Γιος Της Αφής
Με μερικά απ’ τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια με ελληνικό στίχο. Του Πάνου Πανότα
Φαίνεται λοιπόν πως η εγχώρια μουσική Ιστορία δεν θα τελειώσει ποτέ με τους αιφνιδιασμούς της - συχνά διατυπωμένους με πανέμορφη ειρωνεία, ευτυχώς. Στις μέρες μας βέβαια ο τραγουδοποιητικός λόγος κατέστη κάπως παράξενος, λες κι αρθρώνεται δύσκολα υπό την πίεση του γενικότερου κλίματος. Ακόμη κι εξαιρετικοί δίσκοι σαν το «Κουστουμάκι» –ίσως ο πιο σημαίνων ελληνόφωνος της τρέχουσας δεκαετίας ως τώρα– στα χρόνια που μεσολάβησαν απ’ την κυκλοφορία τους έπαψαν να αποτελούν ριζοσπαστική εναλλακτική λύση ακριβώς επειδή η αρχική ιδέα αυτών απαίτησε κατόπιν προσαρμογές που όμως δεν κατέστη δυνατό να της δοθούν.
Επικροτούμε απόλυτα επομένως το ότι ο Άρης Διαμαντής προτίμησε τη δική του, διαφορετική εξήγηση σε μια τραγουδοποιΐα καθηλωμένη στην επανάληψη. Την οποία και παραθέτει πληρέστατα στο φετινό ντεμπούτο του «Γιος Της Αφής» - δηλαδή με τίτλο το όνομα που σκέφτηκε ως προσωνύμιο για τις εμφανίσεις του κατά το πρόσφατο παρελθόν. Προκύπτει έτσι, ξαφνικά κι ανυποψίαστα, μια καινούργια, ανανεωμένη σχέση που αφορά στο ελληνικό τραγούδι και σε μας.
Είναι παρά πολύ σημαντικό πια το να βρίσκεις νέους συνθέτες που να επινοούν δρόμους. Να τους επινοούν, κι από την στιγμή που ακούσεις τη δουλειά τους να μην χρειάζεται να διευκρινισθεί τίποτα απολύτως για το πώς αλλά μόνον για το ποιος.
Ο «Γιος Της Αφής» είναι καταρχήν δουλεμένος με επιμονή κι επιμέλεια. Γίνεται εμφανές αφουγκραζόμενοι τις μικρές πινελιές των έντεκα κομματιών που περιέχει πως του έχει αφιερωθεί πολύς χρόνος στο δημιουργικό του σκέλος καθαυτό. Παράμετρος βασική για να ’χουμε στα τραγούδια τούτη την περιεκτική εξέλιξη σε διάρκειες των τριών-τεσσάρων λεπτών.
Δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στον Γιάννη Καρρά (King Elephant, Baby Guru) μιλώντας για το αξιοπρόσεκτο επίπεδο ενορχήστρωσης του άλμπουμ. Ωστόσο αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθετικές σπίθες περνούσαν επί του προκειμένου με αμφίπλευρα ελεύθερη κίνηση από τον Διαμαντή στους άλλους μουσικούς που συμμετέχουν, τον Καρρά και τον Κωνσταντίνο Αλιφέρη. Ώστε να ολοκληρωθούν εντυπωσιακά σε ό,τι ακούμε στα καταλυτικά «Αν Ρωτάς», «Έλα Να Σμίξουμε Πάλι», «Αδέξιο Τοπίο» κι ύστερα στα «Στο Πάτωμα», «Είσαι Από Ένα Μέρος», «Ανώνυμο», «Κάτι Θαμπό» κι «Ο Ξεναγός» - μερικά μόνον απ’ τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια με ελληνικό στίχο που έφτασαν φέτος στα αφτιά μας.
Οι ικανότητες του Άρη Διαμαντή τού προσφέρουν μια ασφαλή αίσθηση ταυτότητας δίχως πλεονασμούς. Ως δημιουργός, δουλεύει από προσωπική επιλογή τα ελληνικά πάνω και μέσα σε ένα περιβάλλον μουσικών επιρροών που συντονίζεται με την ηλεκτρονικά πειραγμένη ψυχεδελική ποπ. Αν ο σκοπός ήταν εξαρχής το εύλογο, τότε ο αγγλικός στίχος θα βρισκόταν στις ιδρυτικές σκέψεις εδώ. Όμως δεν ήταν. Κι ορθά, η κοινοτυπία έγινε επικίνδυνη περιοχή.
Οπότε στο παρόν προΐσταται η μεγαλύτερη αμεσότητα της ντόπιας γλώσσας. Αλλά κι η ολοκληρωτική έκθεση στη λεπτή ισορροπία και το αδιαφανές λάθος που η τελευταία συνεπάγεται, αφού όπως μας δίδαξαν τα προηγούμενα χρόνια ο Παντελής Ε. Δημητριάδης κι ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, μα και παλιότερα ο Πέτρος Θεοτοκάτος, η ιδιοφυής έμπνευση και το παραλίγο σκουπίδι απέχουν ελάχιστα και κάποτε μόλις ένα κόμμα.
Στο πέρασμα του χρόνου, δεν αναδεικνύονται μέσα από τεχνάσματα και πλασματικά συμπληρώματα τελικά τα μεγάλα τραγούδια. Χρειάζεται ο νους που τα καθοδηγεί να ρισκάρει ακόμη και την ύπαρξή του για να τα γράψει. Αυτήν την αναμέτρηση-ξεγύμνωμα επιδιώκει κι ο Διαμαντής. Για να τονίσει την αντίθεση με τον τρόπο που στην πραγματικότητα λειτουργούν τα πράγματα, τραγουδάει ο ίδιος και μπλέκεται με μία πολύ υποχωρητική στην υπόνοια ερωτοτροπία στα λεγόμενά του. Λες και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του σ’ ένα συνεχές γίγνεσθαι το οποίο εντούτοις μπορεί και παράγει πολύ σπουδαία μουσική.