Μερικές φορές τα πράγματα κινούνται απ' την ανάποδη. Πρέπει ή εσύ να είσαι ψυλλιασμένος ή αυτά να εκτραπούν για να το πάρεις χαμπάρι και να σταθείς. Αν έστω κι έτσι όλα κυλήσουν φυσιολογικά και ανώδυνα, γίνονται τόσο οικεία ώστε περνάνε απαρατήρητα και, βεβαίως, τότε δεν τίθεται καν θέμα. Το όποιο, τέλος πάντων...
Πέρασε δεν πέρασε ενάμισι χρόνος που οι βρετανοί γκρέμιζαν τα τείχη για να περάσει ο Alex Turner και η παρέα του απ' το Sheffield, ως η μεγαλύτερη pop αποκάλυψη της Γηραιάς Αλβιόνας από... την προηγούμενη! Όταν το ντεμπούτο τους τελικώς κυκλοφόρησε, λεηλάτησε τις πωλήσεις από την πρώτη κιόλας βδομάδα. Μέχρι εκεί, όμως. Αφού πλήρωνες στο ταμείο, πήγαινες σπιτάκι σου και ξάπλωνες το δίσκο στο cd player σου, όλα ακούγονταν μετριασμένα. Όπως ακριβώς ήταν απ' την αρχή, δηλαδή.
Κι οι Arctic Monkeys, προσωρινά, παγιδεύτηκαν μέσα στη δέσμη των προβολέων, του management και της πάντοτε παραφουσκωμένης ειρωνείας του. Αυτό θέλουν να πουν με άλλα λόγια και οι ξένοι συνάδελφοι που γράφουν και ξαναγράφουν τη λέξη "over-hyped" σε κάποιες κριτικές που έχουν ανέβει εδώ κι εκεί για το παρόν καινούργιό τους.
Να, όμως, που αυτοί οι νεαροί μας έδειξαν ότι παρά το μικρό της ηλικίας τους μπόρεσαν να πάρουν αποφάσεις στο θέμα τακτικής με την αναλυτική σκέψη ενηλίκων, που οι ίδιοι ασφαλώς ακόμη δεν είναι. Και το "Favourite Worst Nightmare", ως το απτό αποτέλεσμά τους, δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς, το προβλέψιμο, αναμενόμενο βήμα, η προέκταση των κεκτημένων με βάση τη λογική. Δε φαίνεται καν να προσπαθούν να διατηρήσουν την ένταση του περσινού hype γύρω απ' το όνομά τους, την αφήνουν να συνεχίσει μόνη της. Φέτος απέκτησαν το απαιτούμενο υλικό ώστε οι συναυλίες τους να είναι από μόνες τους γεγονός όπου κι αν παίξουν. Συνοπτικά, σ' όλα αυτά οφείλει κι ο νέος τους δίσκος την επιτυχία του, γιατί όντως αυτός ο δεύτερος δίσκος των Arctic Monkeys τον χαρακτηρισμό που διεκδικεί και παίρνει από την πρώτη ακρόαση είναι αυτόν του επιτυχημένου.
Μετακίνηση, λοιπόν, από την απλά κιθαριστική brit-pop άνευ ειδικών απαιτήσεων, που με το "Fake Tales Of San Francisco" έπιανε ταβάνι και αυτό ήταν, στην πιο σκληρή, πιο πολύπλοκη, πάλι brit-pop (αυτό για να αλλάξει κάπως πρέπει να έχεις πατήσει τα τριάντα σε εκείνον τον τόπο), με συμπυκνωμένη δομή, κοφτούς ρυθμούς, ρεφρέν εμπροσθοφυλακές που πιάνουν τόπο, έξυπνες γέφυρες και με 12 τραγούδια σε 37 λεπτά που απελευθερώνονται άμεσα, χωρίς την οποιαδήποτε καταπραϋντική παρεμβολή, από το νευρικό σύστημα.
Αν πάρω τη βινιλιακή έκδοση της Domino -έτσι κι αλλιώς όσα ανέφερα προηγουμένως στην εποχή των πικάπ μας πάνε, ταιριαστής μ' αυτό που επελέγη να παιχτεί εδώ- τότε έχω και τον ιδανικό διαχωρισμό του δίσκου σε δύο εξάδες. Το λέω για να ψηφίσω τη δεύτερη κι ας απέχει από το opening track και single "Brainstorm". Αυτή είναι που αρχίζει και τελειώνει με τα σπουδαιότερα τραγούδια του σετ, τα "Do Me A Favour" και "505". Η μπάντα έχει αποκτήσει μια άνεση στην αφήγηση. Αυτό εξηγεί και το γιατί τώρα ακούγεται και πιο εκφραστική. Και μπορεί οι κιθάρες, καθώς και το τραγούδι του Alex Turner, θέλοντας και μη να είναι στο επίκεντρο, ωστόσο, συχνά πυκνά το drumming του Matt Helders είναι που κερδίζει πόντους.
Είναι δεδομένο ότι σ' αυτό το δύσκολο comeback οι Arctic Monkeys δεν έχουν αλλάξει ως προς το ποιόν της pop τραγουδοποιΐας τους, αυτήν συνεχίζεις να τη βιώνεις από χαμηλά και περί απαιτήσεων ούτε λόγος. Αυτό που έχει αλλάξει πλέον είναι ο τρόπος, το όλο στήσιμο, που αποκτάει μια διαφορετική ουσία και (επιτέλους!) ένα σκοπό. Τι κι αν υπάρχουν στιγμές που όλα μοιάζουν να συγκατοικούν με την αποτυχία στο διπλανό δωμάτιο; Η αποτυχία σε αυτό το στιλ είναι σχεδόν συστατικό του, που ολότελα να το αποφύγουν δεν μπορούν.
Θα συμφωνήσω ότι ο παρόν δίσκος δεν παύει πρωτίστως να έχει γραφτεί γι' αυτούς που συμπαθούν το πνεύμα από το οποίο είναι φτιαγμένος. Είναι ένα άρτι αφιχθέν προϊόν, αλλά πολύ παλιά η συνταγή. Ανέκαθεν, όμως, το ίδιο γινότανε, από τον Elvis Presley ακόμα.
Κλείνοντας, θα αναφέρω τις επιρροές που τουλάχιστον υφολογικά και στη γενικότερη αισθητική μοιάζουν, αν συνδυαστούν, να βγάζουν έναν απόγονο κοντινό του παρόντος: είναι οι The Jam και Franz Ferdinand. Αμφότεροι πρώιμοι, είναι θέμα γωνίας επιλογής.