Τρείς κηδείες κι ένας γάμος θα ήταν πιο ταιριαστός τίτλος, καθώς αυτά είναι τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν με επίκεντρο τον Win Butler και την Regine Chassagne κατά την δημιουργία του 'Funeral'. Το ζευγάρι αποτελεί βέβαια τον βασικό πυρήνα του πενταμελούς σχήματος που, με έδρα το Montreal, περιλαμβάνει ακόμη τον (νεώτερο αδελφό του Win) William αλλά και δέκα περίπου συνεργάτες ανάμεσα στους οποίους και μερικά απ' τα έγχορδα των συμπολιτών Godspeed.
Η χαρμολύπη λοιπόν, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, είναι το συναίσθημα που επικρατεί στο άκουσμα της πρώτης ολοκληρωμένης δουλειάς τους (προηγήθηκε ένα ΕΡ). Είναι βέβαια πολυπληθής (και δαφνοστεφανωμένη) η σχολή αυτών που μεταποιούν σε τραγούδια τα προσωπικά προβλήματά τους κι ακόμη περισσότεροι αυτοί που φορούν τα συναισθήματά τους σαν περιβραχιόνιο (emo). Οι Butler και Chassagne κάνουν εδώ και τα δύο, αντίθετα από την πλειονότητα των προηγούμενων όμως μετέτρεψαν τα προσωπικά τους συμβάντα σε τέσσερις ζοφερές αλληγορίες για την ανθρώπινη ψυχή ('Neighborhood'), βρίσκοντας την δική τους απάντηση στην δύναμη της αγάπης και την ελπίδα για το αύριο. Το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι διανοούμενη αποστασιοποίηση ή φτηνό μελόδραμα, αντίθετα όμως στο 'Funeral' καταγράφηκε μια γιορτή, αναπόφευκτα θλιμμένη αλλά και γενναία.
Η μουσική που δίνει υπόσταση σ' όλα αυτά είναι επίσης ιδιοσυγκρασιακή, κοντά στο νεοϋορκέζικο emo των Walkmen ή των Frenchkicks όπως θ' ακουγόταν αυτό από τους Modest Mouse την εποχή που ο Isaac Brock πολεμούσε ακόμα τους δαίμονές του, η ηχητική παλέτα των Καναδών είναι όμως πολύ πλουσιότερη καθώς χρησιμοποιούν μεταξύ άλλων έγχορδα, ακορντεόν, κλασσικό πιάνο, ξυλόφωνο, μερικές φορές μόνο για να χρωματίσουν κάποιο πέρασμα. Θλιμμένη αλλά ηγεμονικά πολύδωρη pop, αντάξια των Neutral Milk Hotel και διαποτισμένη (μέχρι κορεσμού μερικές φορές) από δραματική ένταση. Υπεύθυνος για την τελευταία είναι βέβαια ο Win Butler που κάνει κάθε τραγούδι ζήτημα ζωής και θανάτου ενώ υπάρχουν στιγμές που φαίνεται να χάνει τον έλεγχο, όπως στο συγκλονιστικό κρεσέντο του 'Laika' όπου κι η Regine Chassagne που προσπαθεί να τον συνοδέψει βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση, στην αποκορύφωση μάλλον του 'Funeral' όπου οι Arcade Fire εξαντλούν ολόκληρο το καθόλου ευκαταφρόνητο ηχητικό οπλοστάσιό τους.
Είναι πολλές όμως ακόμη οι δυνατές στιγμές, όπως το κλασσικό πιάνο στο 'Tunnels' που μεταφέρει και μεταφέρεται από την ένταση του Butler κι ανηφορίζουν μαζί στα ύψη ή ο θρίαμβος του 'Power Out' (το κοντινότερο ίσως στους Modest Mouse) όπου θραύσματα πιάνου, uptempo ρυθμός, μελαγχολικά έγχορδα και ματωμένα riffs ακολουθούν τον ορμητικό συναισθηματικό ποταμό του Butler στο κεντρικό μάλλον τραγούδι του Funeral ("the power's out in the heart of man, take it from your heart put it in your hand"). Ακόμη, η φωτεινή δύναμη του 'Wake Up', το εξαιρετικό 'Rebellion' ή ο πιο ατμοσφαιρικός επίλογος του 'In The Backseat' με την Chassagne να υποδύεται την Bjork καθώς παρακολουθεί τα φύλλα που πέφτουν ακατάπαυστα απ' το οικογενειακό της δέντρο να σαρώνονται απ' το τζάμι του αυτοκινήτου της, σε μια ακόμη ανατριχιαστική αλληγορία.
Τα αναπόφευκτα πιο αδύνατα τραγούδια ('Une Annee Sans Lumiere', 'Haiti') που χαλαρώνουν εμβόλιμα την ένταση των υπολοίπων θα ξεχώριζαν ίσως κάποιου αλλού, συμπληρώνουν όμως την άνιση μερικές φορές εικόνα του 'Funeral' καθώς υπάρχουν στιγμές που η φόρτιση, συναισθηματική ή ορχηστρική, επισκιάζει την τραγουδοποιϊα ενώ οι συγγένειες κι οι αναφορές βρίσκονται συχνά στην επιφάνεια. Λίγη όμως σημασία έχουν αυτά στην πολύχρωμη αυτή "κηδεία" που είναι ταυτόχρονα γιορτή και σε μια δουλειά, από τις κορυφαίες της προηγούμενης χρονιάς, όπου κυριαρχεί το θυμικό στοιχείο και οι (δια)νοητικές προσεγγίσεις και ερμηνείες παρακάμπτονται καθώς στοχεύει απευθείας στην καρδιά. (8,5)
Γιάννης Παπαϊωάννου
_ _ _
Διάβασα προηγουμένως στο αγαπημένο μου Nerve.com μια ατάκα για το Sideways του Αλεξάντερ Πέιν που νομίζω ότι ταιριάζει γάντι στην περίπτωση των Arcade Fire. "Κάποιοι περίεργοι λένε ότι το Sideways παίρνει καλές κριτικές επειδή οι πιο πολλοί κριτικοί κιινηματογράφου είναι εσωστρεφείς losers σαν τον Paul Giamatti και έτσι ταυτίζονται με την ταινία. Ωραία, αλλά ποια είναι η λύση σ'αυτό το πρόβλημα; Να προσληφθούν τοπ μόντελς να γράφουν κριτικές για ταινίες;"
Και μετά ξαναδιάβασα την κριτική του 'Funeral' από το Pitchfork, που τους έβγαλε νούμερο 1 για το 2004 και νούμερο 45 (!) για το πρώτο μισό των zeros (πώς άραγε γίνεται αυτό;). Που ο πρόλογός της έλεγε κάτι για τους ανθρώπους της πόλης, οι οποίοι αντί να καταπολεμούν τη μοναξιά τους, βυθίζονται σ'αυτή και την απολαμβάνουν. Και κάτι τέτοια φιλοσοφο-ειδή από αυτά που μπορεί κανείς να τα λέει παντού και να ρίχνει τις ανά τον πλανήτη Μπρίτζετ Τζόουνς ("βρήκαμε τον ευαίσθητο άντρα"). Βέβαια, μετά σκέφτηκα ότι αν ο δίσκος ενέπνευσε το συντάκτη να τα γράψει όλα αυτά και με τέτοιον όμορφο, είναι η αλήθεια, τρόπο μάλλον άξιζε τους διθυράμβους του. Και όλων των συντακτών δηλαδή που έκαναν hype τους Arcade Fire. Που φυσικά, όλοι αυτοί οι συντάκτες δεν είναι "εσωστρεφείς losers". Ή μήπως νομίζουν ότι δεν είναι; Ή μήπως θέλουν ντε και σώνει να είναι; (ρητορικά τα ερωτήματα, μη βασανίζεστε).
Κάπου εδώ θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε ένα track zapping στο δίσκο. Πρώτο κομμάτι το "Neighborhood #1", ένα βαθύτατα αισιόδοξο, απλοϊκό κομμάτι, από αυτά που μου αρέσουν μεσα στο δίσκο με το απίστευτα συγκινητικό "κι αν το χιόνι μας καλύψει / εγώ θα φτιάξω ένα τούνελ / από το παράθυρό μου στο δικό σου". Ακολουθεί το δεύτερο "Neighborhood", το αδιαμφισβήτητο highlight του δίσκου με κοφτερές κιθάρες, επιθετικούς και αληθινούς στίχους ("αν θέλεις κάτι / μη ζητάς τίποτα / αν δε θες τίποτα / μη ζητάς κάτι"), πραγματικά υπέροχο. Ακολουθεί το ηλίθιο "Une Annee Sans Lumiere", μια ατυχής επίδειξη ρομαντισμού, γαλλικών και πιάνου. Από τα κομμάτια, που εάν βρίσκονταν σε άλλο δίσκο κανείς ποτέ δε θα τους έδινε καμία σημασία. Κι όμως ελέω των υπολοίπων εισπράττει κι αυτό ενθουσιώδη σχόλια. Κι ακολουθεί το τρίτο "Neighborhood". Μια ωραία μελωδία με μια πολύ ιδιαίτερη δύναμη μέσα της, αλλά στίχους διακοσμητικούς. Είναι συνηθισμένη περίπτωση, περίπτωση που εγώ ονομάζω "ψεύτικοι στίχοι". Διάφορες βαρύγδουπες, εύηχες, καταθληπτικές, δήθεν αλληγορικές ασυναρτησίες που έχουν σκοπό να συνοδεύσουν τη μουσική και να αξιοποιήσουν την ηχητική των φωνητικών που ίσως αν απουσίαζαν το κομμάτι, αυτό να έμοιαζε φτωχότερο. Ακολουθεί το αδιάφορο τέταρτο "Neighborhood". Είναι η στιγμή που όλη αυτή η κλάψα έχει αρχίζει να σε εκνευρίζει, λες και θα πρέπει να είσαι με το ζόρι δυστυχισμένος, αλλιώς θα σε κατατάξουν στην κατηγορία "ρηχός, κυνικός αλήτης που ενδιαφέρεται μόνο για ποδόσφαιρο και γκόμενες" (τι αβαθής τρόπος σκέψης, αλήθεια).
Όλο αυτό το κλίμα συνεχίζεται με το "Crown of Love". Και εδώ καταρίπτεται η μαλακία περί ποίησης των στίχων. Αν άκουγες "Αν με θες ακόμη / Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με / Το στέμμα της αγάπης δε βρίσκεται επάνω μου" από τα χείλη του Νότη ή του Ρέμου θα το σκεφτόσουν και δεύτερη φορά; Ή μήπως δεν είναι γελοία αυτή η αλλαγή της μουσικής στο τέλος του κομματιού, λες και εισέβαλλε στο στούντιο την ώρα της ηχογράφησης η Ντόνα Σάμμερ (όπως μπορεί να κατάλαβες το "Crown of Love" το θεωρώ τη χειρότερη στιγμή του δίσκου). Ακολουθεί το κάπως καλύτερο "Wake Up". Επιτυχημένα θλιμμένο με ένα πολύ όμορφο τρίστιχο ("Children wake up / hold your mistake up / before they turn the summer into dust" -δεν επιδέχεται μετάφρασης). Και μετά η Αϊτή μπαίνει στο σκηνικό. Πολύ προσωπικό κομμάτι για να δεχτεί κριτική μια και η Αϊτή είναι η πατρίδα της τραγουδίστριας. Προσωπικά το βρήκα κάτι σαν το "Girl from Ipanema" μιας Astrud Gilberto που στην πορεία πληγώθηκε και μάτωσε. Και ακολουθεί το δεύτερο καλύτερο κομμάτι του δίσκου, το "Rebellion". Είναι η τρίτη φορά που οι Arcade Fire σε ετούτον εδώ το δίσκο καταφέρνουν να γίνουν θλιμμένοι και αισιόδοξοι με έναν πολύ θετικό τρόπο, που εξακολουθεί να μου αρέσει, παρ'όλες τις μαλακίες που προηγήθηκαν. Και ο δίσκος τελειώνει με το κάπως επικό "In the Backseat". Όμορφο.
Και πολλοί πιθανόν να αναρωτηθήκατε ποιο είναι το point μου, γράφοντας όλα αυτά. Αυτό που κατάλαβα εγώ λοιπόν από αυτόν το δίσκο, είναι ότι αν τον απογυμνώσουμε από κάθε είδους συναίσθημα και background, είναι ότι προκειται απλά για έναν δίσκο με πολύ καλές και πολύ κακές στιγμές, ο οποίος όμως έχει μια ιδιοφυή σύνδεση μεταξύ των κομματιών και έτσι οι κακές στιγμές μετριάζονται και οι καλές αποθεώνονται. Οπότε αν η κρίση λειτουργούσε μηχανικά, ο δίσκος θα εθεωρείτο μετριότητα ("if love was an equation we'd have a boring nation" Console - Into the Universe), ίσως δε και να είναι.
Το δεύτερο πράγμα που κατάλαβα από αυτό το δίσκο είναι ότι το αν θα σου αρέσει εξαρτάται από τη διάθεση που θα έχεις εσύ όταν τον ακούσεις. Όταν τον ακούσεις σε κάποια δύσκολη στιγμή σου, θα σου φανεί συγκλονιστικός. Αν τον ακούσεις σε κάποια στιγμή χαράς θα σου φανεί βαρετός και κακός, αν τον ακούσεις σε μια αδιάφορη στιγμή θα σου φανεί αδιάφορος. Η μουσική όμως υποτίθεται ότι δεν είναι έτσι. Υποτίθεται ότι σου μεταφέρει αυτή τη διάθεσή της και σε βάζει στον κόσμο της και όχι το αντίθετο. Η ταμπέλα "μουσική για δύσκολες ώρες" μου φαίνεται ισάξια με την ταμπέλα "μουσική για εύκολες ώρες", με χαρούμενους στίχους, χορευτική μουσική και βιομηχανοποιημένο μάρκετινγκ, που δεν ακούγεται με τίποτα όταν δεν έχεις καταπιεί καμιά δεκαριά Πρόζακ. Και μην ακούσω αηδίες του τύπου με την ίδια λογική και οι Joy Division "μουσική για δύσκολές ώρες" έκαναν τότε. Οι Joy Division δεν είχαν μέτρια ή κακά τραγούδια, ούτε έκαναν σα μαλακισμένα επειδή πέθανε η γιαγιά τους (μα για όνομα...).
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω κάτι που από μουσικοκριτικής πλευράς μοιάζει απαράδεκτο, δεν ξέρω καν αν θα έπρεπε να το γράψω. Το "Funeral" στο συνολό του έχω την αίσθηση ότι κάνει κακό. Και μιας και ονομάζεται "Funeral", θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα μιας κηδείας. Είναι σαν ένας συγγενής να σου λέει μετά το θάνατο κάποιου αγαπημένου σου ότι "πρέπει να είσαι συνεχώς θλιμμένος από εδώ και πέρα", ότι "ο άνθρωπος που έχασες ήταν πολύ σημαντικός για σένα", ότι "πρέπει να θρηνείς διαρκώς", ότι "οι ηλίθιοι μόνο ξεχνούν". Αντί να σου πει "η ζωή συνεχίζεται, σταμάτα να φέρεσαι σαν αυτοανακυρηγμένος 'εσωστρεφής loser', επιτέλους, σκάσε και κολύμπα!" (6)
Ηλίας Νικολαϊδης