει με τον κόσμο», που είναι και αυτό που όλοι έχουμε στο μυαλό μας νυχθημερόν εδώ που τα λέμε. Αφού ελαφρύναμε το κλίμα επιτυχώς πάντως, να πούμε ότι όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα, στέκονται ως δυνατοί και ικανής έντασης στίχοι προκαλώντας την αφύπνιση του ακροατή τόσο στο πρώτο, όσο και στο δέκατο άκουσμα. Πράγμα σπάνιο για το εν λόγω είδος τραγουδιού.
Μία συγκριτική παράθεση με ότι ψευδεπίκλαψο ακούγεται εδώ και εκεί από κάθε λάθος Νατάσα και κάθε λάθος Ζουγανέλη αρκεί και μόνο για να αποδείξει το αυτονόητο, που μας υποχρεώνει να μην απασχολούμαστε σοβαρά με τις περιπτώσεις τους, έστω και αν προϊόντος του χρόνου έχουν καλύτερα μαλλιά. Θεωρώ ιδιαίτερα ατυχές για το άλμπουμ και τους δημιουργούς του το ότι έχουν να «αναμετρηθούν» με έναν τέτοιο κύκλο αναξιοπαθούντων επί της ουσίας κατασκευαστών μιζέριας, που απλώς αναπαράγουν τη χρόνια ανοησία του εγχώριου προβληματικού τραγουδιού, που δεν ευτύχησε να πεθάνει με το πρώτο εγκεφαλικό της Χάριτος Αλεξίου. Αλλά ο καθένα τραβάει τα ζόρια του, πως να το κάνουμε.
Last but not least, οι καθαρές ερμηνείες του Απόστολου Κίτσου, που ειδικά στους πιο «φορτωμένους» των στίχων, μοιάζει και έχει σαφή συναίσθηση του ότι έστω και ο ελάχιστος λυγμός από την πλευρά του θα ταλάνιζε επικίνδυνα την μόνιμα εύθραυστη ισορροπία μεταξύ μελαγχολικού και κωμικοτραγικού. Έχω την πεποίθηση ότι δεν το κάνει ούτε μια φορά το λάθος, παρότι η ίδια η χροιά της φωνής του, θα μπορούσε εύκολα να τον παρασύρει (μία ιδιόμορφα μη ενοχλητική γέφυρα ανάμεσα σε Βασίλη Λέκκα και στον έναν από τους δύο αδερφούς Κατσιμίχα, που ενίοτε έχει τραγουδήσει και σωστά, αλλά ποτέ δεν μπορώ να διακρίνω ποιος είναι). Δεν ξέρω αν αυτή η συναισθηματική αποφυγή διδάσκεται στα ωδεία, πάντως είτε στους Gang Of Four τη συναντώ, είτε σε στίχους όπως «το νιώθω πως η νέα μου ζωή/τη ρότα της παλιάς μου έχει πάρει» δεν μπορώ παρά να δεθώ αφόρητα συναισθηματικά μαζί της. Και να μη μιλήσουμε τώρα και για την ίδια τη συναισθηματική βαρύτητα αυτού του τελευταίου στίχου και το πως θα μπορούσε να καταστραφεί από τον οποιοδήποτε ανίδεο.
Σημασία τελικά δεν έχει το αν αυτός ο δίσκος, οι δημιουργοί του και κάθε τι επόμενο από αυτούς, θα καταλήξει στο επικίνδυνο file under του «έντεχνου», αλλά το να συμμαζέψουμε όσο γίνεται τα πράγματα και να κατανοηθεί επιτέλους πως ό,τι εδώ και τόσα χρόνια ταλαιπωρεί την αισθητική μας κάθε άλλο παρά «έντεχνο» τραγούδι στην έννοια της παράδοσης που προσπάθησε να κληροδοτήσει ο Χατζιδάκις είναι (παρών και εδώ μέσα από κάποια λόγια του στο τέλος του δίσκου), αλλά ατύχησε λόγω ανικανότητας της μεγάλης πλειοψηφίας των αυτόκλητων κληρονόμων του. Τότε ίσως και οι ακροάσεις μας να είναι κάπως λιγότερο ενοχικές. Διότι το ότι δεν υπάρχουν ακροάσεις με ενοχές, είναι από τις μεγαλύτερες ανοησίες που έχουν γραφεί ποτέ από τους παλιάτσους του crossover.