Hostile Architecture
Ροκ στρατηγικές εναντίον της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Του Άρη Καραμπεάζη
Το κύριο ζητούμενο που πρέπει να ξεκαθαριστεί για το δεύτερο άλμπουμ των Γλασκωβέζων, που κάποιοι τους αποκαλούν ακόμη και μπλακ μεταλάδες (με το απαραίτητο πρόθεμα meta βεβαίως εμπρός, καθώς το post παράγινε), αλλά στις metal εγκυκλοπαίδειες χαρακτηρίζονται έως και αντιιμπεριαλιστές (…), είναι πως πρόκειται για δίσκο με τον οποίο κανείς και υπό καμία περίσταση δεν θα περάσει καλά.
No Fun δηλαδή, όχι μόνο κατά κυριολεξία, αλλά και μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πάντα πιο κάτω, ποτέ ψηλότερα. Και ο ήχος τους άλλωστε συνεχώς σκάβει και σκάβει, αρνούμενος να σηκώσει πατώματα. Άλλωστε αυτήν ακριβώς την ‘Αρχιτεκτονική’ καταγγέλλουν, που με βία μας πήρε και μας σήκωσε και μας κατέστησε fucking hostiles, που έλεγαν και κάποιοι άλλοι, όχι και τόσο δημοκράτες, όπως προέκυψε τελικά. Οι αλληγορίες δικές σας.
Τα οχτώμιση λεπτά (ωραία σινεφίλ αναφορά, θα μπορούσε να γίνει εδώ) του εναρκτήριου ‘The Law Of Asbestos’ απομακρύνουν χωρίς πολλά πολλά τον περιστασιακό, αλλά και επανατοποθετούν βίαια τον επιμελή ακροατή στο σκηνικό χάους, από το οποίο είχε τυχόν δραπετεύσει πρόσκαιρα επειδή τυχόν άκουγε, έκανε ή και δεν έκανε απολύτως τίποτε πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με τους Ashenspire.
Δεν τον μεταφέρουν ασφαλώς σε κάποιο αόριστα μελλοντικό αδιέξοδο, επί της ουσίας τον αφήνουν εκεί που πάντα ήτανε. Δεν βλέπει το ‘Blade Runner’ σε 4K κόπια, αλλά απλώς και μόνο κοιτάζει ανήμπορος έξω από το παράθυρο του.
Η μουσική των Ashenspire εκτός του ότι δεν είναι διασκεδαστική, δεν έχει κανενός είδους θεραπευτική ιδιότητα, είτε προς την πλευρά της ψυχικής ανάτασης, είτε έστω προς σε αυτή την ψυχολογικής διάλυσης, που και αυτή μια κάποια θεραπεία μπορεί να θεωρηθεί. Είναι αφόρητα ρεαλιστική. Μόνη λύση να κλείσεις την μουσική, και παράλληλα να μην ξεχάσεις να κλείσεις και το παράθυρο σου για να μην βλέπεις έξω. Παραμένοντας ανήμπορος βέβαια.
Ο Alasdair Dunn αναλαμβάνει όλα τα παραπάνω να συμβαίνουν όχι αποσπασματικά, αλλά σε όλη την διάρκεια του δίσκου. Διαρκώς όμως, όχι απλώς επαναλαμβανόμενα. Δεν έχει καμία ησυχία, δεν αφήνει στην άκρη καμία ανησυχία και δεν αφήνει κανέναν ήσυχο. Ούτε καν το ίδιο του το υπόλοιπο συγκρότημα του.
Εκεί κάπου μετά τα μισά του ‘Beton Brut’ ας πούμε θα μπορούσε ίσως, έστω και περιπαικτικά, να αφήσει ήσυχο τον ακροατή του, να απολαύσει, ξεγελασμένος, ακόμη 1-2 λεπτά υπόκωφου blast beat, με μερικά επερχόμενα επικότροπα ριφ να δημιουργούν έστω και μια ψευδαίσθηση διασκέδασης, αλλά και πάλι επεμβαίνει μανιασμένος, και πάλι έρχεται για να υπενθυμίσει ότι παρά τα βιολιά και τα πνευστά που θα ακολουθήσουν εντός ολίγου, τα πράγματα είναι κάτι παραπάνω από ζόρικα, είναι σχεδόν αναπόδραστα αποτελειωμένα.
Το ερώτημα που εύλογα έρχεται στο μυαλό όσων σκωπτικά μεν, κυνικά δε οριοθετούν την μουσική ως ένα μέσο με το οποίο (δήθεν;) ποτέ δεν θα αλλάξει ο κόσμος, είναι αν αρκούν όλα τα παραπάνω για να καταστήσουν το ‘Hostile Architecture’ έναν σπουδαίο δίσκο.
Δηλαδή και για να το κάνουμε λιανά το αγριεμένο ροκ τραγούδι σου για άστεγους στα κενά των μεγαλουπόλεων είναι de facto πιο σημαντικό από ένα αντίστροφα φιλήσυχο για ένα αγόρι και ένα κορίτσι που κάθονται σε ένα παγκάκι της ίδιας ακριβώς πόλης, χωρίς να απασχολούνται αν αυτή καταρρέει ή όχι;
Είναι η βίαιη και ανηλεής Αρχιτεκτονική ένα ζήτημα μείζον της Αγάπης ;
Θα αποφύγω τον εύλογο ελιγμό, και θα πω πως ναι. Είναι. Δεν είναι απλώς ζήτημα αφετηρίας. Είναι ζήτημα πολιτικής αισθητικής. Εδώ που έχουμε φτάσει παγκάκια, αγόρια, κορίτσια πρέπει να κάνουν λίγο στην άκρη, για να περάσει με κάποιο τρόπο μπροστά η μουσική ως μέσο «επιβολής» της ορθής αισθητικής, και μέσω αυτής της πολιτικής, και όχι ως παρακολούθημα της.
Δεν θεωρώ λοιπόν ότι η θεματολογία των Ashenspire είναι άμοιρη σημασίας σε σχέση με το τελικό, παραπάνω από εντυπωσιακό, αποτέλεσμα της τέχνης τους.
Οι Σκωτσέζοι καταφέρνουν και κυκλοφορούν τον καλύτερο ροκ δίσκο της χρονιάς, σε ένα αμφίρροπα μονοσήμαντο, αλλά και ταυτόχρονα πολυσύνθετο πλαίσιο κινούμενοι. Μένουν στα ίδια, αλλά υπάρχουν και άλλα ;
Μπορεί, χωρίς μεγάλη ασφάλεια είναι αλήθεια, κάποιος να πει πως ούτε εκατοστό δεν μετακινούνται από ένα concept που θα αρκούσε ίσως και ένα μόλις από τα οχτώ τραγούδια του δίσκου, για να μας δώσουν όχι μόνο να το καταλάβουμε, αλλά και να μας το επιβάλουν.
Συνεπώς, εύλογα έρχεται η υποψία περί του αν είναι τελικά τυχόν συντηρητικοί στις στοχεύσεις και στις μεθόδους τους. Ας έβγαζαν ένα 7άρι και όχι ένα μανιφέστο, για το οποίο οτιδήποτε γράφεται μοιάζει όχι με review δίσκου, αλλά με μπροσούρα αναρχικών στα Εξάρχεια. Από τις μακροσκελείς.
Μπορεί όμως να μας πει ακριβώς αυτός ο κάποιος εξίσου που ακριβώς θα μπορούσαν να πάνε και αν πράγματι υπάρχει κάποιο παραέξω από αυτό που -πράγματι με εμμονή- περιγράφουν, αλλά δεν ξορκίζουν;
Τίποτε δεν υπάρχει. Και αυτό επιβεβαιώνεται στη μέση ακριβώς του δίσκου, στα τρία και κάτι λεπτά του ‘Tragic Heroin’, ενός ανελέητα κλασικού meta punk ύμνου, από αυτούς που εξαναγκάζουν κοινό και κριτικούς να καταλήγουν στο πάντοτε «σοφό» συμπέρασμα ότι δεν είναι δα και τόσο κρίμα το να υποφέρουν κάποιοι, αν η τέχνη που γεννιέται από αυτό το γεγονός είναι τόσο μεγαλειώδης.
Όσοι τυχόν αγωνιούν για το αν οι Ashenspire θα καταφέρουν ποτέ να ακουστούν όσο λιτοί και καθοριστικοί υπήρξαν οι Gang Of Four, όταν πράγματι ήταν αυτό που περιγράφει το όνομα τους, έχουν πάρει ήδη την απάντηση τους. Δεν χρειάζεται όμως και δεύτερη. Και η αλήθεια είναι ότι εδώ πέρα υπάρχει και μία υποψία από fun.
Το αμέσως επόμενο όμως, ‘Apathy As Arsenic Lesargy, As Lead’, ξεκαθαρίζει μια και καλή ότι ψευδαισθήσεις δεν υπάρχουν.
Ο δίσκος επιστρέφει στην μόνη αξιακή του θέση, που είναι η διήγηση μιας πραγματικότητας που χτυπάει περισσότερες πόρτες από όσες μπορεί να ανοίξει κανείς.
Ο ήχος των Ashenspire θα μπορούσε να είναι ίσως ο ήχος που σχεδόν καθαρός και απαλλαγμένος αναπτύσσεται έως και μελωδικά σε περιορισμένα σημεία του ‘Palimsest’, αλλά οι ίδιοι δεν του επιτρέπουν να υπάρξει ως τέτοιος.
Ροκάδικα ριφ, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρίας για μπύρες. Για γκόμενες ούτε λόγος, είπαμε. Μη ορθόδοξα τοποθετημένα αντιρόκ όργανα, που αν η δυστοπία έκανε έστω και μισό βήμα πίσω, θα μας επέτρεπαν να μιλάμε για avant garde και λοιπά αυθαίρετα. Ίσως ναι ως υποψία, σίγουρα όχι ως αποτέλεσμα.
Στο τέλος, όπως και στην αρχή, όλων αυτών, ο Alastair Dunn διηγείται και οι υπόλοιποι Ashenspire χτίζουν, γκρεμίζουν και ξαναχτίζουν από τα συντρίμμια πάντοτε και μόνο, μία ροκ ιστορία που παρότι σχεδόν αρνείται να κυλήσει, θέτει σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο μπορεί πλέον το ροκενρολ να εμφανίζεται απαλλαγμένο από το περιβάλλον του.
Κάποτε θα τελειώσει ο δίσκος βέβαια. Και ο καθένας από εμάς έχει την ευκαιρία να βάλει στο πικάπ μία πρόσφατη και τελειοποιημένη επανέκδοση του Al Green και να θεωρήσει ότι όλα τα παραπάνω είναι απλώς άστοχοι αφορισμοί. Και καλά θα κάνει, εδώ που τα λέμε, ειδάλλως δεν βγαίνει με κάποιο τρόπο το πράγμα. Θα πρέπει να προκριθεί η Αγάπη και να κάνει λίγο στην άκρη η Αρχιτεκτονική. Για την ηθική ούτε λόγος, όπως μας τα έχουν πει και άλλοι.
Οι αφορισμοί των Ashenspire όμως κάθε άλλο παρά άστοχοι είναι. Διάνα πετυχαίνουν σε κάθε επόμενη ακρόαση. Αν ήμουν στη θέση τους θα εξαφάνιζα από προσώπου γης το ‘Speak Not Of The Laudanum Quandary’ του 2017, και θα εμφάνιζα ως δήθεν ντεμπούτο αυτόν εδώ τον δίσκο.
Όχι γιατί και σε εκείνη την περίπτωση δεν είχαμε να κάνουμε με κάτι σπουδαίο, αλλά λόγω επειδή αν το ‘Hostile Architecture’ ήταν πράγματι το ντεμπούτο τους άλμπουμ, πλάι του θα μπορούσε να σταθεί μόνο το ομώνυμο των Killing Joke από το 1979, δηλαδή ένας δίσκος που με τον ίδιο άχρονο τρόπο καθόρισε τότε και καθορίζει μέχρι σήμερα το χάος μέσα στο οποίο είναι καταδικασμένο να επιβιώνει το ροκ.
Ο δίσκος είναι καθαρό δεκάρι, αλλά το γεγονός ότι de facto δεν απευθύνεται σε όλους και δεν μπορεί να γίνει ανεκτός από όλους, υποχωρεί στο ελάχιστον την τελική του αποτίμηση, όχι όμως και το γεγονός ότι μας έχει αφήσει μαλάκες από την πρώτη μέχρι και την τελευταία του ακρόαση. Και πολύ μάλιστα.
Fun ? I Nearly Bought one.