Les Stances à Sophie
Ένας από τους σπουδαιότερος τζαζ (με διάφορα επίθετα) δίσκους της ιστορίας, κατευθείαν από το 1970 και το Παρίσι, κέντρο της... αμερικανικής τζαζ (και τότε και σε πολλές άλλες φάσεις του 20ου αιώνα). Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Δε σας κρύβω ότι καταρχάς υποκύπτω σκόπιμα στον πειρασμό να δυναμιτίσω το “Les Stances à Sophie”, γιατί μόνο έτσι κρίνω πως ίσως μπορέσω να το περιγράψω καλύτερα.
Αλήθεια, ποιον θα μπορούσε να ενδιαφέρει το 2023 η επανακυκλοφορία ενός σάουντρακ του 1970, που έντυσε μια ξεχασμένη ταινία του Moshé Mizrahi, η οποία δε λες με τίποτα πως άφησε ανάγλυφο το αποτύπωμά της στο ευρύτερο ή έστω στο γαλλικό σινεμά; Ή μήπως μπορεί να υπάρξει κάποιος που ακούγοντας τους στίχους: “Your head is like a yoyo/Your neck is like the string/Your body’s like a camembert/Oozing from its skin”, θα τρέξει να το αγοράσει; Εντάξει, αρκετά ως εδώ. Δε μπορώ να εξακολουθήσω την αποδόμηση ενός σπουδαίου δίσκου και δηλώνω απερίφραστα ότι ανήκω και στις δύο παραπάνω κατηγορίες ως ενδιαφερόμενος. Εκμεταλλευόμενος μάλιστα την ανοχή που προκύπτει από την ετεροχρονισμένα διαδραστική σχέση μας, προτιμώ να τον προσεγγίσω δια της τεθλασμένης οδού, γυρίζοντας πίσω στο χρόνο και ειδικότερα στο Σικάγο στα χρόνια που ακολούθησαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά.
Βρισκόμαστε στο επίκεντρο της κινητοποίησης για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ εξαπλώνονται οι διαδηλώσεις ενάντια στο ρατσισμό και τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Ο όλος ξεσηκωμός υποστηριζόταν και μουσικά από διάφορες jazz μπάντες, των οποίων τα μέλη συσχημάτισαν την Black Artists Group και την Association for the Advancement of Creative Musicians. Μέλη της τελευταίας υπήρξαν ο τρομπετίστας Lester Bowie, οι σαξοφωνίστες Joseph Jarman και Roscoe Mitchell, ο μπασίστας Malachi Favors Maghostut και ο ντράμερ Don Moye. Δηλαδή τα μέλη των Art Ensemble of Chicago. Μιας μάλλον εκκεντρικής παρέας κοινωνικοπολιτικά ευαισθητοποιημένων εξαιρετικών μουσικών, που έδινε θεατρική διάσταση στις ζωντανές της εμφανίσεις και ξεχώριζε για τις ενδυματολογικές επιλογές της, που ήθελαν τον Bowie να φορά ιατρική μπλούζα και τους λοιπούς αφρικανικές φορεσιές, έχοντας βαμμένα ολόκληρα τα πρόσωπά τους.
Μέχρι την κυκλοφορία του “Les Stances à Sophie” είχαν περάσει τρία χρόνια δισκογραφικής παρουσίας της μπάντας που στην πορεία ονομάστηκε Art Ensemble of Chicago, κατά τα οποία ήδη είχαν φανεί οι δυνατότητες των μουσικών της να πειραματιστούν με τα όρια της jazz. Οι βιαστικοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τον ήχο τους ως free jazz, για να έχουν εκ του ασφαλούς μια απάντηση σε κάθε διαφωνούντα, αλλά μάλλον δεν ήταν έτοιμοι να αγκαλιάσουν την avant-garde προοπτική που έσπαζε τις πάντα σεβαστές jazz φόρμες για να τις αναδομήσει με εφευρετικότητα, τρομερό πάθος και αυθεντική funky-soul. Κι όταν τύχαινε να τους ρωτήσουν τι μουσική παίζουν, εκείνοι με πονηριά και ειλικρίνεια απαντούσαν: “Great Black Music: Ancient to the Future”.
Η ηχογράφηση του “Les Stances à Sophie” ήρθε σε μια εποχή που οι Art Ensemble of Chicago ζούσαν στο Παρίσι, όταν ο Moshé Mizrahi τους ζήτησε να επενδύσουν μουσικά την ταινία του. Την εποχή εκείνη μάλιστα, μόνο καινοφανές δεν ήταν ένα jazz σάουντρακ σε ένα γαλλικό φιλμ, δεδομένου ότι η προϊστορία είχε καταγράψει τον Miles Davis να έχει βάλει την υπογραφή του στο “Ascenseur pour L’Echafaud” του Louis Malle και τον Thelonious Monk στο “Les Liaisons Dangereuses” του Roger Vadim. Κι αν πιστεύετε πως τα δύο αυτά γιγαντιαία ονόματα ήταν αρκετά για να σβήσουν εκ των προτέρων κάθε δυνατή προσδοκία του κουιντέτου από το Σικάγο, ίσως εκπλαγείτε στην πράξη με τη συγκεκριμένη δουλειά τους.
Κάποιοι θεωρούν το “Les Stances à Sophie” ως έναν από τους πιο σημαντικούς avant-garde jazz δίσκους, ενώ κάποιοι άλλοι ως έναν από τους σημαντικότερους της jazz. Το γεγονός ότι οι μουσικοί της μπάντας είχαν αξιόλογη jazz παιδεία και γνώση όλων των σχετικών στυλ, έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στο να μπορέσουν να παίξουν δημιουργικά με τις δεδομένες φόρμες και να εξερευνήσουν τα όριά τους, μέσω της καλπάζουσας φαντασίας τους, αλλά και της εκτεταμένης χρήσης «μικρών οργάνων», δηλαδή καταρχήν άσχετων με τη μουσική αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν για παραγωγή ήχων, οι οποίοι ενσωματώνονταν ανατρεπτικά στον τελικό ήχο.
Από τις οκτώ συνθέσεις του άλμπουμ, μόνο μία μπορεί αφετηριακά να απομονωθεί, χωρίς όμως να επηρεαστεί η όλη concept αισθητική που υπηρετείται με συνέπεια και τόλμη. Αυτή είναι το συγκλονιστικό “Theme de Yoyo”, ένας avant-soul ύμνος ερμηνευμένος από την Fontella Bass, που είχε προ τετραετίας γίνει γνωστή από την pop-soul επιτυχία “Rescue Me”. Κι αν νομίζετε πως ο γάμος της με τον Lester Bowie σοβάρεψε τη φωνή της, προκειμένου αυτή να ενσωματωθεί στην όλη avant-garde αισθητική του ήχου της μπάντας, τότε γελιέστε. Η Bass κι εδώ σε ξεσηκώνει με απολύτως ίδιο τρόπο, τη στιγμή που οι πέντε μουσικοί παίρνουν μια καθαρόαιμη soul έμπνευση και την ανασυνθέτουν με τη δική τους jazz φιλοσοφία. Ακόμα κι αν το πείτε jazz-funk fusion, πάλι θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Μόνο που εδώ η funk που ακούτε, δεν είναι τίποτα άλλο από τη γλυκιά soul που ξεστράτισε προς την έτσι κι αλλιώς αδελφή soul με την πάνω απ’ όλα avant-garde εκτέλεση των Art Ensemble of Chicago. Κι αυτό είναι το μαγικό στον ήχο τους: όλα μοιάζουν να χάνονται, ενώ όλα, μα όλα, υπάρχουν μέχρι το τέλος μπροστά σου. Τα κρουστά και τα πνευστά σολάρουν ευρηματικά πάνω σε μια γεμάτη μπασογραμμή που δε γίνεται να μη σε παρασύρει ρυθμικά, ενώ η Fontella τραγουδά τους μάλλον γελοίους στίχους της Noreen Beasley με τη σοβαρότητα και την ένταση μιας κλασικής soul ντίβας. Αληθινά καταιγιστικό!
Όσον αφορά τις σαφέστερα προσανατολισμένες στη jazz λοιπές συνθέσεις του δίσκου, παρατηρεί κανείς μια επαγγελματική προσέγγιση και ευρηματική εκτέλεση που δεν αυτοπεριορίζεται, προκειμένου να γίνει εύληπτη σε μη εξοικειωμένα ακροατήρια, αλλά στοχεύει να εκφραστεί με νεωτεριστικούς τρόπους. Υπάρχουν δύο παραλλαγές πάνω στον Claudio Monteverdi “Variations Sur un Theme de Monteverdi Ι & ΙΙ”, συνθέσεις που δίνουν είτε περισσότερη (“Theme de Celine”), είτε λιγότερη (“Theme Libre”) βαρύτητα στον αυτοσχεδιασμό, όπως και ατμοσφαιρικά ηχοτοπία (“Theme Amour Universal”). Από εδώ και πέρα, κάθε περαιτέρω περιγραφή ή ανάλυση της μουσικής τους πιθανότατα θα αποβεί αποπροσανατολιστική για τον αναγνώστη, παρά χρήσιμη. Άλλωστε, αν προσπαθήσεις σοβαρά να περιγράψεις μια avant-garde δουλειά, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να αφαιρέσεις τη ουσία της και να υπερτονίσεις τα αφετηριακά στοιχεία της έμπνευσής της.
Ο Chris Morris έγραψε γλαφυρά στις σημειώσεις της βινυλιακής επανέκδοσης του άλμπουμ: «Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι αυτή είναι η μόνη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου, που κάποιος προσπάθησε να χορέψει με τη μουσική των Art Ensemble of Chicago». Ειλικρινά, δε θα μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο για επίλογο.