Από το 'Funeral' ήταν πολλοί που είχαν διαπιστώσει ότι οι Arcade Fire δεν έπαιζαν ΤΙΠΟΤΕ το πραγματικά καινούριο, και από την άλλη ΚΑΝΕΝΑΣ δεν έπαιζε σαν αυτούς. Και σχεδόν όλοι τους λάτρεψαν και θα συνεχίσουν να το κάνουν και μετά το 'Neon Bible'. Όσοι είχαν "ανακαλύψει" τις γραμμές του μπάσου των U2, τα ξεσπάσματα των Pixies, το στήσιμο κάπου ανάμεσα σε Talking Heads και Franz Ferdinand, θα κρατήσουν όλα αυτά και θα προσθέσουν επιρροές από Springsteen και Bowie, μέχρι ό,τι τραβάει η όρεξή σας.
Άλλωστε, στη μουσική, όπως σε όλες τις τέχνες, τα πράγματα είναι στον αέρα και αυτό που τελικά μετράει είναι ποιος θα τα "πιάσει" πρώτος.
Τώρα που πια όλοι ξέρουν πώς ακούγονται οι Arcade Fire (στο φινάλε η anthem pop τους είναι μια ακόμη μετάλλαξη indie ρομαντισμού), κανένας δεν θα εκπλαγεί με το δεύτερο μεγάλο δίσκο τους: Σπουδαία τραγούδια, μελωδίες συμπαγείς και ευάερες, new wave κιθάρες, ριπές από έγχορδα και τύμπανα, επίμονες νότες στο πιάνο, ακουστικές κιθάρες και καμπάνες, πνευστά που γιορτάζουν, synth κρεσέντο, καταιγισμός από "hey-hey" στην επανεκτέλεση του 'No Cars Go', ουγγρική ορχήστρα, στρατιωτική χορωδία, λυπητερές μπαλάντες, θρησκεία (και διακωμώδησή της) και πόλεμος, φόβος και έρωτας, εκτελέσεις τόσο παθιασμένες που φτάνουν στην απόλυτη παράδοση. Και αποφεύγουν να δώσουν απαντήσεις, παρά μόνον προσφέρουν συναισθηματική αποσυμπίεση.
Αυτό που κυρίως αλλάζει σε σχέση με το 'Funeral' είναι ότι ο Butler τραγουδάει πολύ καλύτερα, η Chassagne επεμβαίνει κάπως σπανιότερα, οι φωνές συναντιούνται, αναχωρούν, επιστρέφουν, ψάχνονται και απομακρύνονται ξανά. Υπάρχει μια πιο επαγγελματική και ακριβής δουλειά στα έγχορδα, σχολαστικότητα και λεπτολογία στις ενορχηστρώσεις. Και αν ισχύει ακόμη η διάκριση indie και mainstream, οι Arcade Fire του 'Neon Bible' έχουν και τα δυο πρόσωπα: ιδιορρυθμία στη δομή και τις ενορχηστρώσεις, αναφορές λιγότερο ελιτίστικες από πριν και στίχους πιο χειροπιαστούς και πιασάρικους. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα πουλήσουν πολύ περισσότερο από το 500.000 αντίτυπα του προηγούμενου δίσκου.
Οι Arcade Fire είναι συνωμοτικοί, μυστηριώδεις και μαγευτικοί, ώστε είναι ευπρόσδεκτες ακόμα και οι κατεργαριές και το εξεζητημένο μπαρόκ. Δε μπορώ να σκεφτώ κανένα άλλο παράδειγμα group που να ακούγεται τόσο επικό και να κατάφερε να μην γελοιοποιηθεί. (8,5)
Θανάσης Παπαδόπουλος
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θυμάμαι λοιπόν, ότι αμέσως μετά τον απρόσμενο εμπορικό θρίαμβο των Offspring με το Come Out And Play και εν μέσω του punk ξεσαλώματος που επικρατούσε σε όλο τον κόσμο με δαύτους, τους Green Day... και κανέναν άλλον, κυκλοφορούν οι Fugazi το Red Medicine (και κάνουν μια χαψιά όλους τους προαναφερθέντες). Η κατά τα άλλα συμπαθής και ζόρικη Λένα Σαϊτάνη σπεύδει να προφητεύσει τη... διαφαινόμενη τεράστια επιτυχία και το συνεπακόλουθο sellout των Fugazi..., ξεκινώντας (την πέραν τούτου απογειωτική κριτική της) με την αλήστου μνήμης φράση "Οι Fugazi δεν είναι πια δικοί μας. Είναι έτοιμοι να αρπαχτούν από το εφηβικό κοινό των Offspring. Δεν ανήκουν πια σε εμάς". Ή κάπως έτσι, τέλος πάντων (δεν έχω καλή μνήμη και δεν βρίσκω και το τεύχος). Έκτοτε, οι Fugazi ως γνωστόν παραμένουν περισσότερο "δικοί μας" παρά ποτέ, ίσως δε, να είναι και το μοναδικό συγκρότημα της εναλλακτικής punk σκηνής που βρήκε ανοιχτή την πόρτα του mainstream και φρόντισε να τη διπλοκαρφώσει μην τυχόν και ξεγελαστούν ποτέ και περάσουν απέναντι. Η Λένα πάλι, κρύβεται κάπου στο Βερολίνο και πιθανολογώ ότι έχει σταματήσει τις προβλέψεις.
Αφού έφαγα και πάλι 178 λέξεις χωρίς κουβέντα για το θέμα... συνεχίζω αμετανόητος και σπεύδω να πω ότι κάτι με σπρώχνει να βγω και να φωνάξω κι εγώ το ίδιο ακριβώς πράγμα για τους Arcade Fire και το δεύτερο υπερ-αναμενόμενο άλμπουμ τους, που ήδη γίνεται δεκτό με ποτάμια ενθουσιασμού σε όλο τον γνωστό και άγνωστο κόσμο. Και κάτι από την άλλη με κρατάει να κρατήσω το στόμα μου κλειστό (και δεν είναι ο Πανότας αυτή τη φορά...!). Λες τελικά οι Arcade Fire να μην ανήκουν πια εδώ; Να μην είναι πια δικοί μας; Και ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι αυτοί, βέβαια. Αν είμαστε οι mouth to mouth προβοκάτορες του Funeral, γιατί άραγε μια μπάντα πρέπει να μένει σε εμάς και να μην περνάει μπροστά από εμάς; Έχουμε όμως, ξαναδεί το σκηνικό με μπάντες που ξεκινάνε ιδανικά και καταλήγουν φιάσκο. Όπερ...
Το Neon Bible ξεκινάει ακριβώς έτσι: βιβλικά, βερμπαλιστικά, φιλόδοξα, κλασικά και με έγχορδα που σηματοδοτούν την θέσπιση του gospel rock ιδιώματος ως το νέο trend των indie ακροατηρίων (που έχω φτάσει... να ξεκλέβω μουσικές ατάκες από τη Ροζίτα!). Χαϊδεύει τα αυτιά του ακροατή το Black Mirror, όσο τίποτε άλλο φέτος. Με συγκρατημένα surreal θεματολογία σε πείθει ότι το θέμα πλέον είναι πέρα από τα όρια της λογικής. Τα έγχορδα και το ποιηματάκι του mirror mirror on the wall όμως, είναι σαφώς υπέρ της επικρατούσας ελεγχόμενης αισθητικής (ή έστω αυτής του Bowie!). Κι αν παρουσιάζονται σαν αρνητές του κόσμου οι Arcade Fire και αν στέκονται επιτηδευμένα στην αντίθετη μεριά, αυτή τη φορά θα συνταχθούν μαζί με όλους. Το καταλαβαίνεις αμέσως! Τραγούδια σαν το Keep The Car Running με το πολυπόθητο κρεσέντο και το "ελαφρύ τρεξιματάκι" στη διάρκεια είναι καλοδεχούμενα, ειδικά μέσα στον κατάδικό τους, σαγηνευτικό, wall of sound που έστησαν οι Arcade στο ιδιόκτητο στούντιο-εκκλησία τους. Δεν ήταν όμως, αυτό το ζητούμενο... Το ζητούμενο μάλλον δεν ήρθε.
Σα σύνολο το Neon Bibles δεν υπερβαίνει ούτε το Funeral, ούτε τις προσδοκίες μας, ούτε την ίδια τη μπάντα που το δημιούργησε. Και εδώ πρόκειται για την εξαίρεση που θέλει όντως το συγκρότημα να χρειαστεί να ξεπεράσει τον εαυτό του για να αποδείξει ότι είναι σπουδαίο. Το Black Waves/ Bad Vibrations παραμένει μετά από αρκετούς πλέον μήνες ακροάσεων η πιο πολύτιμη στιγμή του δίσκου. Η στιγμή εκείνη που βρίσκει τον κόσμο των Καναδών πραγματικά δικό τους και πραγματικά ιδανικό για να "ξεγελαστεί" κανείς μέσα του. Η πολυπόθητη ένταση της καθάρσεως που (κακώς) αναζητείται (και αναζητείτε) διαρκώς, βρίσκεται εδώ. Από το 1:40 λεπτό μέχρι το 2:29 -που θα έλεγε και ο Πατώκος- όπου ο βομβητής-συναγερμός των κρουστών υπερκαλύπτει τα πάντα, η "προσταγή" επαναλαμβάνεται στο άπειρο και έρχεται ξανά η χορωδία να σου υπενθυμίσει τις αρετές της υπερβολής.
Από την άλλη, ολόκληρο το Neon Bibles είναι ένα μάθημα σύγχρονης indie μηχανικής προς παραγωγούς, μηχανικούς ήχου κ.λπ. που έχει όλα τα φόντα να περάσει όντως από την απέναντι μεριά και να καθιερώσει τη νέα άρχουσα τάξη στον ήχο των ροκ άλμπουμ του άμεσου μέλλοντος. Αν η ψευδο-ηλεκτρονική ψυχεδέλεια του OK Computer αντιγράφηκε από εκατό μπάντες, η αριστοκρατική μπαρόκ ψυχεδέλεια του Neon Bibles είναι μια ακόμη στροφή του ροκ ήχου στις αρετές του παρελθόντος του, που περιμένει να αντιγραφεί από μερικές εκατοντάδες. Και της αξίζει με το παραπάνω να γίνει αυτό (αν τώρα δεν γίνει, φουντάρω κι εγώ ως ψευδοπροφήτης).
Εν μέσω όλων αυτών, οι Arcade Fire παραμένουν εν μέρει μια τολμηρή μπάντα. Το άλμπουμ κλείνει με ένα υπεράνω κριτικής κλειστοφοβικό μουρμουρητό, το πραγματικό funeral song της μπάντας, με το εκκλησιαστικό όργανο να ακολουθείται και στο τέλος να κατασπαράζεται από βαριά εμβατηριακά κρουστά. Καταλήγει δε εξωστρεφές... ένα Christina The Astonishing σε πρώτο πρόσωπο, μια τελική θέση επί των πραγμάτων, που μοιάζει και είναι η ισχυρότερη όσων όλων ακούστηκαν στα προηγούμενα δέκα τραγούδια. Εκτός ίσως, από το (Antichrist Television Blues), στα πέντε ολόκληρα λεπτά του οποίου οι Arcade Fire σχεδόν κλέβουν από τα χέρια των U2 τα πρωτεία του προβληματισμένου φιλοσοφικού ροκ, που με σπασμένες ακουστικές κιθάρες και λαχανιασμένα φωνητικά σε πείθει να το απολαύσεις χωρίς ουδόλως να προβληματίζεσαι.
Ενδιαφέρει ακόμη κανέναν εκεί έξω αν μετά το Neon Bible οι Arcade Fire είναι απολύτως έτοιμοι να κατακτήσουν τον κόσμο; Ή μήπως κάποιοι από εσάς ψάχνονται ήδη για την επόμενη μπάντα που βαθιά μέσα τους και μόνο θα κατακτήσει κάτι σπουδαιότερο από τον κόσμο ολόκληρο. Συνταχθείτε! (8)
Άρης Καραμπεάζης