Metal Lands
Αθήνα ως γνωστόν έχουν οι ΗΠΑ, έχουν όμως και Αττική, η οποία είναι... φυλακή αλλά και παλιό χαμένο μέταλ σχήμα που επιστρέφει να διεκδικήσει ετεροχρονισμένες δάφνες. Του Χάρη Συμβουλίδη
Αν και το όνομα παραπέμπει ευθέως στην Αττική, οι Attika δεν έχουν σχέση με τον τόπο μας: προέρχονται από τη Φλόριντα, ενώ η αναφορά εμπνέεται από μια φυλακή της Νέας Υόρκης, περίφημη κάποτε λόγω μιας εξέγερσης κρατουμένων. Όπως δε κι άλλοι παλιοί συνοδοιπόροι, ιππεύουν κι αυτοί στην επανεκτίμηση που έδειξαν οι πρόσφατοι χρόνοι για το US metal της δεκαετίας του 1980, ερχόμενοι –30 στρογγυλά έτη μετά τον τελευταίο τους δίσκο When Heroes Fall (1991)– να διεκδικήσουν δάφνες μιας δόξας που ποτέ δεν γνώρισαν στην ακμή τους. Και μάλιστα με μια σύνθεση κατά το ήμισυ αυθεντική, αφού το παρών δίνουν εδώ τόσο ο τραγουδιστής Robert Van War, όσο και ο ντράμερ Jeff Patelski.
Τέτοιες κουλτούρες ετεροχρονισμένης εκτίμησης underground τάσεων που μπορεί όντως να αδικήθηκαν τον καιρό που συνέβαιναν, είναι βεβαίως γνωστές και από άλλους χώρους στη μετά το rock 'n' roll μουσική. Συχνά, όμως, διακρίνονται από άκριτη παρελθοντολαγνεία, η οποία τσουβαλιάζει άξιους και δευτερότριτους, αναγορεύοντας άπαντες σε «ήρωες» μιας φάσης που, εκτός από την ορθή της επαναξιολόγηση, αποκτά και κάμποσα στοιχεία μυθολογίας. Οι Attika, λ.χ., ενώ είχαν όντως τη δική τους υπόγεια διαδρομή στο US metal ήδη από το 1983 και ήταν από τις μπάντες που έδεσαν αυτό τον ήχο (και) με κοινωνικού περιεχομένου στίχους, δεν υπήρξαν περίπτωση «πρώτης γραμμής» σε δισκογραφικό επίπεδο. Επουδενί λοιπόν δεν πρέπει να λογίζονται ως άλλοι Manilla Road ή Cirith Ungol, πόσο μάλλον από τη στιγμή που τους είδαμε και σε επί σκηνής δράση στην Αθήνα, στο Up The Hammers Festival του 2018, όπου κατά τη γνώμη μου απογοήτευσαν.
Σε κάθε περίπτωση, εδώ η σημειολογία του εξωφύλλου μας ενημερώνει ότι μπορεί τα τραγούδια να γράφονται πλέον κατά κύριο λόγο από τον Van War και το νεότερο μέλος Bill Krajewski –πήρε τη θέση του ορίτζιναλ κιθαρίστα Joe Longobardi– ωστόσο παίζουν το old school χαρτί, με έναν τρόπο που θα τον έλεγα αμετανόητο. Δεν υπάρχει δηλαδή ούτε καν επίγνωση για το πόσο κακόγουστο δείχνει ένα τέτοιο artwork, ακόμα και σε ανθρώπους μαθημένους να δείχνουν ανοχή σε τέτοιες γραφικότητες. Αυτό, φυσικά, δεν συνεπάγεται κάτι απαραίτητα κακό όσον αφορά το περιεχόμενο. Άλλωστε κανείς στα σύγκαλά του δεν περιμένει εκπλήξεις από μια μπάντα που επιστρέφει στη δισκογραφία μετά 30 έτη: αν ξαναζήσει επιτυχώς κάτι από το πνεύμα του "Glory Bound" (1988), ας πούμε, φτάνει και περισσεύει.
Στυλιστικά και εκτελεστικά τα νέα τραγούδια των Attika αποδεικνύονται προσεγμένα, αν και η παραγωγή του Paul van Rijswijk ίσως σηκώνει συζήτηση ως προς τη χρήση των όγκων, όπως και η μίξη του Robert Romagna, η οποία εικάζω πως σε διάφορα σημεία θέλησε να «βοηθήσει» τη φθαρμένη φωνή του Van War να βγει στο προσκήνιο δίχως να πολυζορίζεται. Οπωσδήποτε η μπάντα στηρίζει τη ριφολογική αίγλη των 1980s ("Darkness Of The Day", "The Price"), τις hard rock αναφορές της στους Deep Purple, τους ανακατασκευασμένους καλπασμούς που έμαθε από τους Iron Maiden, καθώς και τις Judas Priest επιρροές ("Like A Bullet"). Σε σημεία μάλιστα σαν το "Thorn On My Side" ή το "Run With The Horseman" η ενέργειά τους κρίνεται έως και αξιοθαύμαστη, με το γρέζι του Van War να προσπαθεί για το καλύτερο, με ή χωρίς τη στουντιακή βοήθεια. Στο ακροτελεύτιο "One Wish", μάλιστα, όπου οι ρυθμοί πέφτουν κι εκείνος ερμηνεύει από καρδιάς, χωρίς πια να φοβάται τα ίχνη του πανδαμάτορα, τον λες έως και αφοπλιστικό.
Ελλοχεύει εντούτοις ένα «αλλά», όσον αφορά το Metal Lands. Πρώτα-πρώτα, η παλιά στιχουργική αιχμή των Attika έχει υποχωρήσει. Μόνο στο "Sincerely Violent" μιλούν για τους φτωχούς και τους άστεγους της Αμερικής, κάνοντας ευθεία επίθεση στους πολιτικούς, ενώ στο "Darkness Of The Day" θίγεται (όχι πολύ πετυχημένα) το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη. Στα υπόλοιπα τραγούδια αρκούνται σε ηρωισμούς και σε γενικολογίες περί ζωής, που δεν συγκροτούν και το καλύτερο δυνατό υπόβαθρο για τις νοσταλγικές τους μεταλλιές.
Κυρίως ζήτημα, εντούτοις, είναι ότι, παρά τη φλόγα την οποία επιδεικνύουν, δεν κατόρθωσαν να γράψουν κάτι σπουδαίο. Ο δίσκος κυλάει βέβαια χωρίς μεγάλες «κοιλιές», ενώ κάποιες όμορφα τετριμμένες στιγμές σαν τις προαναφερόμενες θα ευχαριστήσουν όσους δεν πρόδωσαν τα χατζημεταλλάδικα γούστα τους προκειμένου να μπερδέψουν τα μπούτια τους με το όποιο «alternative». Λίγη απόσταση όμως αν μεσολαβήσει από την εμπειρία της ακρόασης, όλα δείχνουν πιο θαμπά.
Σε αυτή την άτυπη διελκυστίνδα των συν και πλην, πάντως, οι Attika δεν βγαίνουν χαμένοι. Η επιστροφή τους μπορεί να μην είναι σπουδαία, είναι όμως ευπρεπής. Και η νέα ευκαιρία που ζητούν από το κοινό στο όνομα εκείνης της υποτιμημένης US metal εποποιίας συνοδεύεται από μια εκ μέρους τους ζέση, την οποία αν μη τι άλλο παραδέχεσαι σε συναισθηματικό επίπεδο.