Αν στις 9 στις 10 φράσεις/ λέξεις/ έννοιες που στριφογυρίζουν γύρω από την ύπαρξη και τη δράση των Asobi Seksu δεν υπήρχαν σε σκόρπια παράθεση τα λήμματα (που έτσι όπως πάνε θα καταντήσουν λύματα) shogαze/ my bloody valentine/ Japanese pop/ dream pop/ twee pop/ sophisticated και άλλες τέτοιες οδυνηρές indie εμμονές είναι απολύτως βέβαιο ότι είτε θα ασχολούμασταν ελάχιστα με την πάρτη τους, είτε θα τους απολαμβάναμε ανετότατα και χωρίς ίχνος δυσκοίλιας μουσικογνωστικής δυσμορφίας των απόψεων μας.
Το γεγονός δε ότι παρά την συνύπαρξη όλων των παραπάνω, δεν του βγήκε το review του διδάκτορα Πατώκου, αλλά κόλλησε κάπου... στην πρώτη παράγραφο αποδεικνύει του ισχυρισμού μου του αληθές.
Αν έχεις έστω και μισό δίσκο των Cocteau Twins (λέμε τώρα... πως είναι δυνατόν να έχεις μισό δίσκο...) δεν υπάρχει - λένε...- λόγος να ακούσεις το εναρκτήριο Layers. Αν έχεις το Gala των Lush ομοίως για το Familiar Light που ακολουθεί. Αν δεν το έχεις, τρέχα αγόρασε το. Τι κάθεσαι; Μην τρέχεις και κατέβασε το! Τι σηκώνεσαι; Και κάπως έτσι κυλάει το παιχνίδι των κουραστικών συμπτώσεων μέχρι το τέλος του δίσκου. Λένε πάλι... Δεν είπα εγώ!
Ούτε το Familiar Light είναι κακό τραγούδι, ούτε το Me & Mary. Ειδικά το τελευταίο αποτελεί έστω και καθυστερημένα την ιδανική στιγμή του δίσκου που μπορείς να πεις "ναι ρε γαμώτο! Η μπάντα είναι σε φόρμα", χωρίς να θεωρηθείς γραφικός. Είναι το σύνηθες almost perfect ποπ τραγούδι, που συγκροτήματα στο στυλ των Asobi Seksu θάβουν κάτω από ωκεανούς αχρείαστης κιθαριστικής δοκιμασίας, οργάνων τε και ακροατών, και δεν το αφήνουν να εξελιχθεί όμορφα και απλά, όπως θα έκανε ένα συγκρότημα με την σοφία των Chills ας πούμε...
Σε κάθε άλλη στιγμή του δίσκου, είτε με χρονολογική σειρά, είτε με shuffle αφέλεια επιβεβαιώνεις την εν πολλοίς τελεσίδικη θεωρία περί του ότι δεν υπάρχουν σπουδαία τραγούδια υπό τον ζυγό του shoegaze. Θα μπορούσαν να υπάρξουν, αλλά για διάφορους λόγους (συνηθέστερα τον ανωτέρω) κάπου είναι κρυμμένα, κάπου ζορίζονται και όχι κάπου άλλα πάντα δεν σου επιτρέπουν να μην ξεχνάς την ύπαρξη τους.
Τα πάντα όλα που μπορείς να πεις γύρω από τους Asobi Seksu συνοψίζονται γύρω από το πώς χτίζουν τα τραγούδια τους, από το πώς δομείται ο θόρυβος εις βάρος της μελωδίας και από τι είδους dream pop θεμέλια έριξαν για να πατήσει πάνω τους το δίπολο αφαίρεση/ σύνθεση. Καθότι εδώ όμως ήρθαμε να μιλήσουμε για pop δίσκους - έστω αντισυμβατικούς και με σοφιστικέ διάθεση- και όχι για εργολαβίες και εργασίες ανέγερσης, κατανοούμε όλοι το άσκοπον του πράγματος. Πιστεύω... Οπότε μην αναζητάτε τον συντελεστή της δόμησης, παρακαλώ!
Σε ευθεία αντίθεση με όλα τα παραπάνω έρχεται το Hush όταν αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα μίας ολότελα νέας, αμόλυντης και σοφά μη σκωπτικής γενιάς ακροατών που αποφασίζει από τα γράντζα- γρούντζα των Franz Ferdinand και τα γρούντζα-γράντζα των Arctic Monkeys, να περάσει σε μία διανοητικά και συναισθηματικά ανώτερη pop μουσική, που θα την καταστήσει και αυτή με τη σειρά της έρμαιο ενός κλειστοφοβικού παράδοξου pop κόσμου, τον οποίο θα θεωρήσει τον μοναδικό κόσμο της για χρόνια. Είναι η πλευρά αυτών που συνειδητά επέλεξαν να είναι μίζεροι και μακριά από τον υπέροχο άγριο κόσμο του rock 'n' roll κατά παράβαση των εντολών του μακαρίτη Lux. Για όλους αυτούς το Hush είναι ένα ιδανικό, σε στιγμές -δε- συναρπαστικό, ξεκίνημα, και ας μην αποκτήσουν ποτέ ούτε μισό δίσκο των Cocteau Twins. Το παρελθόν θα έρθει μπροστά τους όταν έλθει η ώρα του...
Αν είναι noise και είναι και pop δεν είναι απαραίτητα noise pop. Και ο σπασμένος αυτός κανόνας ισχύει ιδανικά για το τρίτο άλμπουμ των Asobi Seksu για το οποίο τόση ώρα επιμελώς σας απέκρυπτα ότι πολύ απλά δεν έχει την απαραίτητη ποσότητα από νταμαριασμένες κιθάρες για να δεήσει να ασχοληθεί μαζί του ο Πατώκος.